Το ελληνάκι
ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]
Σελίδες
▼
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη 30 Ιουνίου 2015
Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013
Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013
Τρίτη 4 Ιουνίου 2013