Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Τρεις καλοκαιρινές νεοελληνικές ιστορίες

Ο φιλήσυχος οικογενειάρχης

Μας πήρε λίγες μέρες μέχρι να καταλάβουμε αν το συγκεκριμένο σπίτι ήταν ιδιωτικό ή ενοικιαζόμενα δωμάτια. Είχε μία ψυχρή και απλοϊκή αρχιτεκτονική με σαφείς ενδείξεις προς το δεύτερο, αλλά τελικά μάθαμε πως ήταν ένα ολοκαίνουργιο εξοχικό, προφανώς με εργολαβικές προδιαγραφές τύπου «κάντο γρήγορα, φτηνά και απλά». Ο ιδιοκτήτης και η οικογένεια εμφανίστηκαν περιχαρείς ένα όμορφο βραδινό και απόλαυσαν την πρώτη νύχτα ηρεμίας, έξω στη βεράντα.

Το επόμενο πρωί κυλούσε ήσυχα και ωραία, μέχρι που ήρθε το κομπρεσέρ. Ακριβώς έξω από το σπίτι, χτιζόταν ένα μικρό πέτρινο αμφιθέατρο για το γειτονικό σχολείο. Γύρω στις 11 το πρωί, η γεννήτρια πήρε μπρος και το κομπρεσέρ ξεκίνησε δουλειά. Έξαλλος ο ιδιοκτήτης πετάχτηκε στη βεράντα φωνάζοντας: «Όχι ρε παιδιά. Όχι! Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό!». Οι εργάτες τον κοίταξαν σαστισμένοι για 3-4 δευτερόλεπτα, και μετά το κομπρεσέρ συνέχισε. «Ε! Κλείστε το τώρα! Θα έχουμε προβλήματα!», ξαναφώναξε ο ανήσυχος οικογενειάρχης. Αυτή τη φορά, γύρισε μόνο ο ένας μάστορας και του είπε ότι δεν είναι ώρας κοινής ησυχίας, αλλά και ότι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους.

Ο τόνος της φωνής ανέβηκε σε πιο τσαμπουκαλεμένη κατάσταση. «Δε με νοιάζει ρε φίλε τί ώρα είναι. Ήρθα εδώ 4 μέρες για να ηρεμήσω. Να κάνω διακοπές. Εσύ δεν κάνεις διακοπές;». Σαστισμένος ο μάστορας, ξεκινάει να επαναλάβει την προηγούμενη φράση περί ώρας κοινής ησυχίας και δουλειάς, αλλά διακόπτεται από τον ιδιοκτήτη του νεόκτιστου εκτρώματος. «Στ’ αρχίδια μου η ώρα κοινής ησυχίας! Να σταματήσετε τώρα ή θα έχουμε πολύ άσχημα ξεμπερδέματα!».

Ο μάστορας παρατήρησε ότι η υπόλοιπη οικογένεια είχε αρχίσει ήδη να φορτώνει το τζιπ με κουβαδάκια, ομπρέλες, μάσκες, αναπνευστήρες, φουσκωτούς κροκόδειλους κλπ. Σκέφτηκε για λίγο και απάντησε «ΟΚ σταματάμε». Σε 3-4 λεπτά, είχε επιβιβαστεί και στο τζιπ ο τσαμπουκαλεμένος οικογενειάρχης και έφυγε προς κάποια παραλία. Φυσικά το κομπρεσέρ ξαναξεκίνησε, και μέσα σε 2 ωρίτσες η δουλειά είχε τελειώσει.

Ο Μέγας Άρχων Μικροαστός του νεόκτιστου εξοχικού, σε 5 λεπτά θα πήγαινε για μπάνιο ούτως ή άλλως. Ήθελε απλά να την πει στους εργάτες, να κάνει σκηνικό, να επιβάλλει τη γνώμη του και να γατζωθεί από άλλα 5 λεπτά ησυχίας στο άσχημο εξοχικό που έχτισε και θα ξεχρεώνει για πάντα.


Ο αραχτός συνένοχος

Είμαστε για φαγητό σε μία ταβέρνα σε ένα ήσυχο λιμανάκι του νησιού. Δίπλα κάθεται μία παρέα από 4-5 φωνακλάδες ντόπιους και παραδίπλα ο Δήμαρχος του νησιού. Σε κάποια φάση, ένα ταχύπλοο φορτώνει ένα τσούρμο από πιτσιρίκια, μία παχύδερμη ντίβα και έναν υπέρβαρο σοβαρό τύπο με γυαλί rayban και καπελάκι skipper. Με το που λύνει τα σχοινιά, ξεκινάει με φουλ ταχύτητα μέσα στο λιμάνι για να κάνει μία επιδεικτική και ένδοξη έξοδο, με άψογο στυλ κάγκουρα, περνώντας δίπλα από αραγμένα και καταπλέοντα ιστιοπλοϊκά και άλλα σκάφη, παραβιάζοντας φυσικά κάθε κανόνα ασφάλειας και έννομης ναυσιπλοΐας.

Στο διπλανό τραπέζι αρχίζουν τα σχόλια. «Δήμαρχε, πότε θα κόψεις κώλους σ’αυτούς τους τύπους;», ρωτάει ένας μασουλώντας κάτι παϊδάκια. «Δικός μας ήταν αυτός; Από το νησί;» ρωτάει ο Δήμαρχος. «Όχι. Από απέναντι είναι. Έρχεται μόνο για τα ΣΚ. Weekender που λένε», απαντάει γελώντας ο ντόπιος, προκαλώντας το γέλιο και στους υπόλοιπους. «Ε, αν ξέρεις ποιος είναι, πες μου να στείλω σήμα στο λιμενικό να του κόψει τον κώλο», λέει ο Δήμαρχος. «Α εγώ ρουφιάνος δε γίνομαι», απαντάει ο ντόπιος και τσιμπάει άλλο ένα παϊδάκι. «Πες μου ποιος είναι, και θα είμαι εγώ ο μάρτυρας. Εγώ τον είδα», λέει ο δήμαρχος. «Ρουφιάνος εγώ δε γίνομαι», επαναλαμβάνει ο ντόπιος, ενδεχομένως ήσυχος με τη συνείδησή του. Και την ανησυχία του για τους θαλάσσιους κάγκουρες εξέφρασε, και δεν «ρουφιάνεψε». Μπορεί να κοιμάται ήσυχος.


Το τσόκαρο

Πρώτα εμφανίζεται στο οπτικό πεδίο το πιτσιρίκι. Ένα όμορφο κοριτσάκι με καλοχτενισμένα μαλλιά, γυαλιά ηλίου, χρυσά πεδιλάκια και προσεγμένη καλοκαιρινή kid-trendy ένδυση. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 7-8. Ακριβώς από πίσω της και λίγο πιο δίπλα, εμφανίζεται το τσόκαρο. Αυτό που δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τη μάνα της. Ολόιδιο ντύσιμο, ολόιδιο στυλ, με τη διαφορά ότι φορούσε ένα τσόκαρο με 10ποντο τακούνι που παρήγαγε ήχους άνω των 65dB(A), μερικά κιλά ακόμα make-up, διάφορα μπιχλιμπίδια σε καρπούς και αστράγαλους καθώς και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, μεγαλύτερο από μάσκα θαλάσσης.

Το τσόκαρο κρατούσε μία μικρή βιντεοκάμερα που είχε κολλήσει στη μούρη του και συνεχώς σημάδευε το πιτσιρίκι. Φυσικά το πιτσιρίκι δεν είχε κανονικό βηματισμό. Πότε πήγαινε αργά, πότε γρήγορα, και πότε στεκόταν ακίνητο για να περιεργαστεί κάτι, με αποτέλεσμα το τσόκαρο να προσπαθεί να ακολουθήσει τη λήψη ανάλογα, και βηματίζοντας πάνω στο πλακόστρωτο σοκάκι όσο πιο άχαρα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Το σόου είχε και soundtrack, όπου η μάνα κοίταζε το καθ’ εικόνα βλαστάρι της λέγοντας τι όμορφη κουκλίτσα που είναι, προσπαθώντας ίσως να της αποσπάσει κάποιο χαριτωμένο σχόλιο που θα έδενε με το σκηνικό των διακοπών στο γραφικό νησί.

Το γκραν φινάλε ήρθε λίγο πριν την έξοδο από το οπτικό πεδίο, όπου το τσόκαρο κοιτάζοντας μόνο την οθόνη της κάμερας και συγκεντρωμένη στο πιο βαρετό masterpiece που έχει βιντεοσκοπηθεί ποτέ (πράγμα που θα καταλάβει όταν επιστρέψει σπίτι και βάλει τη λήψη σε playback), καταφέρνει να συγκρουστεί με στύλο της ΔΕΗ. Μία στιγμή αμηχανίας και σύγχυσης που συνοδεύτηκε με ένα γρήγορο φτιάξιμο του μαλλιού, πρόχειρου ξεσκονίσματος του φορέματος, κλεισίματος της βιντεοκάμερας και ενός ξαφνικά σοβαρού βλέμματος προς το υπερπέραν. Αρπάζει το πιτσιρίκι από το χέρι, και λέγοντας αυστηρά «έλα πάμε, μας περιμένει ο μπαμπάς», εξαφανίζεται από τη σκηνή, αφήνοντας την αυλαία να πέσει.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...