Εδώ και κάμποσους μήνες, ανακυκλώνεται μέσα στην αλυσίδα
παραγωγής συνωμοτικών e-mails το «θαύμα της Ισλανδίας», το οποίο
ισορροπώντας ανάμεσα σε αλήθειες και επαναστατικές ονειρώξεις, περιγράφει πώς η
Ισλανδία έφτυσε τις διεθνείς της υποχρεώσεις και με κάποιου είδους λαϊκό
πραξικόπημα έγινε ξανά μία λαμπρή οικονομία. Βέβαια, παρόλο που η περίπτωση της
Ισλανδίας όντως προβλημάτισε τους παραδοσιακούς «συνταγολόγους» του ΔΝΤ,
τα ελληνικά φιντάνια που δημιούργησαν το συγκεκριμένο trendy κείμενο,
χρησιμοποίησαν τις γνωστές απλουστεύσεις για τις «κακές τράπεζες» και τον «καλό
λαό». Και πάνω στην τύχη τους, η ισλανδική περίπτωση όντως είχε να κάνει με «κακές
τράπεζες» και αμέτοχο λαό. Απλά, όπως και στην ατυχή σύγκριση με την Αργεντινή,
ή με το «χατζηστεφάνικο» Εκουαδόρ, έτσι και με την Ισλανδία υπάρχουν
διαφορετικά οικονομικά μεγέθη, διαφορετικές συγκυρίες, διαφορετικές περίοδοι,
διαφορετικά εσωτερικά γεγονότα και φυσικά διαφορετική λαϊκή ψυχοσύνθεση.
Για όλα αυτά, πλην του τελευταίου έχουν γραφτεί gigabytes απόψεων,
αντίλογων και αναλύσεων, οπότε εγώ θα προσφέρω μερικά kilobytes για το
συγκεκριμένο. Και τί καλύτερο παράδειγμα από τη σύγκριση του τρόπου με τον
οποίο αντιμετωπίζουν την κρίση οι δύο λαοί; Καθότι, όταν εδώ το αντιμνημονιακό
μέτωπο συσπειρώνει αριστερά, λαϊκή δεξιά και ακροδεξιά υπό την ανακουφιστική
και εκτονωτική ομπρέλα του «λαϊκού ολοκληρωτισμού», της μούντζας, του τσαμπουκά
και της κρεμάλας, στην Ισλανδία ένας σημαντικός τρόπος εκτόνωσης είναι… το
χιούμορ. Μιας και η εβδομάδα που μας πέρασε, είδε την γέννηση ενός λαϊκο-δεξιού
εκτρωματικού πολιτικού σχηματισμού, ας αντιπαραβάλουμε τον τσαμπουκά και το
ύφος του Πάνου Καμμένου και τους «Ανεξάρτητους Έλληνές» του, με το «Καλύτερο
κόμμα» του Jon Gnarr.
Ο Jon Gnarr είναι ένας Ισλανδός κωμικός, που πρόπερσι έθεσε υποψηφιότητα
για Δήμαρχος του Reykjiavik ιδρύοντας το «Καλύτερο κόμμα» και το κίνημα του
αναρχοσουρρεαλισμού. Η βασική του καμπάνια βασίστηκε στην κωμωδία, την σάτιρα
των συντηρητικών ισλανδικών πολιτικών και την απαξίωση της σκληροπυρηνικής
πολιτικής μέσω διακωμώδησης της σοβαροφάνειας που είχε δημιουργηθεί στον απόηχο
της οικονομικής κρίσης. Όπως δήλωσε, ο ίδιος: «Σκοπός ήταν η ισορροπία μεταξύ της
ανοησίας, του χιούμορ, της ειλικρίνειας και της ευτυχίας, υπό ένα πολιτικό
πλαίσιο». Και η προεκλογική του καμπάνια και παρουσία προσέφερε ακριβώς αυτό.
Αντέταξε τη μιζέρια με το χαμόγελο και τη δουλειά που έπρεπε να γίνει ώστε ο
κόσμος να σκέφτεται λίγο πιο χαλαρά. Μεταξύ άλλων πρότεινε δωρεάν πετσέτες σε όλες
τις πισίνες, μία πολική αρκούδα για τον ζωολογικό κήπο της πόλης, δωρεάν είσοδο
σε ένα από τα πάρκα της πόλης όπου παίζουν ορχήστρες, διόδια σε μία μικρή
συνοικία του Reykjiavik για να «ανακουφιστεί το χρέος», κ.α.
Τις εκλογές τις κέρδισε, και το σκεπτικό συνέχισε. Μία από τις
πρώτες του δηλώσεις ως νέος Δήμαρχος ήταν ότι δεν θα συνεργαστεί πολιτικά με
κανέναν που δεν έχει δει το “The Wire”,
τη γνωστή σειρά της HBO.
Ταυτόχρονα συνέχισε την ενεργό του παρουσία, άλλοτε ως drag queen στο
Gay Pride 2010 του Reykjiavik, άλλοτε ως Darth Vader με
σκουφάκι Άη Βασίλη για την έναρξη των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων, ενώ σχεδόν
όλες οι δηλώσεις του γίνονταν με σημαντικό πολιτικό περιεχόμενο, αλλά «γαρνιρισμένες»
με χιούμορ, άλλοτε ανόητο, και άλλοτε πιο έξυπνο επιπέδου Monty Python. Το καθεαυτό έργο του
μέχρι στιγμής έχει χαρακτηριστεί αποδοτικό, ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων του Reykjiavik έχει
ένα λόγο παραπάνω να νοιώθει υπερήφανη για τον Δήμαρχο που εργάζεται και
επανέφερε το χαμόγελο στην πόλη εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Αστείοι και αγροίκοι υπάρχουν παντού. Όπως προαναφέρθηκε όμως, το παράδειγμα του Jon Gnarr έρχεται
σε μία ταιριαστή αντιδιαστολή με τον τρόπο που εννοούν οι περισσότεροι Έλληνες
την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Αποκομμένοι από την αισιοδοξία, τη
χαλαρότητα και το χιούμορ, και σφιχτά «δεμένοι» με τη μιζέρια, τη σοβαροφάνεια
και τον τσαμπουκά, ενδεχομένως να θεωρούμε πως ακολουθούμε καλύτερη τακτική
αντιμετώπισης του προβλήματος. Εάν όμως δεν εστιάζουμε στην καθημερινότητα και τις
σχέσεις μεταξύ μας, περισσότερο από τα θεωρητικά ιδανικά που έχουμε κουραστεί
να αναλύουμε, τα ιδανικά αυτά δεν θα βρουν ποτέ πρόσφορο έδαφος για να
υλοποιηθούν. Βέβαια για να γίνει αυτό, θα πρέπει και κάποια στιγμή να
ξεπληρώσουμε κάτι προηγούμενα χρωστούμενα στην ιστορία ώστε να αντιληφθεί ο
καθένας από εμάς χωριστά την ύπαρξή του ως μέρος ενός πολιτισμού και ενός κοινωνικού
συνόλου που υπάγεται σε μία ευρύτερη αστική δημοκρατία, αλλά αυτό είναι άλλο
θέμα συζήτησης. Καλό θα ήταν όμως να γνωρίζουμε ότι, την ημέρα που η Ισλανδία
θα βγει ολοκληρωτικά από την κρίση (και αυτή η μέρα πλησιάζει πολύ πιο γρήγορα
από τα δικά μας ουτοπικά στοιχήματα), ρόλο θα έχει παίξει και η αντίληψη του
μέσου Ισλανδού ως μέρος μίας πολιτισμένης συλλογικότητας, που δεν είναι γεμάτη
εσωτερικούς και εξωτερικούς φανταστικούς εχθρούς.
Φώτο: Aleksandar Radulovic