Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Οι νόσοι του ελληνικού DNA ξαναχτυπούν


Εάν τελικά, στα πλαίσια της νεοελληνικής κοπαδοποίησης, ο Αύγουστος είναι ο μήνας όπου, λόγω μαζικών αδειών και καλοκαιρινής ραστώνης, θεωρούμε ότι για κάποιο λόγο τα γεγονότα παύουν να τρέχουν, τότε μάλλον δικαιολογείται και η τάση κάθε τέλη Ιουλίου ο δημόσιος λόγος να κατακλύζεται από ανούσιες διαμάχες για ανούσια θέματα. Αυτή η επιμονή να θέλουμε να δραματοποιήσουμε το τίποτα υπό την απειλή της καλοκαιρινής ουδετερότητας. Μην τυχόν και θιχτεί ο πατριωτισμός, το τσαγανό, η ιδεολογία και η ουτοπία που με τόσο πάθος υπερασπιζόμαστε τους υπόλοιπους μήνες.

Ίσως μέσα σε αυτό το πλαίσιο να εντάσσεται και η πρόσφατη εμμονή να υπεραναλύσουμε το «αμαρτωλό» tweet της Βούλας Παπαχρήστου σε βαθμό διαλεκτικού αυτισμού. Έναν βαθμό που ακόμα και αν κάποιος επέλεγε να μην παρακολουθήσει το θέμα, τελικά δέχεται τόσα απανωτά και γεμάτα ένταση ερεθίσματα από τα ΜΜΕ, τα social media και τον τυχαίο αραχτό στο καφενείο, που αναγκαστικά, λίγο πριν πάει για ένα μακροβούτι ξελαμπικαρίσματος, να νοιώθει την ανάγκη να βάλει και αυτός το ασήμαντο λιθαράκι του στην άβυσσο ματαιότητας του εν λόγω διαλόγου.

Και επειδή η θεματολογία του παρόντος ιστολογίου – ήτοι ο Ελληναράς, προστάζει να γίνει μία τοποθέτηση απέναντι στο «Ελληναρίστικο» φαινόμενο που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας και δίπλα στα αυτιά μας τα τελευταία δυο τρία 24ωρα, ας αναβάλουμε το μακροβούτι για ένα εικοσάλεπτο.

Άκουσε με λίγο αγαπητέ Ελληναρά: Το πρόβλημα δεν είναι αν η Βούλα είναι ή δεν είναι ρατσίστρια ή φαν της Χρυσής Ομελέτας. Το πρόβλημα είναι ότι απλά παραβίασε έναν κανονισμό, οπότε πρέπει να υποστεί τις οποίες συνέπειες. Μόνο αυτό και τίποτα άλλο. Αν η Βούλα είναι «παιδί του στίβου» που δεν έχει χρόνο για διάβασμα ή για να καλλιεργηθεί, ή αν είναι όντως ξενοφοβική, είναι δικό της πρόβλημα το οποίο το διαχειρίζεται όπως θέλει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως δεν το έχει η Βούλα, αλλά εσύ που δεν μπορείς με καμία Παναγία να κατανοήσεις την έννοια του «κανονισμού». Όχι αυτόν της ΔΟΕ στον οποίο εμπίπτει και ο αποκλεισμός της Βούλας, αλλά την ευρύτερη σημασία που εξυπηρετεί ένας οποιοσδήποτε κανονισμός.

Εμένα αυτό με συφιλιάζει. Όταν κάποιος θεωρεί αδιανόητες τις επιπτώσεις μίας παράβασης, και αμέσως δημιουργούνται ιδεολογικά στρατόπεδα είτε προς υπεράσπιση, είτε για κριτική απέναντί του. Αυτό το πράγμα που αδυνατούμε να υποστούμε συνέπειες υπεύθυνα και τρέχουμε αμέσως να βρούμε την πιο έτοιμη συναισθηματική δικαιολογία που θα μας δικαιώσει στα μάτια… ποιανού τελικά; Τον πατριωτισμό μας, την εφηβεία μας, την υπερπροσπάθειά μας. Αυτό, που όλοι πρέπει να έχουμε γνώμη για τα πάντα και να περιπλέκουμε υποκειμενικές αντιλήψεις με σαφείς αντικειμενικές διαδικασίες. Αυτό, που θεωρούμε την τιμωρία ως κάποιο υποχθόνιο σχέδιο και όχι ως ευκαιρία αυτοκριτικής και αναλογισμού των σχετικών ευθυνών. Αυτό το «ναι μεν, αλλά…». Το ξερασματικό: «Τόσα και τόσα προβλήματα έχουμε, αυτό σε μάρανε;». Όλα αυτά τα γνωστά χαρακτηριστικά του γνήσιου, ελληνικού DNA μας, που με τόσο καμάρι προτάσσουμε σε κάθε ευκαιρία. Ιδίως σε αυτή που έχουμε τη δυνατότητα έστω και για λίγο να προβάλλουμε το εθνικιστικό μας κόμπλεξ διεθνώς.

Ας συζητήσουμε την ορθότητα του κανονισμού για όσες ώρες θες. Όχι όμως τις ευαισθησίες και τις ενδεχόμενες δικαιολογίες της Βούλας. Αυτές ας τις κατανοήσει μόνη της. Ας επιλέξει η ίδια αν θέλει την φοβερή βοήθεια των «βαθυστόχαστων» σχολιασμών μας και του μαμαδίστικου ελέους της «κοινής γνώμης» και των υπερπατριωτικών ΜΜΕ.


Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Κανίβαλοι, ε κανίβαλοι!


«Όσα κοστίζουν μια δραχμή,
για άλλους κοστίζουν μια ζωή.
Δεν είναι κρίμα;» 
- Σ. Μάλαμας

Πριν δύο μήνες, και με αφορμή την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα, είχα γράψει:

«Δεν γνωρίζω ούτε εγώ, ούτε εσύ τι περιτριγυρίζει το μυαλό ενός ανθρώπου που αυτοκτονεί. Ασχέτως του τι γράφουν τα σημειώματα αυτοκτονίας, οι συνθήκες, αλλά και οι ψυχικές διαδικασίες που οδηγούν κάποιον άνθρωπο στην αυτοκτονία, είναι πολύ πιο σύνθετες από τις κλασσικές τσιτάτες παπαριές των «αγανακτισμένων», «δενμπληρωνάδων», και λοιπών επαναστατών της Αυγουστιάτικης ξαπλώστρας. Αν μη τι άλλο, από σεβασμό στον νεκρό και μόνο, κράτα τα τσιτάτα για την πάρτη σου. Μην μονοπωλείς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τον ίδιο τρόπο που οι «Καμένοι Έλληνες» μονοπωλούν τον πατριωτισμό.»

Οι μέρες πέρασαν, κάποια στατιστικά για αύξηση των αυτοκτονιών βγήκαν στη φόρα και ο ελληνικός δημόσιος λόγος επέστρεψε στην παλιά καλή συνήθεια του ξεκατινιάσματος, άνευ κοινώς αποδεκτής βάσης. Δηλαδή, οι αλλοπρόσαλλες ιαχές για χάρη των ιαχών και όχι της πραγματικής ανάλυσης των γεγονότων.

Υπάρχουν δύο όψεις στην προσέγγιση μίας αυτοκτονίας. Η μία είναι η επιστημονική, αυτή δηλαδή που μελετάει στατιστικά συμπεράσματα, κλινικές, νευρολογικές και κοινωνιολογικές έρευνες, και η άλλη είναι η πιο «ανθρώπινη», αυτή δηλαδή που βάζει το συναισθηματικό και ψυχικό παράγοντα στην όλη εξίσωση. Το να προσπαθεί κανείς να διαχωρίσει αυτές τις προσεγγίσεις, είναι σα να προσπαθεί να διαχωρίσει την τεχνοτροπία ενός έργου τέχνης από την αίσθηση που δημιουργεί αυτό στον θεατή. Μπορείς να αναλύσεις είτε το ένα είτε το άλλο, αλλά στο τέλος για την πληρέστερη περιγραφή του έργου, θα πρέπει να αναλύσεις και τα δύο.

Πριν περίπου 7 χρόνια, αυτοκτόνησε ένας συμμαθητής που ήξερα από το Δημοτικό. Δεν έμαθα ποτέ τις πραγματικές αιτίες ή για την ακρίβεια δεν έμαθα ποτέ τι σκέψεις έκανε ακριβώς την ώρα που έριξε το σάλτο από την ταράτσα. Την αλυσίδα των ψυχικών γεγονότων που τον οδήγησαν εκεί, μπορώ να την υποψιαστώ, αλλά ακόμα και τότε, δεν τολμούσα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα. Αν ένας δημοσιογράφος έκανε έρευνα, θα τον περιέγραφε με τα γνωστά κλισέ των ΜΜΕ... «Χαμογελαστός, με αρκετά λεφτά, όμορφος άντρας και πολλά ενδιαφέροντα». Και θα έπεφτε διάνα. Πάνω κάτω έτσι ήταν. Το κενό που μένει στην σκέψη μεταξύ αυτού του είδους ανθρώπου και την αυτοκτονία, είναι κάτι που τα ΜΜΕ ξέρουν καλά πώς να πουλήσουν, αφήνοντας τον θεατή να απορεί και να προσπαθεί να βγάλει άκρη. Και αυτό το κενό μπορεί πολλές φορές να εξηγηθεί επιστημονικά, αλλά για έναν δημοσιογράφο, αυτό δεν θα ήταν επικερδές. Θα κατέστρεφε τον συναισθηματισμό και τα οποιαδήποτε παράγωγα αυτού, που στην τελική πουλάνε καλύτερα.

Τη σημερινή περίοδο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η αυτοκτονία,  εκτός από δημοσιογραφική, προσφέρεται και για πολιτική εκμετάλλευση. Και επειδή στο τέλος, που να χτυπιόμαστε όλοι κάτω, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε την ακριβή αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν έναν άνθρωπο στην αυτοκτονία, προτιμούμε την εύκολη λύση της συναισθηματικής ανάλυσης αντί του συνδυασμού συναισθηματικής και επιστημονικής.

Μπορεί μία οικονομική κρίση να είναι υπεύθυνη για μία αυτοκτονία; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αν ίσχυε το «ναι» 100%, τότε σε μία παγκόσμια κλίμακα θα έπρεπε να βλέπουμε τις φτωχές χώρες πρώτες στη λίστα αυτοκτονιών, ανεξαρτήτως φύλου. Τελικά όμως έχουμε μία ανάμεικτη εικόνα και μάλιστα με τους άντρες να αυτοκτονούν σε πολλαπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τις γυναίκες. Αν ίσχυε το «όχι» 100%, τότε θα έπρεπε να εξηγήσουμε την εντυπωσιακή άνοδο των αυτοκτονιών στη χώρα μας τους τελευταίους μήνες. Και στην τελική ποια αυτοκτονία έχει μεγαλύτερη «αξία»; Αυτή που γίνεται λόγω οικονομικής κρίσης, ερωτικής απογοήτευσης, διπολικής διαταραχής ή αποτυχίας στις πανελλαδικές; Ποιος είναι αυτός ο σούπερ ξερόλας που θα μας φορτίσει όλους τόσο πολύ συναισθηματικά ώστε να δίνουμε διαφορετική βαρύτητα σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις;

Δεν μου κάνει τόσο εντύπωση, που οι αυτοκτονίες έγιναν ξαφνικά αγαπημένο θέμα κοινωνικού αντίλογου. Ίσα ίσα που θα ανησυχούσα αν ένα τόσο συναισθηματικά φορτισμένο φαινόμενο πέρναγε ανέγγιχτο από το νεοελληνικό μας τρόπο επικοινωνίας. Εντύπωση μου κάνει η ευκολία με την οποία μιλάμε για αυτό το ζήτημα. Πως καταρρίπτουμε την επιστήμη, ή τον ίδιο τον άνθρωπο για χάρη των επιχειρημάτων μας. Πως μιλάμε με τόση σιγουριά για ένα τόσο προσωπικό και σύνθετο θέμα όπως η αυτοκτονία λες και έχουμε τη διπλή ιδιότητα ενός νευροψυχολόγου και ενός γονιού του οποίου το παιδί αυτοκτόνησε.

Αφήστε τους νεκρούς στην ησυχία τους. Υπάρχουν πεδία αντιπαραθέσεων για πολιτικά, ιδεολογικά, ανθρώπινα και επιστημονικά ζητήματα μακριά από τον «ζωτικό» χώρο της αξιοπρέπειας και του σεβασμού που θα έπρεπε να δείχνουμε απέναντι στους αυτόχειρες. Επιστρέψτε στην προσπάθεια να διαφωνείτε με σοβαρή επιχειρηματολογία και αφήστε τους κανιβαλισμούς στην άκρη. Όλοι στην ίδια κοινωνία ζούμε και όλοι λίγο πολύ, αντιμέτωποι με τις ίδιες δυσκολίες και ανησυχίες βρισκόμαστε.


Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Ubi Dubium Ibi Libertas


Ατομική ευθύνη. Από εκεί ξεκινάνε και εκεί τελειώνουν όλα. Έχοντας ατομική ευθύνη, πάντα κριτικάρεις τον εαυτό σου πριν κριτικάρεις τον άλλο. Μέσω αυτής της διαδικασίας, μαθαίνεις από τα δικά σου λάθη, παρατηρείς, εξελίσσεσαι, αναπτύσσεσαι.

Αν είσαι ΟΚ με τον εαυτό σου, κατά μία πολύ μεγάλη πιθανότητα είσαι ΟΚ και με το περιβάλλον σου. Μπορεί να έχεις σπουδάσει ή να έχεις μελετήσει το σύμπαν, μπορεί να έχεις γυρίσει τον κόσμο και να έχεις γράψει και δέκα βιβλία. Αν δεν είσαι ΟΚ μέσα σου, αναγκαστικά θα έχεις και θέματα προς τα έξω, ακόμα και αν έχεις την καλύτερη αναλυτική ικανότητα. Δεν μπορείς ποτέ να κάνεις κάτι καλύτερο για έναν συνάνθρωπο αν δεν έχεις στρώσει πρώτα τον εαυτό σου. Στην αλληλεγγύη, ισχύει το βασικό μάθημα που ισχύει και σε κάθε ανθρώπινη σχέση. Ο πιο σταθερός μπορεί να βοηθήσει αυτόν που παραπαίει, όχι το αντίστροφο. Προσπαθώντας να προστατεύσεις τον εαυτό σου που τον σέβεσαι, βρίσκεις τρόπους και λύσεις να εξελίσσεσαι και να αναπτύσσεσαι ώστε να συνεχίζεις να τα έχεις καλά μαζί του. Αναπόφευκτα, σε αυτή την πορεία προσφέρεις και στους άλλους και παράγεις θετικό έργο προς την κοινωνία. Αν δεν σέβεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, είναι αδύνατο να επιδείξεις πραγματικό σεβασμό προς οποιονδήποτε άλλο. Και το δυστύχημα είναι ότι πολύς κόσμος θεωρεί ότι σέβεται τον εαυτό του ενώ συνήθως απλά τον λυπάται.

Κάπως έτσι έχουμε πλημμυρίσει από μιζέρια. Όχι τα τελευταία χρόνια, εν μέσω κρίσης. Η μιζέρια στην Ελλάδα υπάρχει αιώνες τώρα. Απλά τις τελευταίες δεκαετίες καταφέραμε και την σκεπάσαμε στα γρήγορα με κάποιες επίπλαστες ανέσεις. Τώρα που κόβονται οι ανέσεις, ξαναβάλαμε την παλιά καλή μίζερή μας φάτσα. 

Κάπως έτσι εκνευρίζομαι με τον εύκολο αλτρουισμό από ανθρώπους που δεν αγαπάνε ούτε τους ίδιους τους εαυτούς τους. Ευφάνταστοι υποκριτές που γνωρίζουν τι είναι καλύτερο για τον άλλο, αλλά είναι ανίκανοι να εφαρμόσουν το καλύτερο για τους ίδιους. Άνθρωποι που δεν έχουν δουλέψει ποτέ τους και έχουν άποψη για την εργασία. Άνθρωποι που δεν έχει χρειαστεί ποτέ να ζήσουν με 400 ευρώ το μήνα και ενοίκιο, μακριά από οικογενειακά στηρίγματα και ασκούν ταξική αλληλεγγύη αφ’ υψηλού.

Στην Ελλάδα γίνεται μία διαρκής, ανακυκλούμενη μετάθεση ευθυνών σε τρίτους. Είτε στο Κράτος, είτε σε ιδεολογικούς και πολιτικούς αντιπάλους, είτε στον γείτονα, είτε ακόμα και στον άγνωστο περαστικό. Υπό τέτοιες συνθήκες είναι αδύνατη οποιαδήποτε ανάπτυξη ή οποιαδήποτε ιδεολογική επανάσταση πέρα από τα κλισέ τσιτάτα που ακούμε εδώ και δεκαετίες από τους ίδιους πολιτικούς χώρους. Κλισέ! Ο ίδιος πολιτικός λόγος, οι ίδιες ανούσιες διαμάχες, η ίδια κατινίστικη δημοσιογραφία. Οι ίδιοι καυγάδες για χάρη του καυγά και όχι της δημιουργικής αντιπαράθεσης.

Για να καταλάβεις σε πόση ιδεολογική σύγχυση βρισκόμαστε ως κοινωνία, δες πως και με τι μέσα εκφράζονται τα ρεύματα του φιλελευθερισμού και του αναρχισμού. Οι δύο πιο κοντινές ιδεολογίες, στην Ελλάδα βρίσκονται στα δύο πιο ακραία αντίπαλα στρατόπεδα, μετά από συνεχιζόμενα άκυρα πολιτικά γαρνιρίσματα μίας συντηρητικής αριστεράς, κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 20ου αιώνα. Τα ιδανικά της ελευθερίας, με κάποιον αρρωστημένο και κομπλεξικό τρόπο διαστρεβλώθηκαν έτσι ώστε να θεωρούνται αντικείμενα φθόνου και ταξικού μίσους.

Στην Ελλάδα χρειαζόμαστε ένα Κράτος σε ρόλο «Πατερούλη» για να καλύπτει όλες τις ανάγκες μας, μία Εκκλησία σε ρόλο ηθικού δασκάλου, για να συγχωρεί τις αμαρτίες μας, και μία σφιχτή οικογένεια για να μας προστατεύει πάντα και να μας στηρίζει στα πόδια μας. Τα δικά μας πόδια. Μη κρίνεις από τον εαυτό σου. Δες το γενικότερο μοντέλο.

Μιλώντας για μένα, δεν έχω ιδέα σε τι στάδιο βρίσκομαι. Γνωρίζω τα ελαττώματά μου και τα προτερήματά μου και πάντα προσπαθώ να φέρω το ισοζύγιο υπέρ των δεύτερων, αν και γνωρίζω ότι μέχρι και τον θάνατό μου, πάντα αρκετά από τα πρώτα θα παραμένουν εκεί. Αυτές οι ανομοιομορφίες είναι όμως που μας κάνουν ανθρώπους και που μας διαφοροποιούν πχ από την ομοιογένεια και την επικινδυνότητα ενός στρατού… ή ενός λαού.

Με ενοχλεί αφάνταστα η αναφορά σε έναν γενικό και αόριστο «λαό». Η λέξη «λαός» δεν περιγράφει διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές φιλοδοξίες, αλλά μία ομοιογενή μάζα που βρίσκεται στο έλεος του κάθε δημαγωγού ή δικτάτορα ή κάποιου ευφάνταστου δόγματος. Αυτή η βολική απλούστευση των ανθρώπινων ομάδων, έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν πάντα για να καταπιέζει τους ανθρώπους ή για να αναδείξει «πεφωτισμένους» ηγέτες που έχουν την ικανότητα να εκπροσωπούν τον «λαό». Στην δική μου θεώρηση πραγμάτων, δεν υπάρχει πιο καταπιεστικό πράγμα από τον «λαό» και τα «λαϊκά» τεκταινόμενα. Προτιμώ να μιλάω για κοινωνίες, ή ανθρώπινα σύνολα, για πολυπολιτισμικές ομάδες, αλλά ποτέ για «λαούς». Γι’ αυτό όταν γενικεύω, φροντίζω πάντα να ξεκαθαρίζω ότι το κάνω για χάρη της καλύτερης κατανόησης και όχι απαραίτητα της πραγματικότητας.

Το μίσος ποτέ δεν ωφέλησε κανέναν, ούτε ως ανταποδοτικό, ούτε ως διδακτικό μέσο. Το μίσος μπορεί να προέλθει μόνο από συναισθηματικές συνθήκες και όχι από ορθολογικές. Ο συναισθηματισμός είναι υπέροχο πράγμα, κυρίως όταν τον βιώνεις σε προσωπικό επίπεδο. Μπορείς να ταξιδεύεις με το μυαλό, να εκφράζεσαι καλλιτεχνικά, να προβληματίζεσαι σε πιο βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα, και φυσικά να τα μοιράζεσαι όλα αυτά με το περιβάλλον σου. Όταν όμως προσπαθείς να εντάξεις τον συναισθηματισμό σε πιο σύνθετες και εξορθολογισμένες έννοιες όπως το πολίτευμα, η οικονομία ή η πολιτική αναπόφευκτα θα σκάσεις σε αδιέξοδα. Διότι οι νομικές διαδικασίες έχουν πάντα το δίκαιο κατά νου και όχι την ευτυχία ή την ευθυμία. Στην ιδανική κοινωνία, αυτές οι διαδικασίες θα ταυτίζονταν άμεσα με τις ξεχωριστές ανάγκες του κάθε ανθρώπου. Αυτό όμως που έχουμε διδαχτεί από την ιστορία, και αυτό που βιώνουμε και σήμερα, δείχνει ότι τελικά βρισκόμαστε αρκετά μακριά από μία τέτοια ιδανική κοινωνία. Όχι επειδή έχουμε ιδεολογικές διαφορές, αλλά επειδή διαφέρουμε ως άνθρωποι. Και αυτή η διαφορετικότητα υπακούει στους φυσικούς και όχι μόνον στους πολιτισμικούς νόμους.

Αν αραιώνουν οι αναρτήσεις μου, δεν είναι λόγω καλοκαιρινής ραστώνης ή αδιαφορίας για τα κοινά και την επικαιρότητα. Είναι γιατί η επικαιρότητα στη μορφή που είναι σήμερα, είναι απλά στασιμότητα. Χωρίς ιδέες, προκλήσεις και κοινωνικές ζυμώσεις, πέρα από την ανησυχητική ενίσχυση των άκρων. Είναι γιατί όσο κλισέ έχουν γίνει όσα προανέφερα, τόσο κλισέ έχει καταντήσει και η πλειοψηφία του διαδικτυακού διαλόγου που ψάχνει απλά αφορμή για καυγάδες και όχι για έμπρακτη δημιουργία. Οι αμφισβητήσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία κρίσιμη μάζα για να φέρει μία ανάσα αισιοδοξίας και δημιουργίας, αντί γκρίνιας και μιζέριας, κινούνται στα ίδια κλισέ πλαίσια που συνεχώς αφορούν και λιγότερους. Σε αυτό το κλισέ παιχνίδι δεν μπορώ να συμμετέχω επ’ άπειρω. Ίσως το σταματήσω και εδώ, δεν ξέρω.

Άλλωστε για να έχεις την αντικειμενικότερη δυνατή εικόνα του χορού, πρέπει να βγεις από αυτόν και για λίγο. Να τον χαζέψεις από ψηλά, να δεις τις κινήσεις που κάνει ο κάθε χορευτής, να καταλάβεις τι σχήμα έχει και σε τι μουσική υπακούει.


Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Ησυχία


Μεταφέρω εδώ αυτούσιο το status που έγραψα στο facebook μία ημέρα ακριβώς πριν τις εκλογές της 17ης Ιουνίου:

«Η αυριανή βραδιά δεν θα είναι ευχάριστη. Ανεξαρτήτως ποσοστιαίας πρωτιάς, θα δούμε την λαϊκή νομιμοποίηση της συντήρησης, της ξενοφοβίας, του υπερεθνικισμού, της ανευθυνότητας, του λαϊκισμού, της εθνικής απομόνωσης και της βίας. 

Δεν τρέφω πια αυταπάτες για την κατάντια μας, και επειδή όλα αυτά θέλουν πολλά χρόνια για να απαλειφθούν, από αύριο θέλω να εστιάσω στην κόρη μου. Να της εξηγήσω πως αν και η δική μου γενιά τα σκάτωσε και είναι υπεύθυνη για το μέλλον της, αυτή θα πρέπει να πάρει πολλά εφόδια για να ανταπεξέλθει στην εξέλιξή της και αν είναι δυνατόν, όταν μεγαλώσει να ψάξει μία καλύτερη κοινωνία για να φτιάξει τη δική της ζωή.

Κυρίως όμως, όταν φτάσει στην κατάλληλη ηλικία θα πρέπει να της εξηγήσω ότι στην Δημοκρατία, ανεξαρτήτου αποτελέσματος, οι αποφάσεις της κοινωνίας πρέπει να είναι σεβαστές και ότι αν θέλει να φτιάξει κάτι διαφορετικό, θα πρέπει να "πολεμάει" πάντα στα πλαίσια σεβασμού αυτών των αποφάσεων».

Σε tweet που έστειλα λίγο μετά τα exit polls που έγραφε «Ο ελληνικός λαός μίλησε… από τον κώλο», έλαβα μία απάντηση «Τί αποτέλεσμα θα ήταν πιο λογικό;». Τίποτα δεν θα ήταν πιο λογικό. Για τον ελληνικό τρόπο σκέψης, αυτό ήταν το λογικότερο αποτέλεσμα. Το αν είναι καλό, θετικό ή δεν ξέρω ‘γω τι, είναι άλλο θέμα. Εκεί βρισκόμαστε σε βαθιά σύγχυση που έχουμε όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας. Μπερδεύουμε το λογικό με το σωστό. Μπερδεύουμε την δική μας κοσμοθεωρία με το γενικότερο συμφέρον της κοινωνίας. Μπερδεύουμε την ουτοπία με την πραγματικότητα, και τον λαό με τα εκατομμύρια διαφορετικών ατόμων που απαρτίζουν έναν λαό.  Έτσι μπαίνουν εύκολα οι παρωπίδες, και έτσι δικαίως αποκαλούμαστε ο «λαός με μνήμη χρυσόψαρου».

Αυτή τη φορά δεν θα πάρω το ρόλο του υπερόπτη κυνικού ξερόλα, που γνωρίζω ότι εκνευρίζει αρκετούς. Θα αφήσω τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους και να μας δείξουν τι συμβαίνει όταν μία Βουλή συντίθεται από 85% αγνό λαϊκισμό, εκ των οποίων, ένα 7% αποτελείται από μία ναζιστική συμμορία του υποκόσμου. Να δούμε τι θα συμβεί τώρα που άρχισε να στερεύει η συνομωσιολογία που εξάντλησε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Τώρα που αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την πολυπλοκότητα μίας οικονομικής κρίσης που έχει διαφορετικές επιπτώσεις σε διαφορετικές χώρες και που εμείς εδώ ακόμα αρνούμαστε να την δούμε στην πραγματική της υπόσταση.

Η πραγματικότητα όμως, πάντα επιβάλλεται στο τέλος και η επιβίωση και η προσωπική μας ανάπτυξή, παραμένουν πάντα το ζητούμενο, ανεξάρτητα της ιδεολογίας που «πουλάμε» στα social media και στους δρόμους. Δύο χρόνια τώρα αναλωθήκαμε να μιλάμε στο όνομα του λαού ή της χώρας. Και όσο ο αναβρασμός φούντωνε και ο φασισμός κατέκλυζε την κοινωνία, τόσο ανούσιο φαινόταν αυτό που συνέβαινε. Για να γίνει τι; Να έχουμε έναν γύρο εκλογών, να αναδειχτούν ακόμα πιο περίλαμπρα η σαπίλα και ο λαϊκισμός της ελληνικής δεξιάς και αριστεράς, και τελικά να έχουμε δεύτερο γύρο για να δούμε ακόμα πιο παρανοϊκά μυαλά μέσα στο κοινοβούλιο και το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.

Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκλογές των χρόνων της μεταπολίτευσης, που πάντα θεωρούνταν κρίσιμες, επήλθε και η εξάντληση. Αναγκαστικά, αν φωνάζεις όλη την ώρα θα βραχνιάσεις και θα χρειαστείς κάποιο χρόνο σιωπής για να μπορέσεις να ξαναμιλήσεις. Την κοινωνική φούσκα που έσκασε όμως, δύσκολα θα την ξεχάσεις. Ακόμα και αν αύριο έβρεχε λεφτά από τον ουρανό, και όλοι σιωπούσαν σαν τον παλιό «καλό» καιρό, η ασχήμια που βγήκε στην επιφάνεια αυτή την τελευταία περίοδο, δύσκολα ξεχνιέται. Και τα μυαλά που πρέπει να αλλάξουν, είναι πολύ περισσότερα.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...