Αρκετές φορές, είτε μέσα σε αυτό το ιστολόγιο, είτε σε άλλες συζητήσεις, έχω κατηγορηθεί ως ελιτιστής ή ως κάποιος που δεν μπορεί να κατανοήσει την λαϊκή οργή που εκφράζεται στις μέρες μας.
Για το πρώτο δεν ξέρω ακριβώς πως αλλιώς να τοποθετηθώ. Δεδομένου ότι, ούτε ζω σε κάποιον γυάλινο κόσμο μακριά από αυτόν που ζούμε όλοι, ούτε απολαμβάνω κάτι παραπάνω από αυτά ενός μέσου νέου ανθρώπου που προσπαθεί να τα φέρει πέρα με έναν μη-αξιοπρεπή μισθό χωρίς καμία οικονομική στήριξη, αδυνατώ να κατανοήσω τι είναι αυτό που με καθιστά ελιτιστή. Προσπαθώ πάντα να ακριβολογώ, και πολλές φορές η ακριβής περιγραφή ενός θέματος επιτυγχάνεται μόνο όταν αντιμετωπίζεται σφαιρικά και εκ των έξω. Διαφορετικά, θα κινδύνευα να πέσω στην παγίδα του δογματισμού, στην οποία από ότι φαίνεται έχει πέσει η συντριπτική πλειοψηφία αυτής της χώρας.
Για το δεύτερο ομολογώ πως πάντα εντυπωσιάζομαι, και συνήθως διερωτώμαι κι εγώ το ίδιο από την ανάποδη: «Πώς είναι δυνατόν κάποιος να δικαιολογήσει την λαϊκή οργή του τελευταίου έτους…;» - ερώτηση που συμπληρώνεται με «… αγνοώντας τόσο επιδεικτικά την κατάσταση της χώρας τα τελευταία τριάντα έτη;». Θέλω να πω, ότι αν αυτή η οργή, που χρησιμοποιείται βεβαίως κατά το δοκούν από τον κάθε πολιτικό χώρο, τα ΜΜΕ και τον κάθε πολίτη αυτής της χώρας, περιλαμβάνει μια σειρά από χιλιοειπωμένες αιτίες όπως οι διεφθαρμένοι και ανίκανοι πολιτικοί, το σάπιο σύστημα, τα μεγάλα συμφέροντα, κλπ, οι ίδιες αιτίες δεν ήταν παρούσες εδώ και τριάντα χρόνια; Σε όλη την μεταπολίτευση, δεν είχαμε διεφθαρμένους πολιτικούς, διαπλεκόμενα συμφέροντα, αναξιοκρατία, πενιχρή κοινωνική πρόνοια, κλπ; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η απάντηση είναι ναι. Άρα τί άλλαξε το τελευταίο έτος που ξαφνικά μία σημαντική μερίδα κόσμου μιλάει για κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος με μία άνεση λες και ζούμε στο μεσαίωνα;
Σίγουρα το ταμείο του Κράτους βάρεσε κανόνι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις στην αγορά που βύθισαν την τελευταία σε ύφεση. Επίσης, σίγουρα θίχτηκαν ορισμένες οικονομικά ασθενείς ομάδες που δεν θα έπρεπε να είχαν θιχτεί, όπως οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Σε αυτά τα δύο, ειδικά για το τελευταίο, μπορώ να δω και να κατανοήσω μία ενδεχόμενη έξαρση της «λαϊκής οργής», αλλά επικεντρωμένη μόνο σε αυτά. Μάλιστα, για το πρώτο, η «λαϊκή απαίτηση» θα έπρεπε να είναι η αποδέσμευση του κυρίως όγκου της ελληνικής οικονομίας από το Κράτος, πριν και αυτή βυθιστεί μαζί του, και όχι το αντίθετο.
Σε όλα τα υπόλοιπα, λυπάμαι αν θα ακουστώ και πάλι «ελιτιστής», αλλά εγώ προσωπικά διακρίνω μία υποκρισία. Διότι, όσο το Κράτος είχε λεφτά για να ταΐζει με διαφόρων ειδών επιδοτήσεις τα μικρά και τα μεγάλα λαμόγια, τους δημόσιους υπαλλήλους πολλαπλών ταχυτήτων, τους χιλιάδες εργολήπτες ανά την ελληνική επικράτεια και ένα σωρό άλλο κόσμο, η λαϊκή οργή δεν ξεχείλιζε και τόσο. Και δεν μιλάμε για μία περίοδο λίγων ετών. Μιλάμε για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Μία ολόκληρη γενιά, με προεκτάσεις στην ερχόμενη, μεγάλωσε με τις νοοτροπίες και το σκεπτικό του αρμέγματος της «κρατικής αγελάδας», με την ίδια διαφθορά, τους ίδιους ανίκανους πολιτικούς, την ίδια κομματοκρατία, τις ίδιες λαμογιές, αλλά με μία «οργή» αρκετά πιο χαμηλών τόνων. Τώρα που η αγελάδα ψόφησε και το γάλα τέλειωσε, θυμηθήκαμε τους λόγους που πρέπει να είμαστε οργισμένοι.
Οπότε, για να δώσω μία πιο ακριβή απάντηση στο δεύτερο «κατηγορητήριο», μπορώ να κατανοήσω την λαϊκή οργή που απευθύνεται στις αιτίες της κρίσης, αλλά όχι αυτήν που απευθύνεται στα συμπτώματα αυτής. Μέχρι στιγμής, εδώ και ένα χρόνο, μόλις το σύμπτωμα χτυπήσει την πόρτα μας, πεταγόμαστε έξω και ωρυόμαστε. Τόσα χρόνια που η αιτία είχε ποτίσει ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, επαναπαυόμασταν στην άνεση του σπιτιού μας. Γι’ αυτό ίσως μου φαίνεται και απίστευτα κωμικοτραγική η φράση «Ναι, αλλά τώρα παραέγινε το κακό». Το κακό δεν παραγίνεται. Ή υπάρχει κακό ή όχι. Ο δολοφόνος είναι δολοφόνος είτε κάνει έναν, είτε εκατό φόνους. Εάν ως λαός μπορούμε να συγχωρούμε ενενήντα εννιά φόνους, και στον εκατοστό να ξεχειλίζει η οργή μας, τότε θα πρέπει να γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω και να δούμε αν σε κοινωνικό επίπεδο έχουμε τη δυνατότητα να ορίσουμε την έννοια του «δολοφόνου».