Η Ελλάδα, εκτός από το κατοχικό σύνδρομο (που είναι υπαίτιο για τους θεατρινισμούς της χλιδής), πάσχει και από το σύνδρομο του «χωριού», όπου μία ολόκληρη κοινωνία ενός Κράτους συμπεριφέρεται λες και ζει ακόμα στο χωριό της...
Ο «Πρόεδρος» (δηλαδή ο κάθε κυβερνητικός πολιτικός ή εκλεγμένος βουλευτής) δεν πρέπει να είναι απαραίτητα καλλιεργημένος, μορφωμένος ή ικανός, αρκεί να είναι καλός «κουμπάρος», πράγμα που υποδηλώνει ότι έχει γνωριμίες, δηλαδή τα κατάλληλα κονέ (ελληνιστί). Για να είναι καλός κουμπάρος σημαίνει ότι το φαίνεσθαί του είναι... χορατατζίδικο, ευχάριστο και ευρέως καλαίσθητο, άσχετα άμα το γίγνεσθαί του έχει πιάσει πάτο.
Και φυσικά μέσα στο φαίνεσθαι, περιλαμβάνεται το ντύσιμο, η κουμπαριά, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η θρησκεία, ο λαϊκισμός και η ικανότητά του να χορεύει χασάπικο.
Οι κανόνες του χωριού, επισκιάζουν φυσικά και την οποιαδήποτε εκλογική περίοδο. Είτε πρόκειται για εκλογές του ΔΣ μίας οικογενειακής επιχείρησης, είτε του Προέδρου ενός ασήμαντου συλλόγου, είτε των βουλευτών και του κυβερνόντος κόμματος. Σε τέτοιες εκλογικές περιόδους, εκτός από την προσπάθεια ανάδειξης των προσόντων του κάθε υποψηφίου, κινείται υπογείως και μία τεράστια επιχείρηση προσέλκυσης νέων ψηφοφόρων μέσω συμφωνιών, εσκεμμένων διαρροών προς τα ΜΜΕ και γενικότερης ακατάσχετης μπουρδολογίας.
Η επιχείρηση αυτή στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος, αναλύθηκε πολύ εύστοχα από αυτό το post του Schrodingerόδρακου. Ο δεύτερος αφορά την αντίληψη που έχει στην πλειοψηφία του το εκλογικό σώμα σχετικά με τους υποψήφιους βουλευτές και τα κόμματα, η οποία και πάλι παραπέμπει στη λειτουργία ενός χωριού και η οποία φυσικά επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο τα κόμματα επανδρώνουν τα ψηφοδέλτιά τους.
Εξ΄ ορισμού, και βάσει των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων των εκλογικών αναμετρήσεων στη σύγχρονη Ελλάδα, το εκλογικό σώμα είναι στη συντριπτική του πλειοψηφία απλά… ηλίθιο. Ψηφίζει είτε βάσει της ψυχολογίας του οπαδού, είτε από παράδοση, είτε από συνήθεια, ή ακόμα χειρότερα, δεν ψηφίζει καθόλου. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ηλιθιότητας μπορούμε να τα καμαρώσουμε στην αντίστοιχη πλειοψηφία των ατόμων που καταλαμβάνουν τα έδρανα του ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά και την ποιότητα του «πολιτικού λόγου» που αρθρώνεται στα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων και τις εξέδρες. Η επίγνωση της συγκεκριμένης ηλιθιότητας, είναι που τροφοδοτεί την προεκλογική τακτική των κομμάτων αλλά και την επάνδρωση των ψηφοδελτίων με τους ανάλογους υποψήφιους που είναι αντάξιοι της «λαϊκής εντολής», ή όπως θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα, της «λαϊκής αφέλειας».
Το γεγονός ότι ένας αρχηγός κόμματος μπορεί να λάβει ελαφρά τη συνειδήσει, την απόφαση να συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτια του κόμματός του κάποιον ανίκανο, αλλά παρά ταύτα, γνωστό «χωριανό», δείχνει και το επίπεδο που έχει καταντήσει το πολιτικό μας σύστημα και πώς αυτό τελικά αναπαράγει την ίδια σαπίλα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι σε κάθε νεώτερη εκλογική αναμέτρηση, πληθαίνουν και τα «λαϊκώς γνωστά» πρόσωπα, όπως ολυμπιονίκες, μοντέλα, δημοφιλείς ηθοποιοί, σόου μεν, τραγουδιστές και γενικώς πρόσωπα λαϊκής κατανάλωσης.
Φυσικά, όταν ζεις στο χωριό με τους τρελούς, δεν μπορείς απλά να λες μία λογική άποψη χωρίς να σε πάρουν οι τρελοί με τις πέτρες. Μπορείς όμως να παίξεις διπλωματικά με τους κανόνες του χωριού. Εάν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα οι πολιτικοί της Ελλάδας, να πάρουν στα σοβαρά τόσο τη δουλειά τους, όσο και την ευθύνη τους απέναντι στους ψηφοφόρους, τότε αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν το εκλογικό σώμα δείξει ένα πιο ώριμο πρόσωπο απέναντι στην κάλπη. Και ο απλούστερος τρόπος να γίνει αυτό, είναι η ψήφος κατά συνείδηση. Δηλαδή η προσπάθεια ανάδειξης ικανών και έντιμων ψηφοφόρων που δεν παίζουν με τους παραδοσιακούς σάπιους κανόνες, ανεξαρτήτως παράταξης ή τηλεοπτικής προβολής.
Εάν κάποια στιγμή, η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει ότι πλέον ζει σε Κράτος (με σύγχρονες προδιαγραφές μάλιστα) και όχι στο χωριό, ενδεχομένως να αρχίσει να εκλέγει και αξιόλογα πρόσωπα για να καταλάβουν θέσεις ευθύνης και εξουσίας. Διότι όσο ο μέσος ψηφοφόρος ψηφίζει τον Πρόεδρο τον «γκαρντάσ΄», τόσο περισσότερο ενισχύει το χωριό και αποδυναμώνει το κράτος.
Ο «Πρόεδρος» (δηλαδή ο κάθε κυβερνητικός πολιτικός ή εκλεγμένος βουλευτής) δεν πρέπει να είναι απαραίτητα καλλιεργημένος, μορφωμένος ή ικανός, αρκεί να είναι καλός «κουμπάρος», πράγμα που υποδηλώνει ότι έχει γνωριμίες, δηλαδή τα κατάλληλα κονέ (ελληνιστί). Για να είναι καλός κουμπάρος σημαίνει ότι το φαίνεσθαί του είναι... χορατατζίδικο, ευχάριστο και ευρέως καλαίσθητο, άσχετα άμα το γίγνεσθαί του έχει πιάσει πάτο.
Και φυσικά μέσα στο φαίνεσθαι, περιλαμβάνεται το ντύσιμο, η κουμπαριά, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η θρησκεία, ο λαϊκισμός και η ικανότητά του να χορεύει χασάπικο.
Οι κανόνες του χωριού, επισκιάζουν φυσικά και την οποιαδήποτε εκλογική περίοδο. Είτε πρόκειται για εκλογές του ΔΣ μίας οικογενειακής επιχείρησης, είτε του Προέδρου ενός ασήμαντου συλλόγου, είτε των βουλευτών και του κυβερνόντος κόμματος. Σε τέτοιες εκλογικές περιόδους, εκτός από την προσπάθεια ανάδειξης των προσόντων του κάθε υποψηφίου, κινείται υπογείως και μία τεράστια επιχείρηση προσέλκυσης νέων ψηφοφόρων μέσω συμφωνιών, εσκεμμένων διαρροών προς τα ΜΜΕ και γενικότερης ακατάσχετης μπουρδολογίας.
Η επιχείρηση αυτή στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος, αναλύθηκε πολύ εύστοχα από αυτό το post του Schrodingerόδρακου. Ο δεύτερος αφορά την αντίληψη που έχει στην πλειοψηφία του το εκλογικό σώμα σχετικά με τους υποψήφιους βουλευτές και τα κόμματα, η οποία και πάλι παραπέμπει στη λειτουργία ενός χωριού και η οποία φυσικά επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο τα κόμματα επανδρώνουν τα ψηφοδέλτιά τους.
Εξ΄ ορισμού, και βάσει των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων των εκλογικών αναμετρήσεων στη σύγχρονη Ελλάδα, το εκλογικό σώμα είναι στη συντριπτική του πλειοψηφία απλά… ηλίθιο. Ψηφίζει είτε βάσει της ψυχολογίας του οπαδού, είτε από παράδοση, είτε από συνήθεια, ή ακόμα χειρότερα, δεν ψηφίζει καθόλου. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ηλιθιότητας μπορούμε να τα καμαρώσουμε στην αντίστοιχη πλειοψηφία των ατόμων που καταλαμβάνουν τα έδρανα του ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά και την ποιότητα του «πολιτικού λόγου» που αρθρώνεται στα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων και τις εξέδρες. Η επίγνωση της συγκεκριμένης ηλιθιότητας, είναι που τροφοδοτεί την προεκλογική τακτική των κομμάτων αλλά και την επάνδρωση των ψηφοδελτίων με τους ανάλογους υποψήφιους που είναι αντάξιοι της «λαϊκής εντολής», ή όπως θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα, της «λαϊκής αφέλειας».
Το γεγονός ότι ένας αρχηγός κόμματος μπορεί να λάβει ελαφρά τη συνειδήσει, την απόφαση να συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτια του κόμματός του κάποιον ανίκανο, αλλά παρά ταύτα, γνωστό «χωριανό», δείχνει και το επίπεδο που έχει καταντήσει το πολιτικό μας σύστημα και πώς αυτό τελικά αναπαράγει την ίδια σαπίλα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι σε κάθε νεώτερη εκλογική αναμέτρηση, πληθαίνουν και τα «λαϊκώς γνωστά» πρόσωπα, όπως ολυμπιονίκες, μοντέλα, δημοφιλείς ηθοποιοί, σόου μεν, τραγουδιστές και γενικώς πρόσωπα λαϊκής κατανάλωσης.
Φυσικά, όταν ζεις στο χωριό με τους τρελούς, δεν μπορείς απλά να λες μία λογική άποψη χωρίς να σε πάρουν οι τρελοί με τις πέτρες. Μπορείς όμως να παίξεις διπλωματικά με τους κανόνες του χωριού. Εάν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα οι πολιτικοί της Ελλάδας, να πάρουν στα σοβαρά τόσο τη δουλειά τους, όσο και την ευθύνη τους απέναντι στους ψηφοφόρους, τότε αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν το εκλογικό σώμα δείξει ένα πιο ώριμο πρόσωπο απέναντι στην κάλπη. Και ο απλούστερος τρόπος να γίνει αυτό, είναι η ψήφος κατά συνείδηση. Δηλαδή η προσπάθεια ανάδειξης ικανών και έντιμων ψηφοφόρων που δεν παίζουν με τους παραδοσιακούς σάπιους κανόνες, ανεξαρτήτως παράταξης ή τηλεοπτικής προβολής.
Εάν κάποια στιγμή, η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει ότι πλέον ζει σε Κράτος (με σύγχρονες προδιαγραφές μάλιστα) και όχι στο χωριό, ενδεχομένως να αρχίσει να εκλέγει και αξιόλογα πρόσωπα για να καταλάβουν θέσεις ευθύνης και εξουσίας. Διότι όσο ο μέσος ψηφοφόρος ψηφίζει τον Πρόεδρο τον «γκαρντάσ΄», τόσο περισσότερο ενισχύει το χωριό και αποδυναμώνει το κράτος.