Ένας άντρας μπήκε στο σταθμό μετρό L’Enfant Plaza της Washington DC και άρχισε να παίζει βιολί. Ήταν ένα ψυχρό πρωινό του Ιανουαρίου. Έπαιξε έξι κομμάτια Bach για περίπου 45 λεπτά. Καθώς ήταν ώρα αιχμής, υπολόγιζε ότι χιλιάδες άνθρωποι θα περνούσαν από μπροστά του κατά τη διάρκεια της «συναυλίας».
Μετά από τα πρώτα τρία λεπτά, ένας μεσήλικας πρόσεξε ότι υπήρχε ένας μουσικός στο σταθμό που έπαιζε βιολί. Επιβράδυνε για λίγο το βήμα του, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά επιτάχυνε πάλι για τη δουλειά του.
Ένα λεπτό αργότερα, ο βιολιστής έλαβε το πρώτο του δολάριο, καθώς μία κυρία έριξε τα χρήματα μπροστά του χωρίς να σταματήσει το περπάτημα.
Λίγα λεπτά αργότερα, κάποιος ακούμπησε για λίγο στον τοίχο για να ακούσει πιο προσεκτικά, αλλά σε λίγο κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να περπατάει. Προφανώς είχε αργήσει για τη δουλειά του.
Ο μόνος που έδωσε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν ένα 3-χρονο παιδί. Η μητέρα του έκανε νόημα για να συνεχίσουν, αλλά το παιδί είχε σταματήσει μπροστά από το βιολιστή και παρακολουθούσε προσεκτικά. Τελικά η μητέρα τράβηξε το παιδί και αυτό έφυγε, γυρνώντας πίσω συνεχώς το κεφάλι του.
Κατά τη διάρκεια των 45 λεπτών που έπαιζε ο μουσικός, μόνο έξι άτομα σταμάτησαν και άκουσαν για λίγο. Περίπου είκοσι άτομα έδωσαν βιαστικά λεφτά, καθώς συνέχισαν να περπατάνε. Όταν ο μουσικός σταμάτησε, και η σιωπή έπεσε στο σταθμό, κανείς δεν το παρατήρησε. Κανείς δεν χειροκρότησε και προφανώς κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Κανείς δεν το ήξερε, ότι ο βιολιστής ήταν ο Joshua Bell, ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου. Έπαιζε έξι από τα πιο δύσκολα και έντονα κομμάτια με ένα χειροποίητο βιολί Antonio Stradivari του 1713, αξίας $3,5 εκατομυρίων.
Δύο μέρες πριν την «παράστασή» του στο μετρό, ο Joshua Bell είχε κάνει sold-out σε ένα θέατρο της Βοστόνης όπου η μέση τιμή εισιτηρίου ήταν $100.
Το όλο εγχείρημα της παράστασης στο μετρό, διοργανώθηκε από την εφημερίδα «Washington Post» στα πλαίσια ενός κοινωνικού πειράματος σχετικά με την αντίληψη, τα γούστα και τις προτεραιότητες των ανθρώπων, πριν από περίπου δύο χρόνια.
Το τελικό συμπέρασμα: Ο κόσμος προτίθεται να ξοδέψει πολλά περισσότερα χρήματα, εφόσον δίνει αξία στον τόπο και χρόνο ενός γεγονότος, ενώ δεν δίνει καθόλου προσοχή στo ίδιο γεγονός εφόσον αυτό συμβαίνει σε «ακατάλληλα» μέρη ή ώρες, σύμφωνα με τα γούστα του κόσμου. Κοινώς, η υπεραξία ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας, δεν εξαρτώνται μόνο από αυτόν που τα πουλάει. Επίσης η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, καθορίζεται κυρίως από εμάς τους ίδιους και όχι την αντικειμενική τους υπόσταση. Περισσότερα για το συμβάν, μαζί με σχετικά βίντεο, στο άρθρο της Washington Post.
Μετά από τα πρώτα τρία λεπτά, ένας μεσήλικας πρόσεξε ότι υπήρχε ένας μουσικός στο σταθμό που έπαιζε βιολί. Επιβράδυνε για λίγο το βήμα του, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά επιτάχυνε πάλι για τη δουλειά του.
Ένα λεπτό αργότερα, ο βιολιστής έλαβε το πρώτο του δολάριο, καθώς μία κυρία έριξε τα χρήματα μπροστά του χωρίς να σταματήσει το περπάτημα.
Λίγα λεπτά αργότερα, κάποιος ακούμπησε για λίγο στον τοίχο για να ακούσει πιο προσεκτικά, αλλά σε λίγο κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να περπατάει. Προφανώς είχε αργήσει για τη δουλειά του.
Ο μόνος που έδωσε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν ένα 3-χρονο παιδί. Η μητέρα του έκανε νόημα για να συνεχίσουν, αλλά το παιδί είχε σταματήσει μπροστά από το βιολιστή και παρακολουθούσε προσεκτικά. Τελικά η μητέρα τράβηξε το παιδί και αυτό έφυγε, γυρνώντας πίσω συνεχώς το κεφάλι του.
Κατά τη διάρκεια των 45 λεπτών που έπαιζε ο μουσικός, μόνο έξι άτομα σταμάτησαν και άκουσαν για λίγο. Περίπου είκοσι άτομα έδωσαν βιαστικά λεφτά, καθώς συνέχισαν να περπατάνε. Όταν ο μουσικός σταμάτησε, και η σιωπή έπεσε στο σταθμό, κανείς δεν το παρατήρησε. Κανείς δεν χειροκρότησε και προφανώς κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Κανείς δεν το ήξερε, ότι ο βιολιστής ήταν ο Joshua Bell, ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου. Έπαιζε έξι από τα πιο δύσκολα και έντονα κομμάτια με ένα χειροποίητο βιολί Antonio Stradivari του 1713, αξίας $3,5 εκατομυρίων.
Δύο μέρες πριν την «παράστασή» του στο μετρό, ο Joshua Bell είχε κάνει sold-out σε ένα θέατρο της Βοστόνης όπου η μέση τιμή εισιτηρίου ήταν $100.
Το όλο εγχείρημα της παράστασης στο μετρό, διοργανώθηκε από την εφημερίδα «Washington Post» στα πλαίσια ενός κοινωνικού πειράματος σχετικά με την αντίληψη, τα γούστα και τις προτεραιότητες των ανθρώπων, πριν από περίπου δύο χρόνια.
Το τελικό συμπέρασμα: Ο κόσμος προτίθεται να ξοδέψει πολλά περισσότερα χρήματα, εφόσον δίνει αξία στον τόπο και χρόνο ενός γεγονότος, ενώ δεν δίνει καθόλου προσοχή στo ίδιο γεγονός εφόσον αυτό συμβαίνει σε «ακατάλληλα» μέρη ή ώρες, σύμφωνα με τα γούστα του κόσμου. Κοινώς, η υπεραξία ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας, δεν εξαρτώνται μόνο από αυτόν που τα πουλάει. Επίσης η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, καθορίζεται κυρίως από εμάς τους ίδιους και όχι την αντικειμενική τους υπόσταση. Περισσότερα για το συμβάν, μαζί με σχετικά βίντεο, στο άρθρο της Washington Post.