Ένα κυριακόβραδο, από αυτά που όλα τριγύρω δεν βγάζουν και πολύ νόημα, καθόμουν και σκεφτόμουν πώς μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Πώς να επηρεάσω τους ανθρώπους να σκεφτούν πιο «σωστά» και πιο «ανθρώπινα». Πώς να καταφέρω να δείξω στην υπόλοιπη κοινωνία τα όνειρα που έχω για το μέλλον μου, και τα παιδιά μου, ώστε αυτά να μεγαλώσουν σε μία ομορφότερη και πιο δίκαια κοινωνία. Πώς να εκφράσω την οργή και τον πόνο μου, για αυτά που δεν μου αρέσουν και «βρωμίζουν» τη ζωή μου.
Και τότε μου ήρθε μία καταπληκτική ιδέα. Θα διέδιδα σε έναν κλειστό κύκλο, ότι μία συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, θα κατέβουμε όλοι στην κεντρική πλατεία της πόλης και ο καθένας θα καταστρέψει από ένα πράγμα που δεν του αρέσει. Από ένα πράγμα που κάνει τη ζωή του πιο μίζερη και που το θεωρεί κύριο υπαίτιο για τη δυστυχία του.
Έτσι και έκανα. Άρχισα να διαδίδω το νέο από στόμα σε στόμα. Πίστευα ότι αν μαζευόμασταν 50 – 100 άτομα, θα κάναμε μία σπουδαία κίνηση τόσο από συμβολικής άποψης, όσο και για προσωπική ανακούφιση.
Το νέο όμως ξέφυγε. Σύντομα άρχισε να διαδίδεται με αφίσες, με μηνύματα, μέσω του διαδικτύου. Όλοι οι κάτοικοι σιγομουρμούριζαν για αυτή την ημερομηνία και ώρα.
Μέσα σε λίγες μέρες, όλοι οι κάτοικοι της πόλης ήξεραν για το σχέδιο. Ακόμα και οι κυβερνώντες. Ακόμα και η αστυνομία. Κανείς όμως δεν έκανε κάποια δήλωση ή κίνηση. Όλη η πόλη περίμενε να έρθει εκείνη η μέρα, όπου ο καθένας θα κατέστρεφε αυτό που τον χάλαγε, που τον καταπίεζε και που θεωρούσε υπαίτιο για τη δυστυχία του.
Και εκείνη η μέρα ήρθε. Μέσα σε λίγες ώρες, όλοι οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην κεντρική πλατεία, και περίμεναν να έρθει η σωστή ώρα. Και όταν το ρολόι χτύπησε ακριβώς, ο καθένας άρχισε να σπάει και να καίει αυτό που τον χάλαγε. Αυτό που θεωρούσε υπαίτιο για τη δυστυχία του.
Ένας τύπος έβαλε φωτιά στη Βουλή. Ένας άλλος έσπασε το μαγαζί του ανταγωνιστή του. Άλλος έβαλε φωτιά στο φανάρι που πάντα τον καθυστερούσε για τη δουλειά του. Ένας έσπασε το στερεοφωνικό του γείτονα που δε τον άφηνε να κοιμηθεί. Κάποιος άλλος έκαψε το σπίτι της καθηγήτριας που του έβαζε κακούς βαθμούς. Άλλος, έκαψε τα δέντρα μπροστά από τη βεράντα του που του έκοβαν τη θέα. Ένας πολιτικός, σκότωσε τον αντίπαλό του. Εργαζόμενοι επιτέθηκαν στα αφεντικά τους, και τα αφεντικά στους κακούς υπαλλήλους τους. Ένας επιχειρηματίας, κατέστρεψε τον αρχαίο ναό που εμπόδιζε την ανέγερση του ξενοδοχείου του, και ένας αρχαιολόγος έβαλε φωτιά σε όλα τα κτίρια δίπλα από το ναό. Ένας αστυνομικός πυροβόλησε έναν πιτσιρικά. Ένας άλλος πιτσιρικάς άνοιγε το κεφάλι του πατέρα του.
Ο καθένας κατέστρεψε μόνο από ένα πράγμα. Μέσα σε λίγη ώρα, δεν έμεινε τίποτα όρθιο και κανένας ζωντανός.
Η ιδέα μου για ένα καλύτερο μέλλον, με έναν πιο «ανθρώπινο» πολιτισμό εξαφανίστηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Και καθώς σιγόκλεινα τα μάτια μου με την απορία, όλα ξεκαθάρισαν. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να γίνει ομορφότερη αν ο καθένας καταστρέφει για τους δικούς του λόγους. Γιατί ο καθένας μας είναι διαφορετικός, και η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Τώρα πια, αυτή η ιδέα που πάντα μου ακουγόταν κλισέ, μετουσιώθηκε στην καταστροφή που έγινε μπροστά μου.
Και τότε μου ήρθε μία καταπληκτική ιδέα. Θα διέδιδα σε έναν κλειστό κύκλο, ότι μία συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, θα κατέβουμε όλοι στην κεντρική πλατεία της πόλης και ο καθένας θα καταστρέψει από ένα πράγμα που δεν του αρέσει. Από ένα πράγμα που κάνει τη ζωή του πιο μίζερη και που το θεωρεί κύριο υπαίτιο για τη δυστυχία του.
Έτσι και έκανα. Άρχισα να διαδίδω το νέο από στόμα σε στόμα. Πίστευα ότι αν μαζευόμασταν 50 – 100 άτομα, θα κάναμε μία σπουδαία κίνηση τόσο από συμβολικής άποψης, όσο και για προσωπική ανακούφιση.
Το νέο όμως ξέφυγε. Σύντομα άρχισε να διαδίδεται με αφίσες, με μηνύματα, μέσω του διαδικτύου. Όλοι οι κάτοικοι σιγομουρμούριζαν για αυτή την ημερομηνία και ώρα.
Μέσα σε λίγες μέρες, όλοι οι κάτοικοι της πόλης ήξεραν για το σχέδιο. Ακόμα και οι κυβερνώντες. Ακόμα και η αστυνομία. Κανείς όμως δεν έκανε κάποια δήλωση ή κίνηση. Όλη η πόλη περίμενε να έρθει εκείνη η μέρα, όπου ο καθένας θα κατέστρεφε αυτό που τον χάλαγε, που τον καταπίεζε και που θεωρούσε υπαίτιο για τη δυστυχία του.
Και εκείνη η μέρα ήρθε. Μέσα σε λίγες ώρες, όλοι οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί στην κεντρική πλατεία, και περίμεναν να έρθει η σωστή ώρα. Και όταν το ρολόι χτύπησε ακριβώς, ο καθένας άρχισε να σπάει και να καίει αυτό που τον χάλαγε. Αυτό που θεωρούσε υπαίτιο για τη δυστυχία του.
Ένας τύπος έβαλε φωτιά στη Βουλή. Ένας άλλος έσπασε το μαγαζί του ανταγωνιστή του. Άλλος έβαλε φωτιά στο φανάρι που πάντα τον καθυστερούσε για τη δουλειά του. Ένας έσπασε το στερεοφωνικό του γείτονα που δε τον άφηνε να κοιμηθεί. Κάποιος άλλος έκαψε το σπίτι της καθηγήτριας που του έβαζε κακούς βαθμούς. Άλλος, έκαψε τα δέντρα μπροστά από τη βεράντα του που του έκοβαν τη θέα. Ένας πολιτικός, σκότωσε τον αντίπαλό του. Εργαζόμενοι επιτέθηκαν στα αφεντικά τους, και τα αφεντικά στους κακούς υπαλλήλους τους. Ένας επιχειρηματίας, κατέστρεψε τον αρχαίο ναό που εμπόδιζε την ανέγερση του ξενοδοχείου του, και ένας αρχαιολόγος έβαλε φωτιά σε όλα τα κτίρια δίπλα από το ναό. Ένας αστυνομικός πυροβόλησε έναν πιτσιρικά. Ένας άλλος πιτσιρικάς άνοιγε το κεφάλι του πατέρα του.
Ο καθένας κατέστρεψε μόνο από ένα πράγμα. Μέσα σε λίγη ώρα, δεν έμεινε τίποτα όρθιο και κανένας ζωντανός.
Η ιδέα μου για ένα καλύτερο μέλλον, με έναν πιο «ανθρώπινο» πολιτισμό εξαφανίστηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Και καθώς σιγόκλεινα τα μάτια μου με την απορία, όλα ξεκαθάρισαν. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να γίνει ομορφότερη αν ο καθένας καταστρέφει για τους δικούς του λόγους. Γιατί ο καθένας μας είναι διαφορετικός, και η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Τώρα πια, αυτή η ιδέα που πάντα μου ακουγόταν κλισέ, μετουσιώθηκε στην καταστροφή που έγινε μπροστά μου.