Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Το πάθος για τη λεφτεριά...

Μη νομίζεις ότι δεν έχω περάσει από εκεί. Ότι δεν έχω νοιώσει την αδρεναλίνη στο κυνηγητό, τον αποπροσανατολισμό από τα δακρυγόνα, την απελπισία βλέποντας παντού νοικοκυραίους και τον θαυμασμό για αυτό που έκανα. Το ξέρω πως είναι. Γνωρίζω την έκσταση όταν η μολότωφ σκάει, και πόσο αληθινό και ανθρώπινο είναι να μιλάς με πάθος για αυτά που πιστεύεις. Πόσο υποτιμητικό και εξευτελιστικό είναι όταν τρως ξύλο και βρισίδια από Ελληναράδες με εθνόσημο στο στήθος. Ξέρω πόσο δημιουργικό και ωθητικό είναι να δρας για έναν καλύτερο κόσμο όπως τον έχεις πλάσει μέσα στο δικό σου το κεφάλι, άσχετα από το πόσο σφιχτά σε πνίγει η αδικία.

Δεν είναι ψεύτικο. Οι πορείες, ο κλεφτοπόλεμος με τους μπάτσους, και οι ώρες μετά τις πρώτες προσαγωγές είναι πραγματικές. «Έπιασαν 20 άτομα», θα φώναζε κάποιος. «Όλοι στη ΓΑΔΑ για συμπαράσταση», θα φώναζε κάποιος άλλος. Αγωνία για τους προσαχθέντες. Τα κινητά έπαιρναν φωτιά και μέσα σε 1-2 ώρες θα ήμασταν όλοι πάλι εκεί μαζεμένοι. Φωνάζοντας δυνατά, ενωμένοι και πάντα μόνοι.

Η μοναξιά αυτή, παρούσα πάντα από τα πρώτα χρόνια και τις πρώτες πορείες, ήταν πιο πολύ η κινητήρια δύναμη παρά η αποτρεπτική. Μόνοι αλλά και οι μοναδικοί τολμηροί που πέρναγαν τα όρια, πλημμυρισμένοι από αισθήματα ελευθερίας και αγώνα.

Ήμουν και τον Ιούνιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη. Στην ευρωπαϊκή σύνοδο. Ίσως για μοναδική φορά, το μαύρο μπλοκ, γεμάτο με ομάδες και συντρόφους από όλη την Ευρώπη, απαριθμούσαμε τουλάχιστον 5000 άτομα. Τα συναισθήματα απίστευτα. Όταν βγήκαμε στην Εγνατία, δεν πίστευα το μέγεθος. Όλοι κοιταζόμασταν και γελάγαμε. Εκείνη η μέρα ίσως και να ήταν η τελευταία που πίστεψα πως κάτι γίνεται.

Το πάθος για τη λεφτεριά είναι κυριολεκτικά δυνατότερο από όλα τα κελιά. Αυτό όμως που δεν μας είπε ποτέ κανείς, και που τελικά έμαθα μόνος μου, ήταν το είδος της λεφτεριάς που ευαγγελιζόμασταν. Διότι, η ελευθερία είναι μία άκρως αόριστη έννοια. Ίσως πιο αόριστη και από την αγάπη ή την αλληλεγγύη. Και η ελευθερία για την οποία μιλάγαμε, και για την οποία μιλάνε πολλοί ακόμα, απαιτεί πολλή περισσότερη σκέψη και προσπάθεια από τα συνθήματα, τα βρισίδια, τις αντικομφορμιστικές ρητορικές και μερικές σπασμένες τράπεζες.

Αυτό που άλλαξε, δεν είναι ούτε η ηλικία, ούτε ένα κάποιου είδους βόλεμα, ούτε η συμβατικότητα. Είναι η περαιτέρω ανάλυση αυτής της ελευθερίας και η εμβάθυνση σε αυτή. Πώς μπορείς να απαιτείς κάτι για το οποίο δεν είσαι καλός γνώστης; Πόσο υποκριτικό είναι αυτό, όχι μόνον απέναντι στην κοινωνία αλλά και απέναντι στη συνείδησή σου;

Η ελευθερία είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και ομορφότερο από αυτό που θεωρούσα τότε. Ακόμα και όταν παραβίαζα τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, ακόμα και όταν προκαλούσα επίτηδες για να δοκιμάσω τα όρια των «άλλων». Η ελευθερία δεν μπορεί να οριστεί μέσα στη συνοικία των Εξαρχείων, ούτε στα αυτόνομα στέκια. Ο κόσμος είναι πολύ πολύ μεγαλύτερος από τα φυλακισμένα μυαλά των μικροαστών, αλλά και αυτά των δήθεν επαναστατών. Και η ελευθερία είναι ανάλογη αυτού του κόσμου. Όσο μίζερη και μικροσκοπική δείχνει η θεώρηση του σύμπαντος και της ζωής από τη θρησκεία σε σχέση με την πραγματικότητα, τόσο μίζερη και μικροσκοπική δείχνει η θεώρηση της ελευθερίας από τους παθιασμένους μαυροφορεμένους πιτσιρικάδες.

Εκεί όμως έγκειται το πρόβλημα της πάλης για την ελευθερία. Στο γεγονός ότι θεωρείται κάτι τόσο απλό, ευνόητο και ξεκάθαρο που οι συγκεκριμένοι πιτσιρικάδες πιστεύουν πως όλοι πρέπει να αντιλαμβάνονται, ξεκινώντας από τους εαυτούς τους. Και επειδή φυσικά αυτό δεν συμβαίνει, κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι.

Το παιχνίδι χάνεται όταν η προβοκάτσια δίνει και παίρνει από όλες τις πλευρές. Όταν σε κάθε μα κάθε μαζική πορεία, το στόρι εξελίσσεται ακριβώς το ίδιο: Ξεκινάει η πορεία, παρεισφρύουν κουκουλοφόροι (ασφαλίτες ή μη, ΔΕΝ έχει σημασία) οι οποίοι ξεκινάνε μπάχαλα, τα ΜΑΤ βρίσκουν ευκαιρία να διαλύσουν την κατά τ’άλλα ειρηνική πορεία, ο κόσμος πάει σπίτια του, και οι εναπομένοντες κουκουλοφόροι πιτσιρικάδες διαλύονται στα στενά στήνοντας οδοφράγματα, δίνοντας την ευκαιρία στην αστυνομία να προχωρήσει σε αδιάκριτες προσαγωγές ή εφορμήσεις σε στέκια και μαγαζιά. Το βράδυ στα κανάλια, οι δημοσιογράφοι βγάζουν το σκονάκι από τις προηγούμενες πορείες και λένε ακριβώς το ίδιο ποιήμα. Με μαθηματική ακρίβεια, αυτό το σκηνικό επαναλαμβάνεται από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να κατεβαίνει στους δρόμους. Τουλάχιστον είκοσι χρόνια τώρα συμβαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ το ίδιο σκηνικό. Και τελικά ποια είναι η κατάληξη; Κλούβες σε κάθε γωνία της Αθήνας, γεμάτες αφηνιασμένους πιτσιρικάδες ματατζήδες, και τρομαγμένες θείες να ζητάνε ακόμα περισσότερους.

Αν λοιπόν με ρωτήσεις αν άξιζε το «αντάρτικο» της πόλης, τα κυνηγητά, οι πέτρες, οι μολότωφ, η αγωνία, οι φωνές, το αίσθημα της αδικίας και όλη αυτή η προσπάθεια που κατέβαλα πριν 10 χρόνια θα σου απαντήσω ότι για μένα, ως προσωπικός αγώνας, ναι· για τις καθεαυτό πράξεις όμως, ως κοινωνικός αγώνας δεν άξιζαν μία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν άξιζαν μία, αλλά χρησιμοποιήθηκαν και από το «αντίπαλο στρατόπεδο» με πολύ πιο έξυπνο τρόπο από αυτό που θεωρούσαμε εμείς.

Σε προσωπικό επίπεδο, κάθε νέα εμπειρία, κάθε διεκδίκηση και κάθε αντίσταση στο βόλεμα, τον κομφορμισμό, την αδικία και τη μονοτονία είναι θεμιτά. Είναι αυτά τα στοιχεία που μας εξελίσσουν, μας κάνουν πιο ώριμους, και πιο σοφούς. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι συνεχώς να ωρίμαζαν και να άλλαζαν προς το σοφότερο. Όμως σε κοινωνικό επίπεδο, η ατομική ελευθερία έχει όρια. Για τον απλό λόγο ότι πρέπει να αφήσεις χώρο και για τις ατομικές ελευθερίες του άλλου. Έτσι αλληλοϋποστηρίζεται μία κοινωνία, και έτσι μόνον λειτουργεί. Όταν για χάρη της ατομικής σου ελευθερίας, προσπαθείς να σπάσεις κοινωνικές συμβάσεις δια της βίας, τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγείσαι όχι μόνο στην ήττα αλλά και στην ήττα των ιδεών που εκπροσωπείς. Πόσο μάλλον όταν η ίδια τακτική έχει αποτύχει ίσα με μερικές χιλιάδες φορές μέχρι σήμερα. Η μοναδική περίπτωση που μπορείς να καταφέρεις κάτι με αυτό τον τρόπο, είναι μόνον όταν αυτά που πρεσβεύεις αντανακλούν και τις ανάγκες της υπόλοιπης κοινωνίας, οπότε σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ότι είσαι εναντίον μίας ολιγαρχίας την οποία αργά ή γρήγορα πιθανώς όντως να νικήσεις.

Στην τελική, η επανάληψη αποτυχημένων τακτικών δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω από την διάχυση περισσότερης ανοησίας στην κοινωνία. Και αν το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε μία πιο ανόητη κοινωνία, τότε καλύτερα να μην είχαμε καμία αίσθηση «ελευθερίας» εξ αρχής.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...