Αρκετά χρόνια πριν, όταν άρχισα να δείχνω το πρώτο μου ενδιαφέρον για τα κοινά, παρατήρησα το εξής: Σύσσωμα τα ΜΜΕ, ο κόσμος, οι πολιτικοί, οι διάφοροι φορείς, ο καθημερινός διπλανός, κλπ ασχολούνταν με την διαφθορά, την παραβατικότητα, τα προβλήματα της κοινωνίας και συνεχώς έθεταν καίρια και «σωστά» επιχειρήματα προκειμένου να εξαλειφτούν όλα αυτά τα κακά. Η αλήθεια είναι ότι έβλεπα μία αισιοδοξία μέσα σε όλη αυτή τη ζύμωση απόψεων. Έκανα την απλή σκέψη ότι εφόσον τόσος πολύς κόσμος καίγεται για τα κακά του τόπου και έχει ιδέες και απόψεις, θα ήταν ζήτημα χρόνου πότε αυτές θα υλοποιηθούν. Στην ουσία θεωρούσα πως το μόνο που έλειπε ήταν το μέσο υλοποίησης. Δηλαδή τα λεφτά, τα οποία θα έθεταν τις υλικοτεχνικές δομές αλλά και τις ευκολίες για την υλοποίηση των διαφόρων ιδεών.
Τα λεφτά άρχισαν να ρέουν προς την ελληνική κοινωνία μέσα στη δεκαετία του ’90, με μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη για τα ιστορικά δεδομένα της χώρας. Φυσικά ως γνωστόν, όχι μόνο δεν συνέβη κάποια υλοποίηση στον μαζικό χαρακτήρα που προϊδέαζε η θεωρία, αλλά οι απόψεις, οι γνώμες, οι κατακραυγές για σκάνδαλα και απατεωνιές, έγιναν ακόμα περισσότερες.
Τα συμπεράσματα δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαπιστωθούν. Ένας λαός που για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να συνεννοηθεί μεταξύ του για τα στοιχειώδη, δεν πρόκειται ποτέ να πράξει δημιουργικά, αλλά ούτε και να αναπτυχθεί. Αντ’ αυτού θα περνάει την ώρα του στα καφενεία παράγοντας άχρηστη πληροφορία. Επίσης, ένας λαός που συνεχώς δηλώνει την αγανάκτησή του για τη διαφθορά και την παραβατικότητα, είναι ο ίδιος βουτηγμένος στην διαφθορά και την παραβατικότητα. Κοινώς, σε αντίθεση με την λαϊκή ρήση, στο σπίτι της κρεμασμένης Ελλάδας, μιλάνε όλη την ώρα για σχοινί.
Οι αλλαγές επέρχονται μετά από ενεργές δυναμικές και όχι απαθείς στάσεις που προάγουν τον «ζαμανφουτισμό». Ο λόγος που όλοι παραδεχόμαστε ότι η Ελλάδα έχει βρεθεί σε ένα τέλμα είναι ότι στην ουσία επικρατεί η απάθεια έναντι της δράσης. Η θεωρία έναντι της πράξης. Η απλή παραδοχή είναι μεν ένα εναρκτήριο βήμα, αλλά για να μετουσιωθεί σε δράση θα πρέπει να εγκαταλείψει την απάθεια και τη θεωρία, και να αρχίσει να δημιουργεί. Με στραβοπατήματα ή άτσαλα βήματα στην αρχή, αλλά τουλάχιστον με έμπρακτα βήματα.
Ακόμα και για το ίδιο το Κράτος, οποιοδήποτε βήμα μπροστά, με σαφή θετικά αποτελέσματα, χρονοτριβεί είτε στα καφενεία του Κοινοβουλίου, είτε σε νομικές αντιφάσεις. Έχουμε ένα δαιδαλώδες σύστημα νόμων για κάθε μορφής δικαίου, σε σημείο που οποιαδήποτε νέα προσθήκη ή μεταβολή πρέπει να περάσει από χίλιους δυο νομικούς ελέγχους προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει κάποιο κώλυμα. Αυτό διασφαλίζει μεν την ακεραιότητα μίας Δημοκρατίας, αλλά όταν συμβαίνει σε υπερβολικό βαθμό δεν παράγει κάτι ουσιώδες. Στην Ελλάδα άλλωστε, δεν έχουμε νομοθετικό πρόβλημα αλλά εκτελεστικό. Ο πιο χρήσιμος νόμος που θα μπορούσε να βγει ποτέ, θα ήταν αυτός που θα έλεγε ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι νόμοι.
Και σα να μην έφτανε η υπερβολική θεωρία, αλλά όλες οι προτάσεις, οι ιδέες και τα σχέδια υπερκαλύπτονται από ένα στρώμα καχυποψίας. Έχουμε δηλαδή μία κοινωνία που απλά μιλάει όλη την ώρα, προτάσσοντας καχυποψία σε κάθε συνδιαλλαγή της. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς γιατί καθυστερεί η οποιαδήποτε πρόοδος, αλλά και γιατί θα συνεχίσει να καθυστερεί. Άλλωστε η υπερβολική ηθική και η καχυποψία δεν είναι τα βασικά στοιχεία του συντηρητισμού;