ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]
Hint: Κάτοχος Nobel Φυσικής για τη μελέτη του πάνω στον εξωστρακισμό βλημάτων κατά την πρόσκρουσή τους με 15χρονους που παρουσιάζουν αποκλείνουσα συμπεριφορά σε αγώνες πόλο.