Ο «θόρυβος της πληροφορίας» είναι μία έννοια που είχα διαβάσει κάποτε σε μία συνέντευξη ενός τύπου (ίσως να ήταν και σπουδαίος, δε θυμάμαι), που υποστήριζε πως η ζωή στην Αθήνα είναι καλύτερη από την επαρχία. Η επιχειρηματολογία για το συγκεκριμένο θέμα δεν έχει και τόσο σημασία, όσο έχει αυτός ο θόρυβος της πληροφορίας.
Αρκούν λίγες μέρες αποστασιοποίησης από τα ΜΜΕ, την αστική ατμόσφαιρα και τις φωνές για να δει κάποιος αυτόν το θόρυβο από μακριά και να καταλάβει το ανούσιο της υπόθεσης. Βέβαια ο «αστικός θόρυβος» είναι αυτός που ιστορικά διαμορφώνει τις νέες κοινωνίες και τις νέες κοινωνικές απαιτήσεις και δομές, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι και ανούσιος.
Ο ελληνικός θόρυβος ανήκει στην κατηγορία των ανούσιων. Πολλές φωνές, πολύ πάθος, πολύ ψεύδο-επιστημονιλίκι, για θέματα που είναι πλέον ξεκάθαρα και αυτονόητα για άλλες κοινωνίες. Κι όμως, στην Ελλάδα επιλέγουμε να συνεχίζουμε να φωνάζουμε, αντί να παραδειγματιζόμαστε από πετυχημένα ξένα κοινωνικά και οικονομικά μοντέλα ή να τολμούμε να χαράζουμε τη δική μας προοδευτική πορεία.
Η όχληση του θορύβου μπορεί να γίνει αισθητή μόνον όταν βρισκόμαστε έξω από αυτόν και τον αντιμετωπίζουμε σαν ένα χαοτικό σύνολο άναρθρων κραυγών που συνεχώς επαναλαμβάνονται χωρίς να καλλιεργούν νέες ιδέες και πρακτικές, χωρίς να οδηγούν σε ένα οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Όταν είσαι στην απ’έξω, μπορείς να δεις ξεκάθαρα ότι οι απεργίες, οι εμπρησμοί, οι τρομοκρατικές ενέργειες, τα πολιτικά κους κους, τα τραπεζικά παιχνίδια, ο αθλητικός και κοινωνικός χουλιγκανισμός, και ο ισοπεδωτισμός σε όλο το κοινωνικο-πολιτικό φάσμα, κάνουν τους ίδιους ανούσιους κύκλους που έκαναν δεκαετίες τώρα.
Δεν αλλάζει τίποτα, και δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν βρεθούν κάποιες κοινές βάσεις επικοινωνίας, πάνω στις οποίες ο θόρυβος μπορεί τελικά να γίνει εποικοδομητικός. Όσο λείπουν αυτές οι βάσεις, θα έχουμε απλά μεμονωμένα άτομα που φωνάζουν για το μακρύ και το κοντό τους χωρίς καμία συλλογική διάθεση.
Στην τελική, η καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης είναι και λιγάκι Ζεν. Δηλαδή, πρώτα καλλιεργείς τον εαυτό σου και όταν φτάσεις σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, μπορείς να αξιώσεις και μία κοινωνική κριτική. Διαφορετικά, όλοι φωνάζουμε σε τοίχους, ανατροφοδοτώντας τον συντηρητισμό και στις ερχόμενες γενιές.