Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Ο ευτυχισμένος υποκριτής


Μιλάει όλη την ώρα. Το σκασμό δε βγάζει. Μιλάει για τα πάντα. Αναφέρεται σε κάτι που άκουσε, σε κάποιον άλλον που είχε διαβάσει κάτι στο τρέχα γύρευε. Αναφέρεται σε φήμες, τυχαία ομαδικά e-mails, αναλώσιμες κονσερβοποιημένες ιδεολογίες.

Μιλάει για το παρελθόν του. Μιλάει μόνο για τον εαυτό του, τα βάσανα που βρήκαν αυτόν και κανέναν άλλο. Το πιστεύει πως η δική του και μόνο ζωή είναι η πιο σπουδαία, ότι όλοι οι άνθρωποι, τα πράγματα, το σύμπαν ολόκληρο ακολουθούν τη δική του νομοτέλεια. Παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Στα πολύ σοβαρά!

Μιλάει για αυτά που είδε στην τηλεόραση χθες το βράδυ. Σχολιάζει ότι σχολιάζουν όλοι. Αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια τη χθεσινή μέρα και όλα αυτά τα μικρά ασήμαντα γεγονότα που την έκαναν σπουδαία.

Προσπαθεί να χαμογελάει. Προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να είναι χαμογελαστός, ευγενικός, τυπικός. Δεν χάνει καμία γιορτή, καμία υποχρέωση. Πραγματικά προσπαθεί να κρατήσει τα πάντα σε μία τάξη. Ονόματα, γενέθλια, βαφτίσια, γάμοι, δώρα, ανούσια τηλεφωνήματα σε ασήμαντους ανθρώπους. Προσπαθεί πολύ σκληρά να βγάλει τη χαμογελαστή «καλημέρα» από το σφιχτό του στόμα.

Διψάει για αναγνώριση. Μπορεί και να σκότωνε, για την αναγνώριση. Αρκεί έστω και ένας άνθρωπος να τον θαυμάζει για αυτά που έχει καταφέρει, για αυτά που λέει, για αυτό που επαγγέλλεται, για το πως χορεύει, για το πως γαμάει, για την περιουσία που έχει και το αυτοκίνητο που οδηγάει. Αγαπάει για να τον αγαπούν.

Προτιμάει να μην σκέφτεται, να μην αμφισβητεί, να συνεχίσει μόνο να χαμογελάει. Να μην χαλάσει η τάξη, να νοιώθει ότι πάντα έχει τον έλεγχο, να μην αφήνει κανέναν καργιόλη ή κανένα γεγονός να του χαλάνε την τάξη. Η αταξία του φέρνει αναγούλα, μνήμες από άλλα χρόνια.

Δεν μπορεί να νοιώθει γυμνός και μοναχός. Ψάχνει απεγνωσμένα για ζεστά τζάκια. Θέλει να ανήκει σε ομάδες. Θέλει να οχυρώνεται πίσω από ιδεολογίες και σκέψεις που έχουν εμπεδώσει άλλοι για αυτόν. Να ξέρει πως αν ποτέ τον στριμώξουν, θα φωνάξει τις συντροφικές «Νεφέλες» του να τον ξελασπώσουν.

Τον φοβίζει ο θάνατος. Φοβάται την ανυπαρξία του. Ιδρώνει προκειμένου να αφήσει πίσω του το ελάχιστο στοιχείο μνήμης της ύπαρξής του. Ιδρώνει για να γίνει διάσημος και να αφήσει μία ελάχιστη ιστορία στους κληρονόμους ή τους κοντινούς του ανθρώπους. Δεν μπορεί να διανοηθεί το τέλος. Το βάζει στην άκρη για την ώρα.

Τον φοβίζει η ζωή. Δεν μπορεί να τη δει κατάματα και προτιμά να παραμένει παιδί, προστατευμένο από τη ζεστασιά των παραμυθιών που του διάβαζαν. Προστατευμένο από τους φανταστικούς κόσμους που έπλαθε. Να ακούει ιστορίες για νεράιδες, ξωτικά, πνεύματα, συντροφικά αστέρια, προστάτες αγγέλους που σκοτώνουν τους αφηνιασμένους δαίμονες. Τους Θεούς του Καλού που νικάνε πάντα τους Θεούς του Κακού.

Δε νοιώθει τη γη καλά κάτω από τα πόδια του. Και αν τη νοιώθει, φοβάται πως κάποια στιγμή αυτή θα φύγει. Θέλει να κρεμαστεί από κάτι. Ένα τσιγκέλι, ένα αγκίστρι. Ότι βρει τριγύρω, κάνει. Ψάχνει τόσο απεγνωσμένα να πιστέψει σε κάτι. Απλά για να κρεμαστεί από αυτό. Ας κρεμαστεί κι ας μην βλέπει από τι κρεμιέται.

Προσέχει τι φοράει. Προσέχει πως βάφεται και πως αρωματίζεται. Προσέχει πως περπατάει, πως κάθεται, πως συμπεριφέρεται, που συχνάζει, πως μιλάει και για τι μιλάει. Γι’ αυτό πρέπει να μιλάει συνέχεια. Απλά για να μιλάει. Όλη την ώρα. Το σκασμό δε βγάζει. Μιλάει για τα πάντα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...