Υπάρχει ένα είδος παράνοιας στον ανθρώπινο τρόπο σκέψης. Ο άνθρωπος που σκέφτεται λίγο, τείνει να βρίσκει τον πιο εύκολο και απλό δίαυλο συλλογιστικής αλληλουχίας, προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα που προφανώς βολεύει αυτού του είδους τη συλλογιστική. Ας τον ονομάσουμε αυτόν, ελαφρόμυαλο. Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος που σκέφτεται πολύ, τείνει να «γαντζώνεται» από απόλυτες αλήθειες, για τον απλό λόγο ότι η δίψα για γνώση χρειάζεται κάποια στιγμή και ένα ποτήρι νερό. Προσωρινά μεν, αλλά για ένα αρκετό διάστημα, ώστε να τον κάνουν απόλυτο στις απόψεις του, και ενδεχομένως το ίδιο ανόητο με τον πρώτο. Ας τον ονομάσουμε αυτόν «βαρύμυαλο».
Αντίστοιχα παραδείγματα:
Ελαφρόμυαλος: Ένα παραδοσιακό στέλεχος συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, έχει μία αδιαμφισβήτητη αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας. Υπάρχει το Κεφάλαιο, και υπάρχει ο εργάτης. Τέλος. Κάπου σε μία μυστική αίθουσα συσκέψεων, σε ένα κτίριο στην οδό Κέντρου Αποφάσεων και Σκοτεινού Συμφέροντος γωνία, υπάρχουν οι τραπεζίτες που κάθε μέρα συσκέπτονται και αποφασίζουν πως θα πατήσουν πάνω σε περισσότερα πτώματα για να βγάλουν περισσότερα λεφτά. Αυτοί δίνουν εντολές και παχυλά πακέτα δωροδοκίας σε πολιτικούς που διαχειρίζονται την εκάστοτε εξουσία σε κάθε χώρα, και οι οποίοι με τη σειρά τους καταπιέζουν ακόμα περισσότερο τον τίμιο, δίκαιο, και φτωχό εργάτη. Πάνω σε αυτή την απλουστευμένη ιεραρχία στηρίζεται ένα τεράστιο οικοδόμημα ιδεολογίας και αντίληψης για την πραγματικότητα της κοινωνικής δομής, που ρυθμίζει την καθημερινότητα, τις πράξεις, τις ιδέες και τις ενέργειες αυτού του ανθρώπου με τη συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. Δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω σκέψη αφού αυτή η απλότητα αρκεί για να εξηγεί τα πάντα ανά πάσα στιγμή.
Βαρύμυαλος: Ένας οικονομολόγος, με σοβαρές σπουδές αλλά και σημαντική ακαδημαϊκή έρευνα έχει διαβάσει σχεδόν τα πάντα πάνω σε οικονομικές θεωρίες, έχει εργαστεί σε αντίστοιχα πόστα και έχει σχηματίσει την ακριβή εικόνα της ιδανικής οικονομίας που θα επιφέρει μία απόλυτη κοινωνία ευημερίας. Φτιάχνει ένα λεπτομερές μοντέλο με συγκεκριμένα αυστηρά χρονικά στάδια, στο τέλος των οποίων θα επιτευχθεί το θεμιτό αποτέλεσμα. Το μοντέλο εφαρμόζεται στην οικονομία μιας χώρας, αλλά με μία απόκλιση από το πρώτο κιόλας στάδιο, λόγω έκτακτων καιρικών συνθηκών που καταστρέφουν την εγχώρια παραγωγή κάποιου προϊόντος-κλειδιού. Ο οικονομολόγος συνεχίζει να εμμένει στο μοντέλο του, θεωρώντας ότι μία-δυο ημέρες κακοκαιρίας δεν αρκούν για να επηρεάσουν ιδιαίτερα μία τόσο συγκροτημένη και λεπτομερή θεωρία, έχοντας όμως ήδη μία οικονομία που έχει ξεφύγει από τους αρχικούς επιθυμητούς δείκτες όπως αυτοί είχαν εκτιμηθεί στο όλο μοντέλο. Όσο πιο πολύ εμμένει στο αρχικό μοντέλο χωρίς τις απαραίτητες αναθεωρήσεις, τόσο η οικονομία αποκλίνει από το μοντέλο, οδηγώντας τελικά τη χώρα σε χρεοκοπία.
Τα δύο αυτά, ελαφρώς τραβηγμένα, παραδείγματα ανθρώπων υπάρχουν παντού, σε διάφορα κοινωνικά στρώματα αλλά και σε θέσεις ευθύνης και επιρροής. Η εμμονή, τόσο του ελαφρόμυαλου, όσο και του βαρύμυαλου σε μία μονόπλευρη και μονοδιάστατη θεώρηση των πραγμάτων, καθιστά και τους δύο «ξερόλες». Η ανοησία του ξερόλα, δεν έγκειται τόσο στον υψηλό ή χαμηλό δείκτη νοημοσύνης του, όσο στην στρεβλή αντίληψη που έχει για την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που δεν είναι ένα νούμερο ή μία συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά ένα δυναμικό και σύνθετο φαινόμενο που ανά πάσα στιγμή περιλαμβάνει μία σειρά από διαφορετικούς παράγοντες και μεταβάλλεται.
Η άρνηση του ξερόλα να αντιμετωπίσει ένα σύνθετο κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο ως έχει, δηλαδή ως σύνθετο, του δημιουργεί μία απλουστευμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, δεδομένου ότι η απλοποίηση είναι ένα εξελικτικό πλεονέκτημα για τον ανθρώπινο εγκέφαλο που τον βοηθάει στις καθημερινές λειτουργίες του. Όταν όμως η αντίληψη της πραγματικότητας αφορά ιδεολογίες και απόψεις, βάσει των οποίων αυτοί οι άνθρωποι πορεύονται, ενεργούν, δημιουργούν και αντιδρούν, η σημασία της κατανόησης των σύνθετων φαινομένων αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα, αφού οι πράξεις αυτών επηρεάζουν και την υπόλοιπη κοινωνία.
Γενικεύοντας, ισοπεδώνοντας και ακολουθώντας αυστηρές πολιτικές ή ιδεολογικές γραμμές και δόγματα, έχεις μία πολύ μεγάλη πιθανότητα είτε να καταλήξεις να λες ανοησίες, είτε να παραλογίζεσαι σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ο δογματισμός της θρησκείας αποδεικνύει περίτρανα αυτή την υπόθεση. Και φυσικά όλοι έχουμε δικαίωμα στην ανοησία αραιά και που, αλλά η επαναλαμβανόμενη ανοησία, ειδικά με πράξεις που έχουν αρνητικές επιδράσεις στην υπόλοιπη κοινωνία, δεν βοηθάει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινες συμπεριφορές, όπως η πολιτική, η οικονομία, οι κάθε είδους σχέσεις, κλπ, δεν μπορούμε να προσάπτουμε σε αυτές αξιώματα και νόμους που έχουν την ακρίβεια και την αλήθεια των φυσικών μεγεθών και φαινομένων. Σε αντίθεση με τη νομοτέλεια του σύμπαντος, στην ανθρώπινη συμπεριφορά, πόσο μάλλον την κοινωνική και οικονομική, η αλήθεια αρκετές φορές είτε βρίσκεται κάπου στη μέση, είτε απλά τείνει να πλησιάζει προς κάποια τιμή, χωρίς όμως να την «αγγίζει».
Η τελευταία περίοδος, δυστυχώς έχει κατακλυστεί από ελαφρόμυαλους και βαρύμυαλους. Μία συνεχής βοή απόψεων και πράξεων που αντί να οδηγούν προς κάποια θετική κατεύθυνση, καταφέρνουν και επικαλύπτουν συνεχώς την οποιαδήποτε φωνή λογικής ή ορθής παρατήρησης και ανάλυσης των γεγονότων και κοινωνικών φαινομένων. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι γενικότερα φωνάζουμε ως λαός αντί να μιλάμε, τελικά δημιουργείται ένα υπέροχο κοκτέιλ ανούσιας και αντιπαραγωγικής κακοφωνίας, διάχυτο σε ολόκληρη την κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτικό χώρο.
Εκεί έγκειται για παράδειγμα η ασυνεννοησία, αλλά και το χάσιμο του νοήματος στη λεγόμενη μετά-ΔΝΤ εποχή, όπου η μισή κοινωνία θεωρεί ότι το βήμα πριν τη χρεοκοπία είναι πλασματικό και ότι δεν υπήρχε λόγος να ληφθούν μέτρα, ενώ η άλλη μισή κάθεται και αυτομαστιγώνεται μέχρι εξόντωσης επειδή «φταίμε όλοι». Διάσπαρτοι ελαφρόμυαλοι και βαρύμυαλοι και στις δύο περιπτώσεις, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αναλύουν την πραγματικότητα όπως βολεύει το ιδεολογικό τους μοντέλο, αρνούμενοι να προσεγγίσουν την κατάσταση με πιο σύνθετο τρόπο ώστε να την τοποθετήσουν κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Και τελικά, αντί ως κοινωνία να θέτουμε πιο ουσιαστικά ερωτήματα, όπως «Ωραία, και τώρα πώς συνεχίζουμε;», αναλωνόμαστε στο αν η χώρα είναι όντως ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία ή όχι, και αν κάποιοι μας εξαπάτησαν ή όχι.
Συνήθως, άνθρωποι που «κατέχουν την αλήθεια», ή «που ξέρουν ακριβώς τι συμβαίνει», ή που «δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους», ή που σε μία απλή ερώτηση απαντάνε με ένα copy-paste ενός μανιφέστου, είναι αυτοί που, είτε δεν γνωρίζουν την τύφλα τους, είτε γνωρίζουν πολύ καλά ένα θέμα, αλλά όχι απαραίτητα αυτό στο οποίο καλούνται να πάρουν θέση. Αντιθέτως, άνθρωποι που ξεκινάνε τις προτάσεις τους με φράσεις όπως: «Θεωρώ ότι…», ή «Προσωπική μου άποψη είναι…», ή «Ενδεχομένως…», δηλώνουν εμφανώς την υποκειμενικότητα της αντίληψής τους, άρα είναι πιθανότερο να προσεγγίζουν την αντικειμενικότητα της πραγματικότητας με πολύ καλύτερο και βαθύτερο τρόπο.
Κάπως έτσι ξεκαθαρίζει και η διαφορά αξιοπιστίας μεταξύ κάποιου που έχει σφαιρικότερες απόψεις και ανησυχίες, και ενός που «ξέρει ακριβώς» πως έχει η πραγματικότητα. Εγώ προσωπικά, θα εμπιστευόμουν και θα άκουγα πιο προσεκτικά τον πρώτο.