Αντιγράφω από το Βήμα,
«Σε ναυάγιο οδηγήθηκε η κατασκευή του Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών (ΚΑΝ) στο Μαρκόπουλο μετά τη δυναμική αντίδραση πιστών και περιβαλλοντολόγων, που είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική υπαναχώρηση των δημοτικών συμβούλων από την πρόσφατη ομόφωνη έγκριση τους (28/11/2011).
[…]
Παρόλο που ο στόχος του χθεσινού συμβουλίου ήταν να αναπτυχθεί τεκμηριωμένος και ουσιαστικός επιστημονικός διάλογος, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η βασιμότητα, ή μη, των αντιρρήσεων, αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της άρνησης της πλειοψηφίας των παρισταμένων να ακούσουν κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελαν. Τα γιουχαΐσματα και οι λεκτικές επιθέσεις εις βάρος επιστημόνων που θα υπεράσπιζαν το έργο οδήγησε τους τελευταίους να αποχωρήσουν στο πρώτο μισάωρο της συνεδρίασης.»
Αυτή η τελευταία παράγραφος είναι το ρεζουμέ της υπόθεσης και όχι το καθεαυτό αποτεφρωτήριο. Όχι μόνο επειδή θίγει σημαντικά ζητήματα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επιστημονικού λόγου, αλλά επειδή αντικατοπτρίζει τα τεκταινόμενα τοπικού επιπέδου στην ευρύτερη εθνική μας υπόσταση. Φαίνεται πως έχουμε παρεξηγήσει κάποια θέματα, και εφόσον δεν μπορούμε να βρούμε ένα κοινό πεδίο συνεννόησης σε τοπικό επίπεδο, αναρωτιέμαι πως θα μπορούσαμε να εργαστούμε συλλογικά σε εθνικό.
Το ελληνικό Σύνταγμα, παρά τα κουτσά και τα στραβά του, είχε την τύχη να προέλθει από ευρωπαϊκά Συντάγματα που είχαν ήδη εμπεδώσει τις αξίες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Εξ’ ου και η αναφορά στην ανεξιθρησκία αλλά και η αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος κάθε πολίτη αυτής της χώρας να εκφράζει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ελεύθερα, εφόσον δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα τρίτων.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη το συνταγματικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με την εμπεριστατωμένη άποψη ειδικών επιστημόνων, αλλά και την ήδη συμφωνηθείσα ομόφωνη έγκριση του ΔΣ, είναι τραγικό μία άκρως σωστή και δημοκρατική απόφαση να αποσύρεται μετά από γιουχαΐσματα και προπυλακισμούς ανθρώπων που προφανώς δεν αισθάνονται οι ίδιοι ως πολίτες μίας δημοκρατικής χώρας.
Ακούγονται διάφορες γλώσσες που αναφέρονται στους συγκεκριμένους ανθρώπους και την προέλευσή τους. Μιλάνε για οργανωμένες ομάδες από τοπικές ενορίες, υπό την καθοδήγηση ιερέων, κλπ. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Δεν έχει σημασία ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και αν όντως υποκινούνται από τοπικούς ιεράρχες. Αυτά είναι θέματα που θα έπρεπε να απασχολούν την ίδια την Εκκλησία στο εσωτερικό της, και όχι τον δημόσιο διάλογο. Σημασία έχει ότι αυτοί οι άνθρωποι, όποιοι και αν ήταν εν τέλει, κατάφεραν το αδιανόητο. Να τρομοκρατήσουν την Δημοτική Αρχή. Με πλήρη απουσία σεβασμού στην εμπεριστατωμένη, επιστημονική και συνταγματικά κατοχυρωμένη γνώμη, δυνάμωσαν λίγο την ένταση της φωνής τους και ακύρωσαν τα δικαιώματα χιλιάδων συνανθρώπων τους καθώς και τις μελέτες επιστημόνων.
Η δημοκρατία είναι ένα δύσκολο σύστημα. Ισορροπεί ανάμεσα στον σεβασμό της πλειοψηφίας, αλλά και την προστασία των μειονοτήτων. Για το τελευταίο ειδικά μεριμνά το κράτος δικαίου με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Εάν αυτό το αφαιρέσουμε, ή αν τελικά μετράει ο λόγος του όχλου ή της δυνατότερης κραυγής, τότε παύουμε να έχουμε δημοκρατία, και περνάμε απλά στην υπερίσχυση του δυνατότερου ή του πιο φωνακλά. Στην τελική, ακόμα και αν η δημοκρατία δεν είναι πλέον ζητούμενο σε αυτή τη χώρα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιου είδους καταστάσεις αμφισβητούν όχι μόνο την υπόστασή μας στον 21ο αιώνα χρονικά, αλλά και την υπαγωγή μας στην ευρωπαϊκή ήπειρο χωρικά.