Μου ήταν αδύνατο να βάλω κάτω το μυαλό μου και να γράψω για τις τελευταίες ημέρες˙ για την περίοδο που ξεκίνησε από την αναγγελία δημοψηφίσματος μέχρι την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Αυτό που συνέβαινε ήταν τόσο πρωτόγνωρο αλλά και ξεκάθαρο που αδυνατούσα να μπω στον κόπο να το αναλύσω γιατί δεν υπήρχε λόγος. Ήταν απλό, σαφές, ξεκάθαρο και παντελώς… γυμνό.
Το αρχικό σάστισμα, στο άκουσμα της λέξης «δημοψήφισμα» έδωσε γρήγορα τη σειρά του σε ένα αισθησιακό στριπτίζ ολόκληρης της χώρας που δεν έχει επαναληφθεί σε παρόμοια έκταση. Μέσα σε λίγες μόλις ώρες, πολιτικοί, λαός, και ΜΜΕ κλήθηκαν να βρεθούν ενώπιον των ευθυνών τους και αντ’ αυτού «γδύθηκαν» θεωρώντας ότι αποφεύγουν τη λάντζα. Ασχέτως από τις προθέσεις του ΓΑΠ και τις όποιες θετικές ή αρνητικές προεκτάσεις είχε το δημοψήφισμα, δεν είναι αυτό που έβαλε σε όλους έναν καθρέφτη μπροστά στη μούρη τους, αλλά εκείνο που εξελίχθηκε ακόμα και όταν το δημοψήφισμα ακυρώθηκε.
Την αριστερά τη χάσαμε κάπου μεταξύ αναγγελίας του δημοψηφίσματος και των παιδαριωδών ανακοινώσεων Τσίπρα-Παπαρήγα σχετικά με το ζήτημα. Η δε ανυπαρξία της οργανωμένης αριστεράς, ξεσκέπασε και την φαρσοκωμωδία των «αγανακτισμένων» αφού χωρίς οργάνωση, η «αγανάκτηση» πήγε περίπατο. Αν υπήρξε μία φορά που η πλατεία Συντάγματος θα έπρεπε να γεμίσει όχι από χιλιάδες, αλλά από εκατομμύρια κόσμου, τότε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ήταν αυτή η στιγμή. Και αυτή τη φορά, το αίτημα θα ήταν ένα και σαφές: «Σοβαρευτείτε!».
Πώς όμως θα μπορούσε η σοβαρότητα να αποτελεί αίτημα ενός πλήθους που ουδέποτε ήταν σοβαρό από μόνο του; Πώς θα μπορούσαν να συγκλίνουν ομάδες πλήθους σε ένα αίτημα, όταν μήνες τώρα ο καθένας κατέβαινε στο Σύνταγμα για την πάρτη του; Δεν θα μπορούσε. Αντ’ αυτού, η «λαϊκή οργή», ή «αγανάκτηση», οι περήφανοι μουτζαδόροι των παρελάσεων, έκατσαν σπίτι τους και γεμάτοι αμηχανία παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στις τηλεοράσεις τους. Ενδεχομένως να βιάστηκαν να πανηγυρίσουν και την πτώση της «χούντας», χωρίς καν να βλέπουν την είσοδο της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση. Έτσι έφυγε η μπλούζα.
Οι τηλεοράσεις που ανέδειξαν τον πανικό των ΜΜΕ, δεν πρέπει να είχαν τέτοιο προηγούμενο. Εν μέσω συζητήσεων, η φημολογία σε όλα τα κανάλια είχε χτυπήσει κόκκινο και το πρόσωπο της πραγματικής ελληνικής δημοσιογραφίας έλαμψε. Οι καρέκλες και οι επιδοτήσεις έτριζαν. Το υπερεγώ της δημοσιογραφίας βγήκε στην επιφάνεια. Αντί για αντικειμενική ενημέρωση, παρακολουθήσαμε ένα reality show όπου ο κάθε δημοσιογράφος εξέφραζε τις επιθυμίες του, διεκδικώντας ένα μερίδιο στον μιντιακό εκβιασμό που τόσο καλά ξέρει να κάνει. Έτσι έφυγε και η φούστα.
Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται πως πάνω στον πανικό των πραγμάτων, μύρισε εξουσία και τρελάθηκε. Με αντικρουόμενες θέσεις, με δηλώσεις βουλευτών της σαν να ήταν ήδη κυβέρνηση, με πείσμα και με το αγαπημένο «τσαγανό» του προέδρου της, κατάφερε να αναδείξει την μισή πολιτική σαπίλα του τόπου. Έτσι έφυγε και το σουτιέν, χωρίς τελικά να μάθουμε ποτέ σε τι ακριβώς διαφωνούσε ο κ. Σαμαράς εξ αρχής.
Για την άλλη μισή, το ΠΑΣΟΚ τα πήγε θαυμάσια. Παίζοντας το παιχνίδι του Τρελαντώνη και υποκύπτοντας στο βαθύ DNA του κόμματος για παραμονή στην εξουσία, επιστρέψαμε στον πολιτικό διάλογο επιπέδου Γυμνασίου. Πώς θα καταστρέψουμε πολιτικούς αντιπάλους; Πώς θα κρατήσω το βουλευτιλίκι; Πώς θα κάνω την τάδε κίνηση, ώστε στις εκλογές να βγω εγώ από πάνω; Κοινώς, πώς θα βγω κερδισμένος πολιτικά, αδιαφορώντας πλήρως για τη χώρα; Πάει και το βρακί.
Και επειδή ένα στριπτίζ δεν είναι αρκετά αισθησιακό χωρίς το σωστό λίκνισμα, η περιστροφή γύρω από το stripper pole έγινε με την εκλογή του κ. Παπαδήμου και των διακοσμητικών υπουργών, αναπληρωτών και υφυπουργών που τοποθέτησαν οι τελευταίοι (θέλω να ελπίζω) αρχηγοί των τριών σημαντικών κομμάτων. Και μη νομίζετε ότι ήταν μία ψυχρή περιστροφή. Η αριστερά, οι «ειδήμονες», αυτοί που συνέχεια «έχουν τη λύση για τα πάντα», βγαίνοντας από την κρυψώνα που είχαν χαθεί τις τελευταίες ημέρες, ξεκίνησαν πάλι από εκεί που είχαν σταματήσει μιλώντας για τραπεζίτες, ευρωσυμφέροντα, αντιδημοκρατικές διεργασίες, τα «έργα και ημέραι» του κ. Παπαδήμου, και τη γνωστή πιπίλα, σα να μην είχε συμβεί τίποτα αυτή την εβδομάδα.
Θεωρητικά, μία γυμνή πλέον χώρα θα έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει για ρούχα. Έρχεται και χειμώνας. Διατηρώντας όμως τον ρεαλισμό μου μπορώ να δηλώσω σχεδόν με σιγουριά, ότι στις ερχόμενες εκλογές, θα λάβουμε όλοι ένα αξέχαστο lap dance. Επειδή η ευθύνη και η αυτοκριτική δεν είναι στα φόρτε μας, οπότε γιατί να μην ζήσουμε την τελευταία πράξη αυτής της χώρας ψηφίζοντας και πάλι το ίδιο πολιτικό σύστημα που τόσο περίτεχνα ανέδειξε την ανικανότητά του;