Σήμερα είναι η Ευρωπαϊκή Ημέρα Πάρκων. Αυτό που εμείς στην Ελλάδα αποκαλούμε κοινώς, Ευρωπαϊκή Ημέρα Χρονικής και Χωρικής Εξάρτησης Κβαντομηχανικών Συστημάτων Χωρίς τη Χρήση της Χρονοανεξάρτητης Εξίσωσης Schrödinger.
Τα στοιχεία είναι απλά και σαφή. Ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος έχει θεσπίσει ως «ανεκτό» όριο τα 10 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, στην Ελλάδα έχουμε μία πρωτεύουσα με 2,5 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο. Παρόμοια νούμερα (2 ~ 4) ισχύουν και για τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, αποδεικνύοντας ότι ως λαός, η σημασία που δίνουμε στην έννοια του ελεύθερου κοινόχρηστου χώρου είναι πανομοιότυπη με αυτή που δίνουμε για την εξαφάνιση της πεταλούδας Deloneura immaculata. Παράλληλα, το μίσος που φαίνεται να τρέφουμε για το πράσινο, παίζει και να ξεπερνάει αυτό που έχουμε συνολικά για τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, το ΔΝΤ, το κεφάλαιο, τους μπάτσους, τους Τούρκους, τα Νεφελίμ και τον Βγενόπουλο.
Η νοοτροπία που έχουμε όσον αφορά την αξία και τα πλεονεκτήματα των ελεύθερων χώρων πρασίνου μέσα στις πόλεις είναι έκδηλη, όχι μόνο στους υπάρχοντες αστικούς ιστούς, αλλά και στις επεκτάσεις αυτών. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να θαυμάσει σε τι υπέροχη κατάσταση βρίσκονται οι νεόδμητες περιοχές του Γέρακα Αττικής, των Γλυκών Νερών, της Παιανίας, και άλλων περιοχών που αποτελούν την ανάπτυξη της Αθήνας προς Μεσόγεια, όπου μπορεί κάποιος να συναντήσει κάτι υποτυπώδη παρκάκια σφηνωμένα ανάμεσα σε άλλα ακίνητα ή νησίδες δρόμου. Τα παρκάκια αυτά, συνήθως προκύπτουν είτε σε δημόσιους χώρους, επειδή δεν χωράει να χτιστεί κάποια «δημοτική» καφετέρια, είτε σε ιδιωτικούς επειδή προφανώς πρόκειται για καμιά δεκαριά κληρονόμους που πλακώνονται και δεν μπορούν να διαχειριστούν την έκταση, οπότε κατά κάποιο τρόπο η έκταση μένει ανεκμετάλλευτη στο «μένος» των στοιχείων της φύσης. Και φυσικά οι εκάστοτε δήμοι, ονομάζουν πάρκο αυτό το αναξιοποίητο συνονθύλευμα αγριόχορτων, μπαζών και χωμάτων.
Εκτός από τις νεόδμητες περιοχές, υπάρχουν και οι υφιστάμενες που παλεύουν να ανασάνουν. Έχουμε μία περιοχή όπου αναλογούν 100 κυβ. μ. τσιμέντου ανά κάτοικο και ξαφνικά απελευθερώνεται μία μικρή έκταση. Τι θα την κάνουμε; Τσιμέντο φυσικά! Μάλιστα, αν ο δήμαρχος είναι και ψιλό-ξύπνιος, θα τσιμεντώσει την έκταση πάνω απ’ όλα βάσει αρχιτεκτονικής μελέτης (!), θα φυτέψει και 1-2 διάσπαρτες γλάστρες, και κόβοντας την κορδέλα, θα εκφωνήσει έναν ηρωικό λόγο για τον χώρο που παραδίδεται στους κατοίκους. (Ως γνωστόν από την τσιμεντοποίηση τρώνε οι άπορες οικογένειες εργολάβων, αλλά και λοιπών δημοτικών στελεχών).
Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις, όπου μία έκταση ή ένα εγκαταλειμμένο κτιριακό συγκρότημα ανήκουν ήδη στο Δήμο, αλλά για κάποιο λόγο, και ενώ τα χρόνια περνούν, τα Δημοτικά Συμβούλια αναλώνονται στο πως θα εκμεταλλευτούν οικονομικά αυτόν το χώρο, χωρίς φυσικά να γίνεται λόγος για την αξιοποίησή του ως πάρκο. Οι δημοτικές παρατάξεις, ή οι πολίτες που ζητούν πάρκα θεωρούνται άλλωστε γραφικοί.
Φυσικά, αν κάποιος δει τα στατιστικά για τους «κοινόχρηστους χώρους» θα απορήσει για την σχετικά μεγάλη έκτασή τους και θα αναρωτηθεί πού βρίσκονται όλοι αυτοί οι χώροι. Και η απάντηση είναι: κάτω από τα τραπεζάκια των καφετεριών. Διότι μπορεί να μισούμε θανάσιμα το πράσινο, αλλά το ίδιο φαίνεται να κάνουμε και με τους ελεύθερους χώρους. Για έναν Δήμο, ελεύθερος χώρος σημαίνει χάσιμο χρημάτων. Αν μάλιστα ο ελεύθερος χώρος είναι πράσινος, σημαίνει παραπάνω έξοδα από τη συντήρησή του και πρόσληψη εν ενεργεία τερματοφυλάκων ως κηπουρούς. Αν όμως έναν ελεύθερο χώρο τον γεμίσεις τραπεζάκια, εξασφαλίζεις και ένα εισοδηματάκι είτε από δημοτικά τέλη είτε από λαδώματα των ιδιοκτητών, ώστε να έχεις χρήματα για να τσιμεντώσεις τον επόμενο διαθέσιμο ελεύθερο χώρο, οπότε θεωρείσαι πιο πετυχημένος Δήμος.
Όταν λοιπόν η κακή αυτή σχέση που έχουμε με τα πάρκα είναι εμφανής ακόμα και σε καινούργιους αστικούς ιστούς, ή σε ευκαιρίες που παρουσιάζονται στους υπάρχοντες, καταλαβαίνει κανείς ότι πρέπει να περάσουν ακόμα αρκετές γενεές για να το πιάσουν το νόημα. Για την ώρα, ο μέσος Έλληνας αστός, αν θέλει να ξαπλώσει πάνω σε γρασίδι, να δει λίγο δέντρο και να ανοίξει γενικά λίγο το μάτι του, θα πρέπει να μπει στο αυτοκίνητο και να ταξιδέψει τουλάχιστον κάνα μισάωρο εκτός πόλης, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το περιβάλλον.
Τα στοιχεία είναι απλά και σαφή. Ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος έχει θεσπίσει ως «ανεκτό» όριο τα 10 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, στην Ελλάδα έχουμε μία πρωτεύουσα με 2,5 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο. Παρόμοια νούμερα (2 ~ 4) ισχύουν και για τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, αποδεικνύοντας ότι ως λαός, η σημασία που δίνουμε στην έννοια του ελεύθερου κοινόχρηστου χώρου είναι πανομοιότυπη με αυτή που δίνουμε για την εξαφάνιση της πεταλούδας Deloneura immaculata. Παράλληλα, το μίσος που φαίνεται να τρέφουμε για το πράσινο, παίζει και να ξεπερνάει αυτό που έχουμε συνολικά για τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, το ΔΝΤ, το κεφάλαιο, τους μπάτσους, τους Τούρκους, τα Νεφελίμ και τον Βγενόπουλο.
Η νοοτροπία που έχουμε όσον αφορά την αξία και τα πλεονεκτήματα των ελεύθερων χώρων πρασίνου μέσα στις πόλεις είναι έκδηλη, όχι μόνο στους υπάρχοντες αστικούς ιστούς, αλλά και στις επεκτάσεις αυτών. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να θαυμάσει σε τι υπέροχη κατάσταση βρίσκονται οι νεόδμητες περιοχές του Γέρακα Αττικής, των Γλυκών Νερών, της Παιανίας, και άλλων περιοχών που αποτελούν την ανάπτυξη της Αθήνας προς Μεσόγεια, όπου μπορεί κάποιος να συναντήσει κάτι υποτυπώδη παρκάκια σφηνωμένα ανάμεσα σε άλλα ακίνητα ή νησίδες δρόμου. Τα παρκάκια αυτά, συνήθως προκύπτουν είτε σε δημόσιους χώρους, επειδή δεν χωράει να χτιστεί κάποια «δημοτική» καφετέρια, είτε σε ιδιωτικούς επειδή προφανώς πρόκειται για καμιά δεκαριά κληρονόμους που πλακώνονται και δεν μπορούν να διαχειριστούν την έκταση, οπότε κατά κάποιο τρόπο η έκταση μένει ανεκμετάλλευτη στο «μένος» των στοιχείων της φύσης. Και φυσικά οι εκάστοτε δήμοι, ονομάζουν πάρκο αυτό το αναξιοποίητο συνονθύλευμα αγριόχορτων, μπαζών και χωμάτων.
Εκτός από τις νεόδμητες περιοχές, υπάρχουν και οι υφιστάμενες που παλεύουν να ανασάνουν. Έχουμε μία περιοχή όπου αναλογούν 100 κυβ. μ. τσιμέντου ανά κάτοικο και ξαφνικά απελευθερώνεται μία μικρή έκταση. Τι θα την κάνουμε; Τσιμέντο φυσικά! Μάλιστα, αν ο δήμαρχος είναι και ψιλό-ξύπνιος, θα τσιμεντώσει την έκταση πάνω απ’ όλα βάσει αρχιτεκτονικής μελέτης (!), θα φυτέψει και 1-2 διάσπαρτες γλάστρες, και κόβοντας την κορδέλα, θα εκφωνήσει έναν ηρωικό λόγο για τον χώρο που παραδίδεται στους κατοίκους. (Ως γνωστόν από την τσιμεντοποίηση τρώνε οι άπορες οικογένειες εργολάβων, αλλά και λοιπών δημοτικών στελεχών).
Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις, όπου μία έκταση ή ένα εγκαταλειμμένο κτιριακό συγκρότημα ανήκουν ήδη στο Δήμο, αλλά για κάποιο λόγο, και ενώ τα χρόνια περνούν, τα Δημοτικά Συμβούλια αναλώνονται στο πως θα εκμεταλλευτούν οικονομικά αυτόν το χώρο, χωρίς φυσικά να γίνεται λόγος για την αξιοποίησή του ως πάρκο. Οι δημοτικές παρατάξεις, ή οι πολίτες που ζητούν πάρκα θεωρούνται άλλωστε γραφικοί.
Φυσικά, αν κάποιος δει τα στατιστικά για τους «κοινόχρηστους χώρους» θα απορήσει για την σχετικά μεγάλη έκτασή τους και θα αναρωτηθεί πού βρίσκονται όλοι αυτοί οι χώροι. Και η απάντηση είναι: κάτω από τα τραπεζάκια των καφετεριών. Διότι μπορεί να μισούμε θανάσιμα το πράσινο, αλλά το ίδιο φαίνεται να κάνουμε και με τους ελεύθερους χώρους. Για έναν Δήμο, ελεύθερος χώρος σημαίνει χάσιμο χρημάτων. Αν μάλιστα ο ελεύθερος χώρος είναι πράσινος, σημαίνει παραπάνω έξοδα από τη συντήρησή του και πρόσληψη εν ενεργεία τερματοφυλάκων ως κηπουρούς. Αν όμως έναν ελεύθερο χώρο τον γεμίσεις τραπεζάκια, εξασφαλίζεις και ένα εισοδηματάκι είτε από δημοτικά τέλη είτε από λαδώματα των ιδιοκτητών, ώστε να έχεις χρήματα για να τσιμεντώσεις τον επόμενο διαθέσιμο ελεύθερο χώρο, οπότε θεωρείσαι πιο πετυχημένος Δήμος.
Όταν λοιπόν η κακή αυτή σχέση που έχουμε με τα πάρκα είναι εμφανής ακόμα και σε καινούργιους αστικούς ιστούς, ή σε ευκαιρίες που παρουσιάζονται στους υπάρχοντες, καταλαβαίνει κανείς ότι πρέπει να περάσουν ακόμα αρκετές γενεές για να το πιάσουν το νόημα. Για την ώρα, ο μέσος Έλληνας αστός, αν θέλει να ξαπλώσει πάνω σε γρασίδι, να δει λίγο δέντρο και να ανοίξει γενικά λίγο το μάτι του, θα πρέπει να μπει στο αυτοκίνητο και να ταξιδέψει τουλάχιστον κάνα μισάωρο εκτός πόλης, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το περιβάλλον.