Εάν τελικά, στα πλαίσια της νεοελληνικής κοπαδοποίησης, ο
Αύγουστος είναι ο μήνας όπου, λόγω μαζικών αδειών και καλοκαιρινής ραστώνης,
θεωρούμε ότι για κάποιο λόγο τα γεγονότα παύουν να τρέχουν, τότε μάλλον
δικαιολογείται και η τάση κάθε τέλη Ιουλίου ο δημόσιος λόγος να κατακλύζεται
από ανούσιες διαμάχες για ανούσια θέματα. Αυτή η επιμονή να θέλουμε να
δραματοποιήσουμε το τίποτα υπό την απειλή της καλοκαιρινής ουδετερότητας. Μην
τυχόν και θιχτεί ο πατριωτισμός, το τσαγανό, η ιδεολογία και η ουτοπία που με
τόσο πάθος υπερασπιζόμαστε τους υπόλοιπους μήνες.
Ίσως μέσα σε αυτό το πλαίσιο να εντάσσεται και η πρόσφατη εμμονή
να υπεραναλύσουμε το «αμαρτωλό» tweet της Βούλας Παπαχρήστου σε βαθμό διαλεκτικού αυτισμού. Έναν
βαθμό που ακόμα και αν κάποιος επέλεγε να μην παρακολουθήσει το θέμα, τελικά
δέχεται τόσα απανωτά και γεμάτα ένταση ερεθίσματα από τα ΜΜΕ, τα social media και τον τυχαίο αραχτό
στο καφενείο, που αναγκαστικά, λίγο πριν πάει για ένα μακροβούτι ξελαμπικαρίσματος,
να νοιώθει την ανάγκη να βάλει και αυτός το ασήμαντο λιθαράκι του στην άβυσσο
ματαιότητας του εν λόγω διαλόγου.
Και επειδή η θεματολογία του παρόντος ιστολογίου – ήτοι ο
Ελληναράς, προστάζει να γίνει μία τοποθέτηση απέναντι στο «Ελληναρίστικο»
φαινόμενο που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας και δίπλα στα αυτιά μας τα
τελευταία δυο τρία 24ωρα, ας αναβάλουμε το μακροβούτι για ένα εικοσάλεπτο.
Άκουσε με λίγο αγαπητέ Ελληναρά: Το πρόβλημα δεν είναι αν η
Βούλα είναι ή δεν είναι ρατσίστρια ή φαν της Χρυσής Ομελέτας. Το πρόβλημα είναι
ότι απλά παραβίασε έναν κανονισμό,
οπότε πρέπει να υποστεί τις οποίες συνέπειες. Μόνο αυτό και τίποτα άλλο. Αν η Βούλα
είναι «παιδί του στίβου» που δεν έχει χρόνο για διάβασμα ή για να καλλιεργηθεί,
ή αν είναι όντως ξενοφοβική, είναι δικό της πρόβλημα το οποίο το διαχειρίζεται
όπως θέλει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως δεν το έχει η Βούλα, αλλά εσύ που δεν
μπορείς με καμία Παναγία να κατανοήσεις την έννοια του «κανονισμού». Όχι αυτόν της
ΔΟΕ στον οποίο εμπίπτει και ο αποκλεισμός της Βούλας, αλλά την ευρύτερη σημασία
που εξυπηρετεί ένας οποιοσδήποτε κανονισμός.
Εμένα αυτό με συφιλιάζει. Όταν κάποιος θεωρεί αδιανόητες τις
επιπτώσεις μίας παράβασης, και αμέσως δημιουργούνται ιδεολογικά στρατόπεδα είτε
προς υπεράσπιση, είτε για κριτική απέναντί του. Αυτό το πράγμα που αδυνατούμε
να υποστούμε συνέπειες υπεύθυνα και τρέχουμε αμέσως να βρούμε την πιο έτοιμη
συναισθηματική δικαιολογία που θα μας δικαιώσει στα μάτια… ποιανού τελικά; Τον
πατριωτισμό μας, την εφηβεία μας, την υπερπροσπάθειά μας. Αυτό, που όλοι πρέπει
να έχουμε γνώμη για τα πάντα και να περιπλέκουμε υποκειμενικές αντιλήψεις με
σαφείς αντικειμενικές διαδικασίες. Αυτό, που θεωρούμε την τιμωρία ως κάποιο
υποχθόνιο σχέδιο και όχι ως ευκαιρία αυτοκριτικής και αναλογισμού των σχετικών ευθυνών.
Αυτό το «ναι μεν, αλλά…». Το ξερασματικό: «Τόσα και τόσα προβλήματα έχουμε,
αυτό σε μάρανε;». Όλα αυτά τα γνωστά χαρακτηριστικά του γνήσιου, ελληνικού DNA μας,
που με τόσο καμάρι προτάσσουμε σε κάθε ευκαιρία. Ιδίως σε αυτή που έχουμε τη δυνατότητα έστω και για λίγο να προβάλλουμε το εθνικιστικό μας κόμπλεξ διεθνώς.
Ας συζητήσουμε την ορθότητα του κανονισμού για όσες ώρες
θες. Όχι όμως τις ευαισθησίες και τις ενδεχόμενες δικαιολογίες της Βούλας.
Αυτές ας τις κατανοήσει μόνη της. Ας επιλέξει η ίδια αν θέλει την φοβερή βοήθεια των «βαθυστόχαστων» σχολιασμών μας και του μαμαδίστικου ελέους της «κοινής
γνώμης» και των υπερπατριωτικών ΜΜΕ.