Για τον έρωτα και τον θάνατο ίσως να έχουν γραφτεί τα
περισσότερα ποιήματα και αποφθέγματα. Ίσως επειδή είναι τα δύο στοιχεία της ανθρώπινης
ζωής που δεν τιθασεύονται. Το μεν σε κάνει να επιστρέφεις στην κατάσταση ζώου.
Στο ένστικτο. Μακριά από λογικές και εγκεφαλικές αναλύσεις. Το δε, επειδή είναι
το αναπόφευκτο. Η αυλαία. Η σκίαση των πάντων. Ίσως επειδή και τα δύο
απελευθερώνουν. Σου δημιουργούν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Της αποδέσμευσης
από τις σωματικές και εγκεφαλικές λειτουργίες. Το μεν προσωρινά, το δε για
πάντα.
Και αν στους διαδρόμους των νοσοκομείων βλέπεις βλέμματα
αγωνίας και προσδοκίας, στις κηδείες βλέπεις μισόκλειστα μάτια, υγρά και κοκκινισμένα,
βλέμματα αποκαμωμένα. Το αρχέγονο αυτό τελετουργικό που για λίγη ώρα φέρνει
κοντά συγγενείς, φίλους, ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους, με κοινό πένθος,
κοινό σπαραγμό. Απελευθέρωση από τα κοινωνικά ταμπού. Απελευθέρωση από το «πρέπον».
Στο ύστατο αντίο θα ακούσεις αναφιλητά γύρω από τη σιωπή του τάφου, σαν
υπνωτισμένα παιδιά, χωρίς επαφή με το περιβάλλον. Επειδή για λίγες στιγμές
παύει να υπάρχει το περιβάλλον και οι συγγενείς, οι φίλοι, οι άγνωστοι
άνθρωποι. Η πρώτη διαθέσιμη αγκαλιά είναι η καλύτερη δυνατή παρηγοριά. Από οποιονδήποτε.
Ο άγνωστος γίνεται στήριγμα, τα λόγια βγαίνουν αβίαστα. Η ανακούφιση δεν
υπακούει σε κανόνες.
«Κι όμως, το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος» είχε
τραγουδήσει ο γνωστός ποιητής, ίσως επειδή είναι το «βιολί» της αυλαίας. Η παύση
μίας ολόκληρης διαδρομής δεκαετιών με πάθη, ευτυχίες, επιτεύγματα, επιτυχίες
και αποτυχίες, μέσα σε μία μόλις στιγμή. Όλοι οι αγώνες, οι αγωνίες και τα άγχη
ξαφνικά παύουν. Χωρίς να ρωτηθεί κανείς. Η αυτόματη και ακαριαία απώλεια. Του
αδερφού, του συντρόφου, του συγγενή, του γονιού και στη χειρότερη κατάρα, του
παιδιού. Όλες οι αμέτρητες ώρες με τα κοινά πάθη, τις κοινές ευτυχίες, τους
κοινούς αγώνες, τα κοινά άγχη. Ίσως
επειδή επέρχεται η απελευθέρωση από το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ίσως
επειδή τη στιγμή του θανάτου ενός κοντινού προσώπου, οι υπόλοιποι που
συνεχίζουμε, ρίχνουμε μία φευγαλέα ματιά στο αναπόφευκτο δικό μας τέλος και
νιώθουμε, παρά τη θέλησή μας, έστω και για λίγο, την απόλυτη απώλεια. Αυτή που
επισκιάζει οποιαδήποτε άλλη.