Το θέμα της αποχής στις εκλογές έχει ξανασυζητηθεί, ενώ μία ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση επιχειρημάτων είχε γραφτεί και από τον Νεφέλικα εδώ. Με τις εθνικές εκλογές να βρίσκονται μόλις δυόμισι βδομάδες μπροστά, θεωρώ σημαντικό να υπενθυμιστεί και πάλι η σημαντικότητα της ενεργούς συμμετοχής σε αυτές, όπως και σε κάθε είδους, εκλογές.
Υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις στο θέμα της αποχής. Μία πρακτική/ ρεαλιστική, και μία θεωρητική/ ιδεολογική.
Στο πρακτικό κομμάτι, τα πράγματα είναι τόσο απλά και ξεκάθαρα, που εκφράζονται με μαθηματικά επιπέδου Δημοτικού. Συγκεκριμένα: Σε ένα εκλογικό σώμα όπου η αποχή δεν προσμετράται ως ενεργή ψήφος, όσο μεγαλύτερη είναι η αποχή τόσο μεγαλύτερη ποσοστιαία βαρύτητα έχει η συμμετοχή. Με άλλα λόγια, για κάθε ψηφοφόρο που απέχει από τις εκλογές, το ποσοστό της ψήφου ενός ενεργού ψηφοφόρου προσαυξάνεται ανάλογα. Άρα σε καθαρά πρακτικό κομμάτι, κάθε αποχή (δηλαδή κάθε «χαμένη» ψήφος) προσαυξάνει το ποσοστό των ενεργών ψήφων, δηλαδή κατά κανόνα το ποσοστό των κομμάτων, που ο απέχων υποτίθεται ότι κατακρίνει.
Αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με το εκλογικό σύστημα, ούτε με πολιτικά τεχνάσματα όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα λευκά ή τα άκυρα. Είναι καθαρά, απλά και ξάστερα μαθηματικά.
Στο θεωρητικό/ ιδεολογικό κομμάτι, τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα. Ως εισαγωγή θα πρότεινα την ανάγνωση «περί Δημοκρατίας» από το blog του Άδη, διότι δίνει ένα ξακάθαρο στίγμα στην έννοια της δημοκρατίας και της ενασχόλησης με τα Κοινά.
Καλώς ή κακώς έχουμε το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, και τη συγκεκριμένη κοινωνία με τους τάδε ψηφοφόρους και τους δείνα πολιτικούς. Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, αυτό δεν αλλάζει εύκολα. Σίγουρα επιδέχεται διαφόρων ειδών βελτιώσεις, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω διαδικασιών που μπορούν να κινήσουν οι πολιτικοί. Δεδομένης όμως της ευρύτερης σαπίλας που ευνοεί κατά κανόνα τα προσωπικά συμφέροντα των πολιτικών, μία τέτοια αλλαγή φαίνεται μάλλον μακρινή.
Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των προβλημάτων δεν πηγάζει τόσο από τους θεσμούς και τους νόμους, όσο από τους ανθρώπους που διαχειρίζονται αυτά τα δύο.Ο μοναδικός νόμος που θα μεταμόρφωνε αυτόματα την Ελλάδα σε σύγχρονο κράτος θα ήταν η τήρηση του νόμου που θα έλεγε: «Να εφαρμόζονται όλοι οι νόμοι». Άρα το σάπιο κομμάτι του συστήματος δεν είναι τόσο το θεσμικό όσο το ανθρώπινο. Η σημαντικότερη ευκαιρία που παρουσιάζεται στον οποιονδήποτε πολίτη ώστε να παρέμβει στο συγκεκριμένο ανθρώπινο κομμάτι, είναι οι εθνικές εκλογές. Ο λόγος που η συγκεκριμένη ευκαιρία έχει υποτιμηθεί τόσο, είναι σχετικά σύνθετος αλλά θα μπορούσε να συνοψισθεί στα εξής δύο αίτια: Την «ποδοσφαιροποίηση» της πολιτικής, και την απαξίωση της ενασχόλησης με τα Κοινά.
Παρόλο που τα συγκεκριμένα δύο αίτια είναι υπόλογα για την υποτίμηση της εκλογικής διαδικασίας, ανατροφοδοτούν ταυτόχρονα και τη συντήρηση της σαπίλας του πολιτικού κόσμου. Διότι, από τη στιγμή που η πολιτική είναι εδραιωμένη στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως ένας αγώνας ποδοσφαίρου και όχι ως κάτι δημιουργικό, εξελικτικό, υπεύθυνο και συλλογικό που αξιολογείται συνεχώς, φυσικό είναι και οι ίδιοι οι πολιτικοί να πολιτεύονται με αντίστοιχους ανταγωνιστικούς όρους εκτός δημιουργικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που μία σημαντική μερίδα της κοινωνίας απαξιώνει την ενασχόλησή της με τα Κοινα, φυσικό είναι οι επιτήδειοι, οι ανήθικοι, οι ανίκανοι και οι καιροσκόποι να εκμεταλεύονται τη συγκεκριμένη απάθεια για προσωπικό όφελος.
Μέσω της αποχής, το μερίδιο της κοινωνίας που ισοπεδωτικά απαξιώνει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, στην ουσία δίνει λευκή επιταγή στα πρώτα κόμματα να ορίσουν το παρόν και το μέλλον του τόπου καθώς και να συνεχίζουν να προάγουν τα συμφέροντά τους με τους ίδιους και απαράλλαχτους διεφθαρμένους όρους. Δεδομένου ότι οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι των πρώτων κομμάτων και των γνωστών πολιτικών λαμογίων θα ψηφίσουν και πάλι τα ίδια κόμματα και τους ίδιους ανθρώπους, κάθε έλλειψη αντικρουόμενης ψήφου ενισχύει τη συντήρηση και τη συνέχιση του ίδιου καθεστώτος.
Μία ενεργή κοινωνία, δηλαδή μία κοινωνία που ασχολείται με τα Κοινά, που μετέχει στις εκλογές και σε αυτές ψηφίζει κατά συνείδηση, υποδηλώνει μία κοινωνία που δεν επιτρέπει παρεκτροπές, σκάνδαλα, κακοδιαχείριση και παρανομίες. Μία κοινωνία με μαζική συμμετοχή στις εκλογές, αξιολογεί και απονέμει ευθύνες ή επαίνους στους πολιτικούς, ανάλογα το έργο τους. Το σκεπτικό αυτό ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο αν θεωρήσουμε ότι οι απέχωντες υποτίθεται ότι έχουν την αντίληψη και την κριτική ικανότητα να συνειδητοποιούν τα αρνητικά στοιχεία της παρούσας πολιτικής σκηνής. Άλλωστε, ακόμα και ο ισοπεδωτικός ισχυρισμός τους πως «όλοι ίδιοι είναι», υποδηλώνει ότι αντιλαμβάνονται τις παρεκτροπές των πολιτικών και την κατάντια του πολιτικού μας συστήματος.
Ο ισχυρισμός ότι ο απέχων είναι ηθικός αυτουργός για τη συνέχιση και διαιώνιση της πολιτικής σαπίλας είναι ημιτελής. Στην πραγματικότητα, ο απέχων εκτός από ηθικός είναι και ο καθεαυτό υπεύθυνος της συντήρισης και επανεκλογής ανίκανων και διεφθαρμένων πολιτικών.
Υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις στο θέμα της αποχής. Μία πρακτική/ ρεαλιστική, και μία θεωρητική/ ιδεολογική.
Στο πρακτικό κομμάτι, τα πράγματα είναι τόσο απλά και ξεκάθαρα, που εκφράζονται με μαθηματικά επιπέδου Δημοτικού. Συγκεκριμένα: Σε ένα εκλογικό σώμα όπου η αποχή δεν προσμετράται ως ενεργή ψήφος, όσο μεγαλύτερη είναι η αποχή τόσο μεγαλύτερη ποσοστιαία βαρύτητα έχει η συμμετοχή. Με άλλα λόγια, για κάθε ψηφοφόρο που απέχει από τις εκλογές, το ποσοστό της ψήφου ενός ενεργού ψηφοφόρου προσαυξάνεται ανάλογα. Άρα σε καθαρά πρακτικό κομμάτι, κάθε αποχή (δηλαδή κάθε «χαμένη» ψήφος) προσαυξάνει το ποσοστό των ενεργών ψήφων, δηλαδή κατά κανόνα το ποσοστό των κομμάτων, που ο απέχων υποτίθεται ότι κατακρίνει.
Αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με το εκλογικό σύστημα, ούτε με πολιτικά τεχνάσματα όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα λευκά ή τα άκυρα. Είναι καθαρά, απλά και ξάστερα μαθηματικά.
Στο θεωρητικό/ ιδεολογικό κομμάτι, τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα. Ως εισαγωγή θα πρότεινα την ανάγνωση «περί Δημοκρατίας» από το blog του Άδη, διότι δίνει ένα ξακάθαρο στίγμα στην έννοια της δημοκρατίας και της ενασχόλησης με τα Κοινά.
Καλώς ή κακώς έχουμε το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, και τη συγκεκριμένη κοινωνία με τους τάδε ψηφοφόρους και τους δείνα πολιτικούς. Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, αυτό δεν αλλάζει εύκολα. Σίγουρα επιδέχεται διαφόρων ειδών βελτιώσεις, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω διαδικασιών που μπορούν να κινήσουν οι πολιτικοί. Δεδομένης όμως της ευρύτερης σαπίλας που ευνοεί κατά κανόνα τα προσωπικά συμφέροντα των πολιτικών, μία τέτοια αλλαγή φαίνεται μάλλον μακρινή.
Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των προβλημάτων δεν πηγάζει τόσο από τους θεσμούς και τους νόμους, όσο από τους ανθρώπους που διαχειρίζονται αυτά τα δύο.Ο μοναδικός νόμος που θα μεταμόρφωνε αυτόματα την Ελλάδα σε σύγχρονο κράτος θα ήταν η τήρηση του νόμου που θα έλεγε: «Να εφαρμόζονται όλοι οι νόμοι». Άρα το σάπιο κομμάτι του συστήματος δεν είναι τόσο το θεσμικό όσο το ανθρώπινο. Η σημαντικότερη ευκαιρία που παρουσιάζεται στον οποιονδήποτε πολίτη ώστε να παρέμβει στο συγκεκριμένο ανθρώπινο κομμάτι, είναι οι εθνικές εκλογές. Ο λόγος που η συγκεκριμένη ευκαιρία έχει υποτιμηθεί τόσο, είναι σχετικά σύνθετος αλλά θα μπορούσε να συνοψισθεί στα εξής δύο αίτια: Την «ποδοσφαιροποίηση» της πολιτικής, και την απαξίωση της ενασχόλησης με τα Κοινά.
Παρόλο που τα συγκεκριμένα δύο αίτια είναι υπόλογα για την υποτίμηση της εκλογικής διαδικασίας, ανατροφοδοτούν ταυτόχρονα και τη συντήρηση της σαπίλας του πολιτικού κόσμου. Διότι, από τη στιγμή που η πολιτική είναι εδραιωμένη στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως ένας αγώνας ποδοσφαίρου και όχι ως κάτι δημιουργικό, εξελικτικό, υπεύθυνο και συλλογικό που αξιολογείται συνεχώς, φυσικό είναι και οι ίδιοι οι πολιτικοί να πολιτεύονται με αντίστοιχους ανταγωνιστικούς όρους εκτός δημιουργικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που μία σημαντική μερίδα της κοινωνίας απαξιώνει την ενασχόλησή της με τα Κοινα, φυσικό είναι οι επιτήδειοι, οι ανήθικοι, οι ανίκανοι και οι καιροσκόποι να εκμεταλεύονται τη συγκεκριμένη απάθεια για προσωπικό όφελος.
Μέσω της αποχής, το μερίδιο της κοινωνίας που ισοπεδωτικά απαξιώνει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, στην ουσία δίνει λευκή επιταγή στα πρώτα κόμματα να ορίσουν το παρόν και το μέλλον του τόπου καθώς και να συνεχίζουν να προάγουν τα συμφέροντά τους με τους ίδιους και απαράλλαχτους διεφθαρμένους όρους. Δεδομένου ότι οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι των πρώτων κομμάτων και των γνωστών πολιτικών λαμογίων θα ψηφίσουν και πάλι τα ίδια κόμματα και τους ίδιους ανθρώπους, κάθε έλλειψη αντικρουόμενης ψήφου ενισχύει τη συντήρηση και τη συνέχιση του ίδιου καθεστώτος.
Μία ενεργή κοινωνία, δηλαδή μία κοινωνία που ασχολείται με τα Κοινά, που μετέχει στις εκλογές και σε αυτές ψηφίζει κατά συνείδηση, υποδηλώνει μία κοινωνία που δεν επιτρέπει παρεκτροπές, σκάνδαλα, κακοδιαχείριση και παρανομίες. Μία κοινωνία με μαζική συμμετοχή στις εκλογές, αξιολογεί και απονέμει ευθύνες ή επαίνους στους πολιτικούς, ανάλογα το έργο τους. Το σκεπτικό αυτό ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο αν θεωρήσουμε ότι οι απέχωντες υποτίθεται ότι έχουν την αντίληψη και την κριτική ικανότητα να συνειδητοποιούν τα αρνητικά στοιχεία της παρούσας πολιτικής σκηνής. Άλλωστε, ακόμα και ο ισοπεδωτικός ισχυρισμός τους πως «όλοι ίδιοι είναι», υποδηλώνει ότι αντιλαμβάνονται τις παρεκτροπές των πολιτικών και την κατάντια του πολιτικού μας συστήματος.
Ο ισχυρισμός ότι ο απέχων είναι ηθικός αυτουργός για τη συνέχιση και διαιώνιση της πολιτικής σαπίλας είναι ημιτελής. Στην πραγματικότητα, ο απέχων εκτός από ηθικός είναι και ο καθεαυτό υπεύθυνος της συντήρισης και επανεκλογής ανίκανων και διεφθαρμένων πολιτικών.