Θυμίζει θέατρο, μία παράσταση που εξελίσσεται μπροστά σε ένα αποχαυνωμένο κοινό. Με γαλανόλευκο φόντο, σημαίες, σταυρούς και μία ομοιογενή καλοντυμένη μάζα από ανθρώπους. Είναι η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου όπως επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Ανάμεσα στο αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, και βαρετής ρουτίνας, υπάρχει μία γκρίζα περιοχή που περιλαμβάνει ένα μείγμα από στοιχεία εθνικισμού, πατριωτισμού, εθνικής συνείδησης και μίας μεγάλης υποκρισίας.
Δεν θα σταθώ στις έννοιες εθνικισμού και πατριωτισμού. Δεν αφορούν το παρόν. Θα σταθώ όμως σε αυτή την εθνική συνείδηση που θέλουμε κάθε χρόνο να τονώνουμε ως κοινωνία ενός «ένδοξου» έθνους και να τη μεταφέρουμε στις επερχόμενες γενιές. Μέσω ηρωικών πολεμικών ιαχών και στρατιωτικών παρελάσεων, χρησιμοποιώντας ορολογία τετριμμένης εθνικής υπερηφάνειας. Συνεχίζοντας τον παραλογισμό σε μία περίοδο όπου χρειάζεται περισσότερη λογική όσο ποτέ άλλοτε.
Διότι, δεν γίνεται να συνεχίζεται η αναφορά σε νικηφόρες εθνικές μάχες, εθνικούς ήρωες και ιστορικές κατακτήσεις όταν όλα αυτά δεν έχουν ιστορική συνέχεια με θετική συνέπεια. Διότι, παρά τις εμμονές κουτών και αμόρφωτων εθνικιστών, και γραφικών Ελληναράδων, η έννοια «έθνος» δεν περιλαμβάνει μόνο μία γαλανόλευκη σημαία και μία σειρά από νικηφόρες μάχες του παρελθόντος. Περιλαμβάνει και την ελληνική κοινωνία, το ελληνικό Κράτος, το Σύνταγμα, τους Νόμους, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, τον Πολιτισμό, το φυσικό και τεχνητό Περιβάλλον και γενικώς όλα εκείνα τα στοιχεία που φροντίζουν για την κοινωνική συνοχή και πολιτισμική ανάπτυξη μίας εθνικά ομογενούς κοινωνίας.
Οι πραγματικοί ήρωες του έπους του 1940 που σκοτώθηκαν, ή επέζησαν και πολέμησαν με σθένος, γενναιότητα και εθνική υπερηφάνεια, πολέμησαν προκειμένου να αναγεννηθούν αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία. Πολέμησαν ώστε η χώρα μας να μείνει ανεξάρτητη και ελεύθερη προκειμένου να υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια αυτών των στοιχείων. Μακριά από σκοτεινές περιόδους, πολέμους, αιματοχυσίες και ντροπιαστικές νοοτροπίες που είχαν ριζώσει από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
Σήμερα όμως, σχεδόν 70 χρόνια μετά, οι αξίες, οι ιδέες και τα όνειρα αυτών των πολεμιστών, αλλά και των Ελλήνων που πραγματικά έβλεπαν αισιόδοξα την πορεία του σύγχρονου ελληνικού έθνους, καταρρακώθηκαν και συνεχίζουν να θάβονται κάτω από τον βούρκο του παράλογου, ασυνείδητου, ατομικιστικού και συντηρητικού νεοελληνικού «πολιτισμού».
Η νέα εθνική ντροπή ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου με την έναρξη του εμφυλίου, συνεχίστηκε με τον συντηρητισμό των Δεξιών και Αριστερών καλουπιών, και κορυφώθηκε με την περίοδο της μεταπολίτευσης όπου σε καθημερινή βάση, η έννοια του έθνους και της κοινωνικής συνοχής, αποσυντίθεται για χάρη απειροελάχιστων, προσωπικών συμφερόντων του καθενός μέλους αυτής της κοινωνίας. Χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το συλλογικό καλό και την κοινωνική συνοχή.
Όσο, λοιπόν, αυτό το φαινόμενο διογκώνεται, όσο κάθε τετραετία εκλέγονται άβουλες κυβερνήσεις από άβουλους πολίτες, όσο η παιδεία συνεχώς υποβαθμίζεται, όσο ο πολιτισμός και οι δημοκρατικές αξίες σβήνουν, όσο η απάτη της δεισιδαιμονίας εντείνεται ενώ η Εκκλησία μένει στο απυρόβλητο, όσο τα ανθρώπινα δικαιώματα υποβαθμίζονται, όσο κυριαρχούν η ξενοφοβία, η ομοφοβία και η κάθε-είδους-φοβία, όσο το φυσικό περιβάλλον μολύνεται, καίγεται και κατακρεουργείται, και όσο οι πολίτες αυτής της χώρας αισθάνονται δέσμιοι Ελληναράδων τσιφλικάδων, παρανόμων συμφερόντων, και διεφθαρμένων κρατικών λειτουργιών, η ελληνική σημαία δεν μπορεί να ανεμίζει ψηλά και περήφανα. Καμία μέρα του χρόνου και κυρίως καμία μέρα των εθνικών εορτών.
Ο ελάχιστος φόρος τιμής προς αυτούς που πέθαναν υπερασπιζόμενοι αξίες που ποτέ δεν εδραιώθηκαν, μπορεί να αποδοθεί με σκυμμένο το κεφάλι και με αίσθημα ντροπής. Ντροπή που δεν καταφέραμε να σταθούμε στα πόδια μας ως έθνος και ντροπή που στις εθνικές επετείους τολμάμε και συνεχίζουμε την υποκρισία.
Δεν θα σταθώ στις έννοιες εθνικισμού και πατριωτισμού. Δεν αφορούν το παρόν. Θα σταθώ όμως σε αυτή την εθνική συνείδηση που θέλουμε κάθε χρόνο να τονώνουμε ως κοινωνία ενός «ένδοξου» έθνους και να τη μεταφέρουμε στις επερχόμενες γενιές. Μέσω ηρωικών πολεμικών ιαχών και στρατιωτικών παρελάσεων, χρησιμοποιώντας ορολογία τετριμμένης εθνικής υπερηφάνειας. Συνεχίζοντας τον παραλογισμό σε μία περίοδο όπου χρειάζεται περισσότερη λογική όσο ποτέ άλλοτε.
Διότι, δεν γίνεται να συνεχίζεται η αναφορά σε νικηφόρες εθνικές μάχες, εθνικούς ήρωες και ιστορικές κατακτήσεις όταν όλα αυτά δεν έχουν ιστορική συνέχεια με θετική συνέπεια. Διότι, παρά τις εμμονές κουτών και αμόρφωτων εθνικιστών, και γραφικών Ελληναράδων, η έννοια «έθνος» δεν περιλαμβάνει μόνο μία γαλανόλευκη σημαία και μία σειρά από νικηφόρες μάχες του παρελθόντος. Περιλαμβάνει και την ελληνική κοινωνία, το ελληνικό Κράτος, το Σύνταγμα, τους Νόμους, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, τον Πολιτισμό, το φυσικό και τεχνητό Περιβάλλον και γενικώς όλα εκείνα τα στοιχεία που φροντίζουν για την κοινωνική συνοχή και πολιτισμική ανάπτυξη μίας εθνικά ομογενούς κοινωνίας.
Οι πραγματικοί ήρωες του έπους του 1940 που σκοτώθηκαν, ή επέζησαν και πολέμησαν με σθένος, γενναιότητα και εθνική υπερηφάνεια, πολέμησαν προκειμένου να αναγεννηθούν αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία. Πολέμησαν ώστε η χώρα μας να μείνει ανεξάρτητη και ελεύθερη προκειμένου να υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια αυτών των στοιχείων. Μακριά από σκοτεινές περιόδους, πολέμους, αιματοχυσίες και ντροπιαστικές νοοτροπίες που είχαν ριζώσει από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
Σήμερα όμως, σχεδόν 70 χρόνια μετά, οι αξίες, οι ιδέες και τα όνειρα αυτών των πολεμιστών, αλλά και των Ελλήνων που πραγματικά έβλεπαν αισιόδοξα την πορεία του σύγχρονου ελληνικού έθνους, καταρρακώθηκαν και συνεχίζουν να θάβονται κάτω από τον βούρκο του παράλογου, ασυνείδητου, ατομικιστικού και συντηρητικού νεοελληνικού «πολιτισμού».
Η νέα εθνική ντροπή ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου με την έναρξη του εμφυλίου, συνεχίστηκε με τον συντηρητισμό των Δεξιών και Αριστερών καλουπιών, και κορυφώθηκε με την περίοδο της μεταπολίτευσης όπου σε καθημερινή βάση, η έννοια του έθνους και της κοινωνικής συνοχής, αποσυντίθεται για χάρη απειροελάχιστων, προσωπικών συμφερόντων του καθενός μέλους αυτής της κοινωνίας. Χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το συλλογικό καλό και την κοινωνική συνοχή.
Όσο, λοιπόν, αυτό το φαινόμενο διογκώνεται, όσο κάθε τετραετία εκλέγονται άβουλες κυβερνήσεις από άβουλους πολίτες, όσο η παιδεία συνεχώς υποβαθμίζεται, όσο ο πολιτισμός και οι δημοκρατικές αξίες σβήνουν, όσο η απάτη της δεισιδαιμονίας εντείνεται ενώ η Εκκλησία μένει στο απυρόβλητο, όσο τα ανθρώπινα δικαιώματα υποβαθμίζονται, όσο κυριαρχούν η ξενοφοβία, η ομοφοβία και η κάθε-είδους-φοβία, όσο το φυσικό περιβάλλον μολύνεται, καίγεται και κατακρεουργείται, και όσο οι πολίτες αυτής της χώρας αισθάνονται δέσμιοι Ελληναράδων τσιφλικάδων, παρανόμων συμφερόντων, και διεφθαρμένων κρατικών λειτουργιών, η ελληνική σημαία δεν μπορεί να ανεμίζει ψηλά και περήφανα. Καμία μέρα του χρόνου και κυρίως καμία μέρα των εθνικών εορτών.
Ο ελάχιστος φόρος τιμής προς αυτούς που πέθαναν υπερασπιζόμενοι αξίες που ποτέ δεν εδραιώθηκαν, μπορεί να αποδοθεί με σκυμμένο το κεφάλι και με αίσθημα ντροπής. Ντροπή που δεν καταφέραμε να σταθούμε στα πόδια μας ως έθνος και ντροπή που στις εθνικές επετείους τολμάμε και συνεχίζουμε την υποκρισία.