Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος το ελληνάκι τιμάει τη μνήμη του Βασίλη Ραφαηλίδη καθώς σήμερα συμπληρώνονται 9 χρόνια από τον θάνατό του. Η επιλογή για την ετήσια τιμή της συγκεκριμένης προσωπικότητας δεν είναι τυχαία, αφού ο Βασίλης Ραφαηλίδης ενσωματώνει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά που ταλανίζουν πολλά ελληνάκια.
Αγαπούσε την πατρίδα του με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αυτόν μπροστά στον οποίο οι περισσότεροι δήθεν πατριώτες προτιμούν να εθελοτυφλούν. Ο συγκεκριμένος τρόπος είναι αυτός της ειλικρινούς και αμερόληπτης αυτοκριτικής. Της ανάδειξης όλων των αρνητικών συστατικών του ελληνικού κράτους, όχι κακοπροαίρετα ή με σκοπό τον διασυρμό και την εσωτερική διχόνοια, αλλά με ιδιαίτερη αγάπη και σκοπό την εξουδετέρωσή τους. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να είναι το ελάχιστο καθήκον οποιουδήποτε θα ήθελε να αυτοαποκαλείται «πατριώτης».
Ο Ραφαηλίδης, αν και δηλωμένος Αριστερός, υπήρχε ανέκαθεν επικριτικός προς την ελληνική Αριστερά για τον τρόπο συμμετοχής της στο ελληνικό τσίρκο. Ο άνθρωπος ήταν απλά ρεαλιστής και δεν φοβόταν να αρθρώσει τον ορθό λόγο εκεί που ο παραλογισμός ξεχείλιζε. Μία ιδιότητα που σπανίζει ιδιαίτερα στην κοινωνία μας.
Και επειδή, όπως είχα γράψει και πέρυσι, δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι παρουσιάσεις μετά τον θάνατο κάποιου, πόσο μάλλον όταν δεν τον γνώρισα προσωπικά αλλά ακούγομαι λες και μιλάω εκ μέρους του, θα σταματήσω τις προσωπικές απόψεις μου εδώ και απλά θα μεταφέρω δυο-τρία αποσπάσματα από το βιβλίο του «Μνημόσυνο για Έναν Ημιτελή Θάνατο» (1992, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), ως ελάχιστο φόρο τιμής για τα 9 χρόνια από το θάνατό του.
«…Οι Γερμανοί ελληνιστές, άλλωστε, είναι αυτοί που ανακάλυψαν κάτι περίεργα όντα πλακωμένα κάτω από τα αρχαιοελληνικά ερείπια και είπαν: Κοίτα να δεις, υπάρχουν ακόμα Έλληνες. Πρέπει να τους το πούμε, γιατί οι ίδιοι δεν έχουν ιδέα πως είναι Έλληνες και δεν υπάρχει περίπτωση να το μάθουν από μόνοι τους έτσι που απολιθώθηκε το μυαλό τους. Και ούτω πως, κυρίως χάρη στους Γερμανούς ελληνιστές, προέκυψε η εθνική συνείδηση των Νεοελλήνων του 18ου αιώνα.»
«Λεν οι μπούφοι: ξέρει ο Θεός. Κι αυτό τους απαλλάσσει απ’ την αγωνία της γνώσης. Λεν οι μπούφοι: έχει ο Θεός, Κι αυτό τους παρηγορεί που αυτοί δεν έχουν. Λεν οι μπούφοι: αν θέλει ο Θεός. Κι αυτό τους λύνει το δύσκολο πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης. Οι «Στοχασμοί» του Πασκάλ θα με μάθουν πως ακόμα κι αυτοί που κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν πίστη στο Θεό, το μόνο που τελικά κάνουν είναι μία απεγνωσμένη προσπάθεια να πείσουν τον ίδιο τους τον εαυτό πως, με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να χάσουν την πίστη τους στο Θεό. Γιατί θα μείνουν μετέωροι πάνω από ένα τάφο που τους περιμένει απ’ τη μέρα της γέννησής τους. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι το πρόβλημα της θεότητας αλλά η εξασφάλιση της «αιώνιας ζωής». Γι’ αυτούς προσωπικά.»
«… Από τότε ούτε παπά πλησίασα, ούτε εικόνισμα φίλησα. Για την ακρίβεια, φίλησα εικόνα μία και μοναδική φορά στο Άγιον Όρος, όταν ο καλόγερος που στεκόταν πίσω μου ήταν έτοιμος να με καρπαζώσει αν δεν έσκυβα να φιλήσω κάποιο απ’ τα χιλιάδες «άγια λείψανα» που είναι στοιβαγμένα εκεί. Και δεν ήθελα να δημιουργήσω σκάνδαλο εκεί μέσα, μπροστά σε τόσους περιδεείς απ’ το φόβο του θανάτου, που τον μεταλλάσσουν σε ευσέβεια.»
«Όπως και να ‘ναι, το να ‘σαι νομοταγής και δημοκράτης είναι βαθύτατα ανιαρό. Γι’ αυτό οι δημοκράτες, που πλήττουν υπέρ το δέον, γίνονται πολιτικοί. Όμως, πώς να ομολογήσει κανείς τις, υπαρξιακής τάξεως, πολιτικές του προθέσεις; Αν τις ομολογήσει, μάλλον δεν θα εκλεγεί και δεύτερη φορά. Ο ψηφοφόρος πρέπει να πιστεύει πως η μόνη σου έγνοια, τώρα που έγινες βουλευτής, είναι το συμφέρον του λαού».
«Μόνο όταν ζεις έξω απ’ την Ελλάδα καταλαβαίνεις πως είσαι Έλληνας. Για να ξεχαστείς πως είσαι Έλληνας αρκεί να επιστρέψεις στην Ελλάδα. Αν δε βγεις ποτέ απ’ την Ελλάδα και δεν αποχτήσεις μέτρα συγκρίσεως, είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω της κλίμακας, τότε δύο τινά είναι δυνατό να σου συμβούν: Είτε ως γνήσιος βλαξ να πιστέψεις πως είσαι γνήσιος απόγονος ένδοξων προγόνων, προκειμένου να αντέξεις την υπανάπτυξή σου, είτε να αφεθείς στον πλήρη εκβαρβαρισμό, όπως οι κάτοικοι του νοτιότατου άκρου της Βαλκανικής».
Αγαπούσε την πατρίδα του με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αυτόν μπροστά στον οποίο οι περισσότεροι δήθεν πατριώτες προτιμούν να εθελοτυφλούν. Ο συγκεκριμένος τρόπος είναι αυτός της ειλικρινούς και αμερόληπτης αυτοκριτικής. Της ανάδειξης όλων των αρνητικών συστατικών του ελληνικού κράτους, όχι κακοπροαίρετα ή με σκοπό τον διασυρμό και την εσωτερική διχόνοια, αλλά με ιδιαίτερη αγάπη και σκοπό την εξουδετέρωσή τους. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να είναι το ελάχιστο καθήκον οποιουδήποτε θα ήθελε να αυτοαποκαλείται «πατριώτης».
Ο Ραφαηλίδης, αν και δηλωμένος Αριστερός, υπήρχε ανέκαθεν επικριτικός προς την ελληνική Αριστερά για τον τρόπο συμμετοχής της στο ελληνικό τσίρκο. Ο άνθρωπος ήταν απλά ρεαλιστής και δεν φοβόταν να αρθρώσει τον ορθό λόγο εκεί που ο παραλογισμός ξεχείλιζε. Μία ιδιότητα που σπανίζει ιδιαίτερα στην κοινωνία μας.
Και επειδή, όπως είχα γράψει και πέρυσι, δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι παρουσιάσεις μετά τον θάνατο κάποιου, πόσο μάλλον όταν δεν τον γνώρισα προσωπικά αλλά ακούγομαι λες και μιλάω εκ μέρους του, θα σταματήσω τις προσωπικές απόψεις μου εδώ και απλά θα μεταφέρω δυο-τρία αποσπάσματα από το βιβλίο του «Μνημόσυνο για Έναν Ημιτελή Θάνατο» (1992, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), ως ελάχιστο φόρο τιμής για τα 9 χρόνια από το θάνατό του.
«…Οι Γερμανοί ελληνιστές, άλλωστε, είναι αυτοί που ανακάλυψαν κάτι περίεργα όντα πλακωμένα κάτω από τα αρχαιοελληνικά ερείπια και είπαν: Κοίτα να δεις, υπάρχουν ακόμα Έλληνες. Πρέπει να τους το πούμε, γιατί οι ίδιοι δεν έχουν ιδέα πως είναι Έλληνες και δεν υπάρχει περίπτωση να το μάθουν από μόνοι τους έτσι που απολιθώθηκε το μυαλό τους. Και ούτω πως, κυρίως χάρη στους Γερμανούς ελληνιστές, προέκυψε η εθνική συνείδηση των Νεοελλήνων του 18ου αιώνα.»
«Λεν οι μπούφοι: ξέρει ο Θεός. Κι αυτό τους απαλλάσσει απ’ την αγωνία της γνώσης. Λεν οι μπούφοι: έχει ο Θεός, Κι αυτό τους παρηγορεί που αυτοί δεν έχουν. Λεν οι μπούφοι: αν θέλει ο Θεός. Κι αυτό τους λύνει το δύσκολο πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης. Οι «Στοχασμοί» του Πασκάλ θα με μάθουν πως ακόμα κι αυτοί που κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν πίστη στο Θεό, το μόνο που τελικά κάνουν είναι μία απεγνωσμένη προσπάθεια να πείσουν τον ίδιο τους τον εαυτό πως, με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να χάσουν την πίστη τους στο Θεό. Γιατί θα μείνουν μετέωροι πάνω από ένα τάφο που τους περιμένει απ’ τη μέρα της γέννησής τους. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι το πρόβλημα της θεότητας αλλά η εξασφάλιση της «αιώνιας ζωής». Γι’ αυτούς προσωπικά.»
«… Από τότε ούτε παπά πλησίασα, ούτε εικόνισμα φίλησα. Για την ακρίβεια, φίλησα εικόνα μία και μοναδική φορά στο Άγιον Όρος, όταν ο καλόγερος που στεκόταν πίσω μου ήταν έτοιμος να με καρπαζώσει αν δεν έσκυβα να φιλήσω κάποιο απ’ τα χιλιάδες «άγια λείψανα» που είναι στοιβαγμένα εκεί. Και δεν ήθελα να δημιουργήσω σκάνδαλο εκεί μέσα, μπροστά σε τόσους περιδεείς απ’ το φόβο του θανάτου, που τον μεταλλάσσουν σε ευσέβεια.»
«Όπως και να ‘ναι, το να ‘σαι νομοταγής και δημοκράτης είναι βαθύτατα ανιαρό. Γι’ αυτό οι δημοκράτες, που πλήττουν υπέρ το δέον, γίνονται πολιτικοί. Όμως, πώς να ομολογήσει κανείς τις, υπαρξιακής τάξεως, πολιτικές του προθέσεις; Αν τις ομολογήσει, μάλλον δεν θα εκλεγεί και δεύτερη φορά. Ο ψηφοφόρος πρέπει να πιστεύει πως η μόνη σου έγνοια, τώρα που έγινες βουλευτής, είναι το συμφέρον του λαού».
«Μόνο όταν ζεις έξω απ’ την Ελλάδα καταλαβαίνεις πως είσαι Έλληνας. Για να ξεχαστείς πως είσαι Έλληνας αρκεί να επιστρέψεις στην Ελλάδα. Αν δε βγεις ποτέ απ’ την Ελλάδα και δεν αποχτήσεις μέτρα συγκρίσεως, είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω της κλίμακας, τότε δύο τινά είναι δυνατό να σου συμβούν: Είτε ως γνήσιος βλαξ να πιστέψεις πως είσαι γνήσιος απόγονος ένδοξων προγόνων, προκειμένου να αντέξεις την υπανάπτυξή σου, είτε να αφεθείς στον πλήρη εκβαρβαρισμό, όπως οι κάτοικοι του νοτιότατου άκρου της Βαλκανικής».