ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]
Όσο αυτοί οι αχυράνθρωποι των πολυεθνικών, ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας, επιμένουν να συζητούν, τόσο εμείς θα γκαρίζουμε!