Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΥΠΑΡΧΟ


Σε ένα νησί των «ασήμαντων» Κυκλάδων υπάρχει ένας μικρός κολπίσκος στον οποίο καταλήγει ένας χωματόδρομος. Ο κολπίσκος δημιουργεί μία ωραία βοτσαλωτή παραλία η οποία ακόμα και τον Αύγουστο δεν έχει μεγάλη κίνηση αφού όλες οι υπόλοιπες παραλίες του νησιού έχουν ωραίες αμμουδιές και άνετες ασφαλτοστρωμένες προσβάσεις. Στη μέση της απρόσιτης βοτσαλωτής παραλίας υπάρχει κάτι σαν παράγκα με μία γεννήτρια, μία υποτυπώδη κουζίνα, ένα ψυγείο, μία όμορφη κατάφυτη πέργολα και μερικά χειροποίητα τραπεζοκαθίσματα από κάτω της. Υπάρχει και μία ξύλινη ταμπέλα που γράφει «ΥΠΑΡΧΟ». Έτσι ακριβώς. Κεφαλαία και με «ο» στο τέλος.

Η παράγκα έχει και ιδιοκτήτη. Τον «Υπάρχω» - κατά το εξαρχειώτικο παρατσουκλιολόγιο. Ο «Υπάρχω» παράτησε τη γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια κάπου εκεί τέλη ’80 αρχές ’90 και πήγε και εγκαταστάθηκε στην βοτσαλωτή παραλία του. Έχτισε αυτή την παράγκα, την μετέτρεψε σε κάτι σαν ταβέρνα και αν βρεθεί κανένα πεινασμένο, ρακένδυτο, φρίκουλο στα τραπεζάκια του μπορεί και να του κεράσει ολόκληρο το γεύμα. Το χειμώνα βοηθάει τους ντόπιους στο ψάρεμα για να βγάζει ένα μεροκάματο, και αφήνει κάτι στην άκρη για να μπορέσει να ψωνίζει προμήθειες για το καλοκαίρι που λειτουργεί την «ταβέρνα» του.

Ο «Υπάρχω» είναι Αναρχικός. Όχι «αναρχικός», αλλά Αναρχικός. Ο κλασσικός μαλλιάς με το απεριποίητο μούσι που έκανε ευκαιριακές δουλειές, απλά για να πληρώνει το ενοίκιο και να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη για στέγη ή χρήματα. Χωρίς να εκφράζει κάποια απέχθεια για τους πλούσιους και τους νοικοκυραίους. Με 100% συνειδητό τρόπο ζωής. Ο «Υπάρχω» μέσα στη στενή γκαρσονιέρα του, διοργάνωνε σχεδόν καθημερινά κάτι σαν βραδιές ανάγνωσης. Πήγαινες σπίτι του με ένα δυο πακέτα τσιγάρα, μία σακούλα ρετσίνες και καθόσουνα μαζί του να διαβάσεις και να αναλύσεις. Πότε η «Ασκητική» του Καζαντζάκη, πότε σύντομες ιστοριούλες του Μπουκόφσκι, σκόρπια δοκίμια από Thoreau, Villa, Moore, αλλά και πιο κλασσικούς όπως Ντιντερό, Καντ, Τζων Λοκ. Τέτοια πράγματα. Αρκετά αιρετικά, αν σκεφτείς ότι ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν μονοπωλούσαν από τότε το εξαρχειώτικο διανοητικό φενγκ σούι.

Ο «Υπάρχω» δε νομίζω να μισούσε κανέναν. Εκτός από την αντιεξουσιαστική θεώρησή του για τα πάντα, έβγαζε έναν χαρακτήρα περισσότερο αλληλεγγύης και αλτρουιστικής διάθεσης, παρά συγκρουσιακής και πολεμικής. Ίσως γι’ αυτό και τον εκνεύριζαν οι μπαχαλάκηδες. Πάντα μετά από πορείες, όλο και κάποιος κατατρεγμένος πιτσιρικάς θα έβρισκε καταφύγιο σπίτι του και ο «Υπάρχω» θα τον έβριζε. Ο ίδιος θεωρούσε ότι η βία δεν συνάδει με την αναρχική θεώρηση των πραγμάτων γιατί η παραμικρή εισαγωγή βίας σε ένα κοινωνικό σύνολο για οποιονδήποτε λόγο ή αιτία, αναπόφευκτα θα δημιουργούσε την σταδιακή διόγκωσή της, άρα και την επιβολή εξουσίας.

Κατέβαινε όμως στις πορείες και επειδή πάντα ήταν μπροστάρης σε κάποιο αναρχικό μπλοκ, πολλές φορές μπουζουριαζόταν μαζικά μαζί με τους πιτσιρικάδες που έβριζε και φυσικά έτρωγε και το ξύλο που «του αναλογούσε».

Απηύδησε με την όλη κατάσταση στα Εξάρχεια και τη συνεχή διαβολή του χώρου μέσα από τα ίδια του τα παιδιά και σταμάτησε να τρέφει οποιαδήποτε προσδοκία για την επιβίωση μίας ιδέας που είχε γαρνιριστεί με έντονα χουλιγκανικά και βίαια στενόμυαλα στοιχεία. «Δεν υπάρχουν πλέον γνήσιες ιδέες, παρά μόνο ιδεολογικές βιτρίνες κρυφοτραμπούκων και αμόρφωτων, φιλόδοξων πολιτικάντηδων», έλεγε.

Βέβαια όλα αυτά δεν τα έζησα εγώ προσωπικά. Τα έμαθα από ένα κοινό φίλο αλλά και τον ίδιο όταν το καλοκαίρι του ’96 έτυχε και βρέθηκα με το σακίδιο και την αιώρα μου στην βοτσαλωτή του παραλία. Ήταν και αρχές Ιουνίου, οπότε είχε όρεξη να διηγηθεί πολλά. Μόλις είχε παραλάβει και τις προμήθειες για το καλοκαίρι, οπότε τις πέντε μέρες που έμεινα στη σκιά της παράγκας του, αναθεώρησα κι εγώ ο ίδιος πολλές μυθοπλασίες που είχα φτιάξει μέσα στο αγριεμένο μυαλό μου.

Δεν ξέρω αν σήμερα υπάρχει ο «Υπάρχω». Το ’96 ήταν κάπου στα 50-κάτι με έντονα τα σημάδια αλκοολισμού και υπαρξιακής γήρανσης. Ξέρω πάντως με σιγουριά ότι εκείνη την περίοδο που έχτισε την καλύβα του ήταν πιο ζωντανός από ποτέ, και ικανοποιημένος που μπορούσε να βιώσει έμπρακτα τις αμπελοφιλοσοφίες του περί αναρχικού βίου.

Επίσης, δεν ξέρω πως ξαφνικά τον θυμήθηκα στην παραλία του εν μέσω της σημερινής χειμωνιάς. Ίσως επειδή αρχίζω και βλέπω το αδιέξοδο που αισθάνθηκε και ο ίδιος διακρίνοντας το διάχυτο μίσος μέσα στην κοινωνία μας. Και σκέψου ότι τότε δεν υπήρχε καμία υπαρκτή κρίση του καπιταλισμού για να στηριχτούν οι ιδέες του. Τουλάχιστον όχι αισθητή στο πετσί των ομοϊδεατών του. Είχε όμως την διαύγεια να διαχωρίζει τα πάθη των ανθρώπων από τα αόριστα συστήματα και τη συνθηματολογία που ποτέ δεν είχε έμπρακτη σημασία. Και μπορούσε να δει ότι ένας άνθρωπος με μίσος ή απέχθεια προς κάποιον άλλο, αναγκαστικά γίνεται μέρος αυτού που βρίζει ο ίδιος.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...