Σκεφτόμουν να φορέσω αυτό και να κατέβω στους «αγανακτισμένους». Νομίζω πως οι μισοί θα με επαινούσαν για την αλληλέγγυα, ισπανική «hipsterιά» και οι άλλοι μισοί θα με κοίταζαν καχύποπτα, ελαφρώς στραβωμένοι, και με ανάμεικτα συναισθήματα.
ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]