Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Sin contacto

Ο διαμελισμός και η σταδιακή αποσύνθεση της Αριστεράς πρέπει να είναι το θέμα για το οποίο έχει χυθεί το περισσότερο μελάνι τις τελευταίες δεκαετίες. Και, προσωπικά μιλώντας, ίσως και να είναι το θέμα που με απασχόλησε περισσότερο για αρκετά χρόνια, όταν κατά τη σταδιακή μου έξοδο από τον «χώρο», κάθε φορά που έβγαινε μία ανακοίνωση, δήλωση, απόφαση ή ενέργεια το ερώτημα που με κατέκλυζε, στην πιο απλή του μορφή, ήταν: «Σοβαρά ρε μάγκες; Πάλι τα ίδια;». Περιττό βέβαια να αναφερθεί ο αριθμός των αναρτήσεων στο παρόν ιστολόγιο για το συγκεκριμένο θέμα.

Οποιαδήποτε ιδέα, όσο καλή και δουλεμένη και αν είναι, αναπόφευκτα κάποια στιγμή στην ιστορία έχει ραντεβού με την πραγματικότητα και την ρεαλιστική αντίληψη και αντιμετώπιση των πραγμάτων. Και βέβαια η ιδεολογική υπέρβαση που πρέπει να διέπει τις κοινωνίες κάθε ιστορική περίοδο μπορεί να «πετάει το μπαλάκι» και πιο μακριά ώστε να εμπνέει ολόκληρη την υπόλοιπη κοινωνία να ακολουθήσει, αλλά θα πρέπει να έχει κατά νου και τι γίνεται όταν η κοινωνία φτάσει στο μπαλάκι.

Το συνηθισμένο κατηγορητήριο εναντίον της Αριστεράς ότι είναι εκτός πραγματικότητας δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με τις ιδέες και την ουτοπία της για το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η ανθρωπότητα στο μέλλον αλλά για την συνεχιζόμενη άρνησή της να δει πως λειτουργεί η ανθρωπότητα στο παρόν. Έτσι, υπάρχει ένα μεγάλο παράδοξο όταν για παράδειγμα η αντι-καπιταλιστική ρητορική του προηγούμενου αιώνα συνεχίζει και σήμερα χρησιμοποιώντας τα μέσα του ίδιου του καπιταλισμού. Δεν ξέρω Πχ αν είναι υποκριτικό ή απλά βολικό, ένα άτομο που απολαμβάνει όλα τα προϊόντα και τα όποια παράγωγα του καπιταλισμού να βάλλει εναντίον αυτού. Πόσο μάλλον όταν ο καπιταλισμός, είναι τόσο αόριστα διάχυτος στην κοινωνία μας που δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα κλειστό και σαφώς οριοθετημένο σύστημα αξιών, οικονομικών και κοινωνικών συναλλαγών.

Υπάρχει μία αρκετά μεγάλη διαφορά στο να λες σε έναν σημερινό δυτικό άνθρωπο ότι δεν είναι σωστό να υπερκαταναλώνει από το να εξηγείς τα οφέλη από μία ισορροπημένη και συνειδητοποιημένη κατανάλωση, ώστε να αφήσεις στην κρίση του συγκεκριμένου άνθρωπου την ελευθερία να αποφασίσει. Υπάρχει διαφορά στο να υποδεικνύεις τι είναι σωστό για τον καθένα, από το να εξηγείς για ποιο λόγο το «σωστό» είναι σωστό. Δεν μπορεί να υπάρχει νομοτελειακός ιδεολογικός χώρος για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί να υπάρχει νομοτελειακή ηθική. Όπως η εκκλησία που εξέφραζε το δεύτερο σταδιακά αποχώρησε από τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αναπόφευκτα και η Αριστερά που εκφράζει το πρώτο, θα αποχωρήσει παρομοίως – κάτι που, τουλάχιστον στο πιο «πολιτισμένο» κομμάτι της Ευρώπης, συμβαίνει ήδη.

Ευτυχώς οι ιδέες, αλλά και οι πρακτικές εφαρμογές τους, μεταλλάσσονται συνεχώς προκειμένου να προσαρμοστούν στις οποιεσδήποτε κοινωνικές ανάγκες του παρόντος. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Αριστερά εδώ και 30 χρόνια μετουσιώνεται σε μία κοινωνική άσκηση πίεσης για περισσότερη δημοκρατία και φιλελεύθερες ιδέες, σε αντίθεση με τον ελληνικό αριστερό χώρο που συνεχώς οπισθοδρομεί και έχει απλά καταντήσει στον απόλυτο αρνητή των παντών. Η ελληνική Αριστερά έχει πλέον πάρει το ρόλο του ξεπερασμένου πολιτικάντη που μετράει ψηφαλάκια και προσπαθεί να γίνει αρεστός σε όσους περισσότερους γίνεται, απλοποιώντας όσο πιο λαϊκίστικα μπορεί το οποιοδήποτε σύνθετο ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο που τελικά η φράση του GW Bush, που η ίδια η Αριστερά κατέκρινε, «You’re either with us or against us», έχει πλέον υιοθετηθεί από τον ευρύτερο αριστερό χώρο. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο που ακόμα και σε τρανταχτές περιπτώσεις ολιγαρχικής, συντεχνιακής και διεφθαρμένης πρακτικής (Πχ ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ταξιτζήδες, κλπ), η ελληνική Αριστερά προτιμούσε τη σιωπή ή ακόμα και την υποστήριξη των συγκεκριμένων συντεχνιών από τον σαφή διαχωρισμό και την παραδοχή ταύτισης απόψεων με μία ενδεχόμενη κυβερνητική πολιτική.

Εάν η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η παγκόσμια παραδοχή αποτυχίας του δεν πτοεί τους συντηρητικούς Έλληνες Αριστερούς, ενδεχομένως μετά από αρκετές γενιές να αναγνωριστεί και η τοπική αποτυχία στη σύνθεση για χάρη της επίμονης και αψυχολόγητης αποδόμησης.


Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Το κουράσαμε

Στην ευρύτερη ελληνική επαρχία, και παρά τις επιταγές των αστικών κέντρων, έχει ακόμα ησυχία. Περνώντας από το καφενείο, θα ακούσεις μια δυο κουβέντες το πολύ για την κρίση και άλλες δέκα για τα χωράφια και τα κατσίκια της κυρά-Σταθούλας. Τα δελτία των 8 φαντάζουν απλά σαν την περιγραφή ενός κόσμου έξω από τα όρια του εδώ και της πραγματικότητας. Οι φάτσες στα παράθυρα των δελτίων που ωρύονται, υπάρχουν απλά για να κρατάνε παρέα στις ήσυχες νύχτες, και όχι για να ακουστεί στα σοβαρά η άποψή τους.

Την παρατήρησα κι εγώ τη μεταμόρφωση στον εαυτό μου. Μακριά από το θόρυβο της πληροφορίας και την περιφερόμενη αδρεναλίνη της πρωτεύουσας, τα τεκταινόμενα εντός και εκτός Βουλής δεν με αφορούν. Η φασαρία υφίσταται μόνο για αυτούς που βρίσκονται σε απόσταση ακοής από αυτή. Οι υπόλοιποι ζουν απλά τη ζωή τους με τα προσωπικά τους προβλήματα, ψάχνοντας διεξόδους σε καθαρά προσωπικό επίπεδο. Ορισμένες περιστασιακές επισκέψεις σε ενημερωτικά sites και blogs είναι τόσο σύντομες που στο επόμενο λεπτό ξεχνώ τι διάβασα. Ξέρω ότι διάβασα μία από τα ίδια.

Μέσα όμως σε αυτή την ησυχία της μικρής και ασήμαντης ελληνικής επαρχίας, μπορείς να δεις μία από τις χιλιάδες ρίζες αυτού του εξαμβλώματος που τείνει να κατασπαράξει ολόκληρη τη χώρα. Μικροσυμφέροντα και «κοτζαμπάσηδες» που συγκρούονται καθημερινά. Από τα πιο μικρά και ασήμαντα θέματα, μέχρι τα πιο σπουδαία. Η ανομία, η παραβατικότητα και η πόλωση των τοπικών κοινωνιών εξαπλώνεται με τόση άνεση και ταχύτητα, λες και κάποιος τις ταΐζει καθημερινά. Στο όνομα της απαισιοδοξίας, της ιδιοτέλειας και της κρίσης, οι απανταχού Έλληνες των τοπικών κοινωνιών ανακυκλώνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν δεκαετίες τώρα. Κοιτάνε την πάρτη τους, το συμφέρον τους και φτύνουν με όλη τους τη δύναμη προς το Κράτος. Όχι μόνο το σημερινό. Αυτό που πάντα έφτυναν και έβριζαν και οδήγησαν στη σημερινή του κατάσταση.

Οι «επαναστάτες» της άμεσης οχλοκρατίας στην πλατεία αρνούνται να δούνε αυτές τις μικρές λεπτομέρειες. Το ίδιο και οι πολιτικάντηδες που κρύβονται πίσω από τα έδρανά τους. Στις μεγάλες πόλεις, για κάποιο λόγο η ιδεολογία έχει ανώτερη - σημαντικότερη υπόσταση από την πραγματικότητα. Η τελευταία, πλέον, έχει θαφτεί κάτω από τόνους φωνών και κειμένων που έχουν πλημμυρίσει τον τόπο και δακρυγόνων που σκάνε αδιάκριτα.

Δεν είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε γιατί αρνούμαστε να δούμε κατάματα έστω και ένα από τα δέκα λάθη που μπορεί να κάνουμε σε καθημερινή βάση˙ τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικότερο επίπεδο. Περιμένουμε με ανυπομονησία τις καταστάσεις με τις οποίες μπορούμε να διαφωνήσουμε και όχι αυτές στις οποίες συμφωνούμε. Κοιτάζουμε καχύποπτα τους πάντες και ξεχειλίζουμε από υποκρισία. Λένε ότι δεν έχουμε καμία πολιτισμική συνέχεια από την αρχαία Ελλάδα, αλλά θα διαφωνήσω. Είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές στην τέχνη της υποκριτικής, τιμώντας έτσι με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο το αρχαίο Δράμα. Ξέρουμε να διαφωνούμε υψώνοντας τον τόνο της φωνής μας και να απειλούμε κουνώντας το δάχτυλο, διαρρηγνύοντας συνεχώς τα ιμάτιά μας. Την πραγματικότητα όμως αρνούμαστε να την κοιτάξουμε κατάματα. Την αφήνουμε να μας καταβάλλει και εμείς απλά πουλάμε μούρη ξεστομίζοντας ανούσιες ιδεολογίες και θούριους που τελικά δεν αφορούν κανένα.

Οι εξαιρέσεις, ευτυχώς, είναι πολλές, αλλά δεν θα τις δεις ούτε στα κανάλια, ούτε στις πλατείες. Οι εξαιρέσεις είναι αυτοί οι άνθρωποι χάρη στους οποίους κάποιοι έχουν ακόμα δουλειά και μισθό. Είναι αυτοί που επικεντρώνονται στο αντικείμενό τους και διαπρέπουν μακριά από τη φασαρία. Που εργάζονται σιωπηλά, καθημερινά όχι μόνο για την προσωπική τους ανάπτυξη αλλά εμμέσως και για ολόκληρου του τόπου. Είναι εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί και επαγγελματίες που χτίζουν χωρίς να λένε πολλά πολλά γιατί απλά εστιάζουν στις πράξεις τους και όχι στα λόγια τους.

Γνώρισα στα γρήγορα έναν τέτοιο στο καφενείο του χωριού. Τον λένε Σπύρο και είναι 86 χρονών παππούς. Ανάμεσα στους ήχους από τα ζάρια στο τάβλι και της κόρνας μίας περαστικής Mercedes ενός ντόπιου «κοτζαμπάση», άκουσα τον κυρ-Σπύρο να λέει: «‎Κατέβησαν οι νέοι στους δρόμους και τις πλατείες. Άλλοι βάλανε στολή, θαρρούν πως γινήκαν εξουσία, και άλλοι βάλανε μαντήλια, θαρρούν πως γινήκαν επαναστάτες. Κι εμείς γυρίσαμε στα χωράφια για να 'χουνε όλοι αυτοί να φάνε».


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...