Έχει τύχει να γνωρίσω κάποιους επιφανείς, και ευρέως γνωστούς Έλληνες, από διάφορους χώρους, και η γενικότερη αίσθηση που έπαιρνα ήταν κατά κανόνα μία ελαφριά αλαζονεία σε συνδυασμό με ένα πολύ πιο κόσμιο «ξέρεις-ποιος-είμαι-εγώ-ρε». Αυτή η αίσθηση όπου κάποιος έχει αυτό-ανακηρυχθεί «βασιλιάς των πάντων», και έχει αυτό το τουπέ που του προσέδωσαν κάποια όντως σημαντικά έργα του στο παρελθόν, αλλά τα τελευταία χρόνια προτιμά να επαναπαύεται στις δάφνες του και να πουλάει απλά την προσωπικότητά του. Είτε επειδή του κάνουν καλή προώθηση τα ΜΜΕ, είτε επειδή τον στηρίζει ο εκάστοτε χώρος.
Πάντα είχα μία απέχθεια απέναντι σε τέτοιου είδους βιτρίνες. Δηλαδή, σε ανθρώπους που μπορεί όντως να έχουν δυνατό μυαλό ή σπουδαίο ιστορικό, αλλά και οι δύο αυτές αρετές να επικαλύπτονται από ένα σωρό νεοελληνικούς θεατρινισμούς και «μάγκικες» συμπεριφορές με στόχο το σωστό και σοβαρό «θεαθήναι», πέρα από την ουσία.
Υπάρχουν όμως και αυτοί οι Έλληνες που συνήθως βρίσκονται στην αφάνεια, που δεν αναφέρονται και τόσο συχνά, ούτε απασχολούν τα ΜΜΕ, και επιλέγουν απλά να παράγουν έργο χωρίς να ζητάνε κανέναν προβολέα πάνω τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο Νάνος Βαλαωρίτης, τον οποίο είχα την τιμή να γνωρίσω αυτοπροσώπως, μαζί με την σύζυγό του, το προηγούμενο σαββατοκύριακο.
Πράος χαρακτήρας, που φαινόταν στο σχεδόν συνεχώς χαμογελαστό του πρόσωπο, με φιλική συμπεριφορά, αργή και σταθερή ομιλία και πνευματική διαύγεια, παρά το μεγάλο της ηλικίας του. Ντύσιμο απλό. Μακριά από αλαζονείες, ψωροπερηφάνιες και σνομπ συμπεριφορές, καθίσαμε σε ένα τραπέζι και μιλάγαμε μέχρι αργά το βράδυ.
Φεύγοντας, σκέφτηκα πόσοι ακόμα Έλληνες να υπάρχουν σαν αυτόν; Διάσπαρτοι σε ολόκληρη τη χώρα, μέσα σε κάποιου είδους αφάνεια, παράγοντας και επηρεάζοντας το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον με θετικές σκέψεις. Με παγκοσμίου φήμης ιδέες και έργα που η σύγχρονη Ελλάδα, όμως, επέλεξε να καταβροχθίσει και να τα κρύψει κάπου βαθιά στα έγκατά της. Ίσως για να τα ξεθάψουν στο μέλλον κάποιοι άλλοι ή απλά για να χαθούν από τα ίδια τα παιδιά της.