Η σαγιονάρα φοριέται με μία ιδιαίτερη άνεση στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν λέει κάτι για μία περιοχή που στην ουσία είναι συνεχώς μέσα στο καλοκαίρι, αλλά από την άλλη συμβολίζει κάποια πράγματα. Από το πιο απομακρυσμένο χωριό της Καμπότζης που είναι βουτηγμένο στους φοίνικες, τους ορυζώνες και τις αιώρες, μέχρι τις πυκνοκατοικημένες και ζωντανές γειτονιές της Σαϊγκόν, η σαγιονάρα αποτελεί μία σταθερά χαλαρότητας που θυμίζει αυτή των καλοκαιρινών διακοπών. Φοριέται πρωί, μεσημέρι, βράδυ, είτε στη δουλειά, είτε στη βόλτα, και είναι πάντα έτοιμη να βγει για μία πρόχειρη, ξέγνοιαστη ξυπολησιά.
Η σαγιονάρα φοριέται στο πόδι, και το χαμόγελο στο πρόσωπο, σαν αναπόσπαστα μέρη ενός μέσου Ασιάτη. Χαρακτήρες ευγενικοί, χαμογελαστοί και πάντα καλοπροαίρετα πρόθυμοι, δεν θυμίζουν σε τίποτα το σκοτεινό παρελθόν των πολέμων, των ολοκληρωτικών καθεστώτων και των καταστροφών που έζησαν οι κοινωνίες τους τον τελευταίο αιώνα, αλλά ούτε και τη φτώχεια και τις δυσκολίες της σημερινής εποχής.
Αυτό είναι που με διαολίζει πιο πολύ από όλα. Θα είχαν κάθε δικαίωμα να είναι μίζεροι, γκρινιάρηδες και τσαντισμένοι με όλους και όλα όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων. Αλλά δεν είναι.
Επιστρέφοντας σπίτι, η Αθήνα είχε μία πρωτόγνωρη ησυχία. Δεν ξέρω αν έπεσα πάνω στην ώρα, ή ήταν απλά τα βουλωμένα αυτιά από την πτήση. Μέσα σε αυτή την ησυχία, μου ήρθε: Οι Έλληνες δεν έχουν τραβήξει περισσότερο κουπί από άλλους λαούς - ειδικά οι σημερινοί Έλληνες πλέουν σε θαλαμηγούς με ολόκληρο προσωπικό στην υπηρεσία τους, σε σχέση με άλλους. Απλά είναι μόνιμα στραβοξυπνημένοι.