«Όσα κοστίζουν μια δραχμή,
για άλλους κοστίζουν μια ζωή.
Δεν είναι κρίμα;»
- Σ. Μάλαμας
Πριν δύο μήνες, και με αφορμή την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα, είχα γράψει:
«Δεν γνωρίζω ούτε εγώ, ούτε εσύ τι περιτριγυρίζει το μυαλό ενός ανθρώπου που αυτοκτονεί. Ασχέτως του τι γράφουν τα σημειώματα αυτοκτονίας, οι συνθήκες, αλλά και οι ψυχικές διαδικασίες που οδηγούν κάποιον άνθρωπο στην αυτοκτονία, είναι πολύ πιο σύνθετες από τις κλασσικές τσιτάτες παπαριές των «αγανακτισμένων», «δενμπληρωνάδων», και λοιπών επαναστατών της Αυγουστιάτικης ξαπλώστρας. Αν μη τι άλλο, από σεβασμό στον νεκρό και μόνο, κράτα τα τσιτάτα για την πάρτη σου. Μην μονοπωλείς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τον ίδιο τρόπο που οι «Καμένοι Έλληνες» μονοπωλούν τον πατριωτισμό.»
Οι μέρες πέρασαν, κάποια στατιστικά για αύξηση των αυτοκτονιών βγήκαν στη φόρα και ο ελληνικός δημόσιος λόγος επέστρεψε στην παλιά καλή συνήθεια του ξεκατινιάσματος, άνευ κοινώς αποδεκτής βάσης. Δηλαδή, οι αλλοπρόσαλλες ιαχές για χάρη των ιαχών και όχι της πραγματικής ανάλυσης των γεγονότων.
Υπάρχουν δύο όψεις στην προσέγγιση μίας αυτοκτονίας. Η μία είναι η επιστημονική, αυτή δηλαδή που μελετάει στατιστικά συμπεράσματα, κλινικές, νευρολογικές και κοινωνιολογικές έρευνες, και η άλλη είναι η πιο «ανθρώπινη», αυτή δηλαδή που βάζει το συναισθηματικό και ψυχικό παράγοντα στην όλη εξίσωση. Το να προσπαθεί κανείς να διαχωρίσει αυτές τις προσεγγίσεις, είναι σα να προσπαθεί να διαχωρίσει την τεχνοτροπία ενός έργου τέχνης από την αίσθηση που δημιουργεί αυτό στον θεατή. Μπορείς να αναλύσεις είτε το ένα είτε το άλλο, αλλά στο τέλος για την πληρέστερη περιγραφή του έργου, θα πρέπει να αναλύσεις και τα δύο.
Πριν περίπου 7 χρόνια, αυτοκτόνησε ένας συμμαθητής που ήξερα από το Δημοτικό. Δεν έμαθα ποτέ τις πραγματικές αιτίες ή για την ακρίβεια δεν έμαθα ποτέ τι σκέψεις έκανε ακριβώς την ώρα που έριξε το σάλτο από την ταράτσα. Την αλυσίδα των ψυχικών γεγονότων που τον οδήγησαν εκεί, μπορώ να την υποψιαστώ, αλλά ακόμα και τότε, δεν τολμούσα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα. Αν ένας δημοσιογράφος έκανε έρευνα, θα τον περιέγραφε με τα γνωστά κλισέ των ΜΜΕ... «Χαμογελαστός, με αρκετά λεφτά, όμορφος άντρας και πολλά ενδιαφέροντα». Και θα έπεφτε διάνα. Πάνω κάτω έτσι ήταν. Το κενό που μένει στην σκέψη μεταξύ αυτού του είδους ανθρώπου και την αυτοκτονία, είναι κάτι που τα ΜΜΕ ξέρουν καλά πώς να πουλήσουν, αφήνοντας τον θεατή να απορεί και να προσπαθεί να βγάλει άκρη. Και αυτό το κενό μπορεί πολλές φορές να εξηγηθεί επιστημονικά, αλλά για έναν δημοσιογράφο, αυτό δεν θα ήταν επικερδές. Θα κατέστρεφε τον συναισθηματισμό και τα οποιαδήποτε παράγωγα αυτού, που στην τελική πουλάνε καλύτερα.
Τη σημερινή περίοδο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η αυτοκτονία, εκτός από δημοσιογραφική, προσφέρεται και για πολιτική εκμετάλλευση. Και επειδή στο τέλος, που να χτυπιόμαστε όλοι κάτω, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε την ακριβή αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν έναν άνθρωπο στην αυτοκτονία, προτιμούμε την εύκολη λύση της συναισθηματικής ανάλυσης αντί του συνδυασμού συναισθηματικής και επιστημονικής.
Μπορεί μία οικονομική κρίση να είναι υπεύθυνη για μία αυτοκτονία; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αν ίσχυε το «ναι» 100%, τότε σε μία παγκόσμια κλίμακα θα έπρεπε να βλέπουμε τις φτωχές χώρες πρώτες στη λίστα αυτοκτονιών, ανεξαρτήτως φύλου. Τελικά όμως έχουμε μία ανάμεικτη εικόνα και μάλιστα με τους άντρες να αυτοκτονούν σε πολλαπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τις γυναίκες. Αν ίσχυε το «όχι» 100%, τότε θα έπρεπε να εξηγήσουμε την εντυπωσιακή άνοδο των αυτοκτονιών στη χώρα μας τους τελευταίους μήνες. Και στην τελική ποια αυτοκτονία έχει μεγαλύτερη «αξία»; Αυτή που γίνεται λόγω οικονομικής κρίσης, ερωτικής απογοήτευσης, διπολικής διαταραχής ή αποτυχίας στις πανελλαδικές; Ποιος είναι αυτός ο σούπερ ξερόλας που θα μας φορτίσει όλους τόσο πολύ συναισθηματικά ώστε να δίνουμε διαφορετική βαρύτητα σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις;
Δεν μου κάνει τόσο εντύπωση, που οι αυτοκτονίες έγιναν ξαφνικά αγαπημένο θέμα κοινωνικού αντίλογου. Ίσα ίσα που θα ανησυχούσα αν ένα τόσο συναισθηματικά φορτισμένο φαινόμενο πέρναγε ανέγγιχτο από το νεοελληνικό μας τρόπο επικοινωνίας. Εντύπωση μου κάνει η ευκολία με την οποία μιλάμε για αυτό το ζήτημα. Πως καταρρίπτουμε την επιστήμη, ή τον ίδιο τον άνθρωπο για χάρη των επιχειρημάτων μας. Πως μιλάμε με τόση σιγουριά για ένα τόσο προσωπικό και σύνθετο θέμα όπως η αυτοκτονία λες και έχουμε τη διπλή ιδιότητα ενός νευροψυχολόγου και ενός γονιού του οποίου το παιδί αυτοκτόνησε.
Αφήστε τους νεκρούς στην ησυχία τους. Υπάρχουν πεδία αντιπαραθέσεων για πολιτικά, ιδεολογικά, ανθρώπινα και επιστημονικά ζητήματα μακριά από τον «ζωτικό» χώρο της αξιοπρέπειας και του σεβασμού που θα έπρεπε να δείχνουμε απέναντι στους αυτόχειρες. Επιστρέψτε στην προσπάθεια να διαφωνείτε με σοβαρή επιχειρηματολογία και αφήστε τους κανιβαλισμούς στην άκρη. Όλοι στην ίδια κοινωνία ζούμε και όλοι λίγο πολύ, αντιμέτωποι με τις ίδιες δυσκολίες και ανησυχίες βρισκόμαστε.