Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε γράψει κάποτε ότι στην πολιτική δεν χωράνε συναισθηματισμοί. Και πόσο δίκιο είχε! Στην Ελλάδα όμως, που η πολιτική ασκείται κυρίως με κουμπαριές και ρουσφέτια, δεν θα μπορούσε να λείπει κυρίως ο συναισθηματισμός, όχι μόνο στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, αλλά και στην καθημερινή αντίληψη των πολιτών για την πολιτική.
Ο συναισθηματισμός ενδεχομένως να είναι θεμιτός όταν αφορά καθαρά προσωπικά και ατομικά θέματα. Όταν αρχίζει να ξεφεύγει από το ατομικό και βγαίνει στο συλλογικό επίπεδο λήψης αποφάσεων και παραγωγής έργου, τότε δημιουργούνται προβλήματα που εστιάζονται κυρίως στην επικοινωνία και την έλλειψη στοιχειώδους ψυχραιμίας. Γι’ αυτό άλλωστε και όσοι διάλογοι επιχειρούνται να γίνουν πάνω σε σημαντικά ζητήματα της χώρας, συνήθως καταλήγουν σε πλήρη διάσταση απόψεων μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων προσώπων και φορέων.
Αυτός ο υπερβολικός συναισθηματισμός, η έλλειψη του μέτρου και η ευρύτερη αντί-τεχνοκρατική αντίληψη, έχουν βάλει τη γενικότερη νεοελληνική νοοτροπία σε έναν κύκλο όπου ο συναισθηματισμός γεννά την πόλωση, η πόλωση το συναισθηματισμό, κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι ο παραλογισμός σε μαζικό επίπεδο, η γενικότερη βραδύτητα με την οποία κινούνται οι μεταρρυθμίσεις σε όλους τους κλάδους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και η ανάδυση στην επιφάνεια στενοκέφαλων και επικίνδυνων ιδεών. Παραδείγματα της τελευταίας κατηγορίας είναι η αστυνομική βία, ο άρρηκτος δεσμός Εκκλησίας - Κράτους, η ακατάπαυστη, εθνικιστική μπουρδολογία για το κακό της Ελλάδας που θέλει όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, και οι αντιλήψεις της Σέχτας Ηλιθίων και ομοϊδεατών κρετίνων.
Από την άλλη, η συνεχής εικονική διαμάχη μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς, έχει διδάξει τους πολίτες αυτής της χώρας τα εξής δύο παράδοξα: α) Θα πρέπει να συμμεριζόμαστε τις ιδέες του εχθρού του εχθρού μας, όποιες και αν είναι αυτές, β) Όλες οι ιδέες του εχθρού μας είναι λανθασμένες και κακές. Κυρίως όμως έχει διδάξει ότι στο τραπέζι του διαλόγου πάμε με κλειστά αυτιά προκειμένου να επιβάλλουμε τη δική μας άποψη. Υπό αυτές τις συνθήκες ασκείται τελικά η πολιτική, ο κοινωνικός διάλογος, η «κοινωνική σύγκρουση» στους δρόμους, η επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και οι περισσότερες δραστηριότητες όλων των Ελληναράδων.
Ο συναισθηματικός πολιτικός λόγος, δίνει την ευκαιρία στον οποιοδήποτε ανίκανο πολίτη αυτής της χώρας να εξασφαλίζει ένα έδρανο στο Κοινοβούλιο επειδή απλά τυχαίνει να επιλέγει τον σωστό λαϊκισμό την κατάλληλη στιγμή. Πολλές φορές, μάλιστα, επειδή τυχαίνει να έχει σπουδαίες αθλητικές ή καλλιτεχνικές επιδόσεις, που… ξεσηκώνουν τα πλήθη (!). Ο παρεμφερής λαϊκισμός που αναλώνει την εσωτερική δομή του εκάστοτε κυβερνόντος κόμματος, ενδεχομένως να προωθήσει τον συγκεκριμένο ανίκανο πολιτικό και σε μία θέση ευθύνης μέσα στο κυβερνητικό σχήμα. Ταυτόχρονα, όμως, η κριτική εναντίον αυτής της κατάστασης, πάλι γίνεται με συναισθηματικούς όρους, είτε από τα ΜΜΕ, είτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Μέσα σε όλο αυτό το τσίρκο παραλογισμού, οι πολίτες μαθαίνουν να ζητούν και να διεκδικούν δίκαια ή άδικα αιτήματα μέσω άκρου συναισθηματισμού που πολλές φορές αδικεί έναν δίκαιο αγώνα, είτε επειδή παραβιάζει τους νόμους, είτε επειδή τα αιτήματα αυτά είναι εκτός πραγματικότητας.
Γενικώς μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, χάνεται η ουσία τόσο της πολιτικής, όσο και της διαδραστικής επικοινωνίας Κράτους – πολιτών. Είναι το ίδιο πλαίσιο που διαμορφώνει τη συνείδηση των περισσότερων πολιτών αυτής της χώρας και που έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη παρεξήγηση της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Ότι, τάχα, Δημοκρατία σημαίνει ο καθένας να μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει.
Ο συναισθηματισμός ενδεχομένως να είναι θεμιτός όταν αφορά καθαρά προσωπικά και ατομικά θέματα. Όταν αρχίζει να ξεφεύγει από το ατομικό και βγαίνει στο συλλογικό επίπεδο λήψης αποφάσεων και παραγωγής έργου, τότε δημιουργούνται προβλήματα που εστιάζονται κυρίως στην επικοινωνία και την έλλειψη στοιχειώδους ψυχραιμίας. Γι’ αυτό άλλωστε και όσοι διάλογοι επιχειρούνται να γίνουν πάνω σε σημαντικά ζητήματα της χώρας, συνήθως καταλήγουν σε πλήρη διάσταση απόψεων μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων προσώπων και φορέων.
Αυτός ο υπερβολικός συναισθηματισμός, η έλλειψη του μέτρου και η ευρύτερη αντί-τεχνοκρατική αντίληψη, έχουν βάλει τη γενικότερη νεοελληνική νοοτροπία σε έναν κύκλο όπου ο συναισθηματισμός γεννά την πόλωση, η πόλωση το συναισθηματισμό, κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι ο παραλογισμός σε μαζικό επίπεδο, η γενικότερη βραδύτητα με την οποία κινούνται οι μεταρρυθμίσεις σε όλους τους κλάδους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και η ανάδυση στην επιφάνεια στενοκέφαλων και επικίνδυνων ιδεών. Παραδείγματα της τελευταίας κατηγορίας είναι η αστυνομική βία, ο άρρηκτος δεσμός Εκκλησίας - Κράτους, η ακατάπαυστη, εθνικιστική μπουρδολογία για το κακό της Ελλάδας που θέλει όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, και οι αντιλήψεις της Σέχτας Ηλιθίων και ομοϊδεατών κρετίνων.
Από την άλλη, η συνεχής εικονική διαμάχη μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς, έχει διδάξει τους πολίτες αυτής της χώρας τα εξής δύο παράδοξα: α) Θα πρέπει να συμμεριζόμαστε τις ιδέες του εχθρού του εχθρού μας, όποιες και αν είναι αυτές, β) Όλες οι ιδέες του εχθρού μας είναι λανθασμένες και κακές. Κυρίως όμως έχει διδάξει ότι στο τραπέζι του διαλόγου πάμε με κλειστά αυτιά προκειμένου να επιβάλλουμε τη δική μας άποψη. Υπό αυτές τις συνθήκες ασκείται τελικά η πολιτική, ο κοινωνικός διάλογος, η «κοινωνική σύγκρουση» στους δρόμους, η επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και οι περισσότερες δραστηριότητες όλων των Ελληναράδων.
Ο συναισθηματικός πολιτικός λόγος, δίνει την ευκαιρία στον οποιοδήποτε ανίκανο πολίτη αυτής της χώρας να εξασφαλίζει ένα έδρανο στο Κοινοβούλιο επειδή απλά τυχαίνει να επιλέγει τον σωστό λαϊκισμό την κατάλληλη στιγμή. Πολλές φορές, μάλιστα, επειδή τυχαίνει να έχει σπουδαίες αθλητικές ή καλλιτεχνικές επιδόσεις, που… ξεσηκώνουν τα πλήθη (!). Ο παρεμφερής λαϊκισμός που αναλώνει την εσωτερική δομή του εκάστοτε κυβερνόντος κόμματος, ενδεχομένως να προωθήσει τον συγκεκριμένο ανίκανο πολιτικό και σε μία θέση ευθύνης μέσα στο κυβερνητικό σχήμα. Ταυτόχρονα, όμως, η κριτική εναντίον αυτής της κατάστασης, πάλι γίνεται με συναισθηματικούς όρους, είτε από τα ΜΜΕ, είτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Μέσα σε όλο αυτό το τσίρκο παραλογισμού, οι πολίτες μαθαίνουν να ζητούν και να διεκδικούν δίκαια ή άδικα αιτήματα μέσω άκρου συναισθηματισμού που πολλές φορές αδικεί έναν δίκαιο αγώνα, είτε επειδή παραβιάζει τους νόμους, είτε επειδή τα αιτήματα αυτά είναι εκτός πραγματικότητας.
Γενικώς μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, χάνεται η ουσία τόσο της πολιτικής, όσο και της διαδραστικής επικοινωνίας Κράτους – πολιτών. Είναι το ίδιο πλαίσιο που διαμορφώνει τη συνείδηση των περισσότερων πολιτών αυτής της χώρας και που έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη παρεξήγηση της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Ότι, τάχα, Δημοκρατία σημαίνει ο καθένας να μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει.