Μία από τις πιο ισχυρές ενδείξεις ασυνέχειας του ελληνικού πολιτισμού και ιδεώδους, ίσως να είναι η απώλεια του μέτρου. Αυτή η κατακρεούργηση του «Παν μέτρον άριστον». Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι το μόνο που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι η περεταίρω άμβλυνση και απομάκρυνση από το μέτρο, με κατεύθυνση τα άκρα.
Ακραίες συμπεριφορές, ακραίες απόψεις, ακραία κατανάλωση και υπερβολικό πάθος σχεδόν για όλα, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν τα σημερινά ελληνικά μυαλά. Ακόμα, ακραία αρχιτεκτονική και ακραία αισθητική έχουν κατακλύσει ολόκληρη τη χώρα, ενώ ακραίοι οπαδοί στιγματίζουν αθλητικά γεγονότα. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή μεγαλώνοντας, με κάποιον τρόπο ενισχύουμε την ισχυρογνωμοσύνη μας. Για κάποιο λόγο, μαθαίνουμε πως το βασικό είναι να τη βγάζει καθαρή ο εαυτούλης μας με οποιοδήποτε κόστος. Ακόμα και αν αυτό το κόστος είναι τα κλειστά μυαλά και η υπεράσπιση των θέσεών μας μέχρι τελικής πτώσης.
Η αλήθεια είναι, ότι ο τόπος έχει γεμίσει με «τελικές πτώσεις». Άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης, ή άνθρωποι που επηρεάζουν διάφορες καταστάσεις, ακόμα και άνθρωποι που απλά ακούγονται δεξιά και αριστερά χωρίς να έχουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, εμμένουν σε θέσεις και απόψεις χωρίς να συγκλίνουν προς κοινές αποφάσεις. Ο διάλογος χρησιμοποιείται πιο πολύ ως βιτρίνα για την δημοκρατία που θέλουμε να λέμε πως έχουμε, παρά ως μία παραγωγική και εποικοδομητική διαδικασία. Κατά κανόνα, όταν μιλάμε για διάλογο, αναφερόμαστε σε έναν παθιασμένο αντίλογο.
Σε τέτοιες καταστάσεις, φυσικά διαφεύγει και το βασικό νόημα. Αν για παράδειγμα πιάσεις έναν μέσο πιτσιρικά που υποστηρίζει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα δικαιώματα των μεταναστών δεύτερης γενιάς και του εξηγήσεις ότι το συγκεκριμένο θέμα είναι καθαρά θεσμικό και όχι φυλετικό ή εθνικό, ενδεχομένως να σε κοιτάξει σαν χάνος. Όχι επειδή του λες κάτι καινούργιο, αλλά επειδή θα θεωρήσει ότι είναι καθήκον του να αντιπαρέλθει μαζί σου για κάτι που υποστηρίζει αυτό τον καιρό τόσο παθιασμένα, χάνοντας φυσικά το όλο νόημα. Πιο πιθανό είναι να παραλογιστεί προκειμένου να προβάλλει κάποιο αντεπιχείρημα, παρά να επιχειρήσει να μάθει κάτι καινούργιο υποδηλώνοντας κάποιου είδους υποχώρηση.
Ο μέσος Έλληνας έχει μία στρεβλή αντίληψη για την υποχώρηση. Για την ακρίβεια, θεωρεί ότι εάν υπάρξει επιχείρημα που ανατρέπει τις στιβαρές απόψεις του, τότε αυτό μεταφράζεται αυτόματα σε αδυναμία εκ μέρους του, οπότε θα προτιμήσει να παραλογιστεί ή να αποδράσει από την κουβέντα, παρά να «υποχωρήσει». Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι μικρές υποχωρήσεις είναι που βγάζουν πιο εποικοδομητικά αποτελέσματα. Διότι μέσα από έναν πραγματικό διάλογο που περιέχει επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα και υποχωρήσεις, γίνονται εκείνες οι ζυμώσεις που γεννάν νέες και θετικές ιδέες. Γι’ αυτό το λόγο τα άκρα, είτε αναφερόμαστε στην πολιτική, είτε στις αντιλήψεις, έχουν καταστροφικό χαρακτήρα. Διότι καθυστερούν μία κοινωνία από τον εποικοδομητικό διάλογο προς κάποια θετική κατεύθυνση.
Έχοντας συνηθίσει την «αρμονική» συνύπαρξή μας με τα άκρα, κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες τόσο παράδοξων και ακραίων καταστάσεων που δεν ασχολούμαστε και ιδιαίτερα μαζί τους, ενώ αυτές συνεχίζουν την αποδόμηση της κοινωνικής συνοχής. Για παράδειγμα, θεωρούμε φυσιολογικό, και κυρίως δημοκρατικό, να υπάρχουν μέσα στο κοινοβούλιο δύο κόμματα που ιδεολογικά αλλά και πρακτικά τάσσονται επίσημα κατά του κοινοβουλίου και των δημοκρατικών θεσμών. Θεωρούμε φυσιολογικό ένας κλάδος με παράλογα αιτήματα να κλείνει τους δρόμους όποτε του γουστάρει. Θεωρούμε φυσιολογικό οι πανεπιστημιακοί χώροι να «αστυνομεύονται» από τον αντιεξουσιαστικό χώρο και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Θεωρούμε φυσιολογικό να ακούγονται άκρως ρατσιστικοί χαρακτηρισμοί δημοσίως προς συνανθρώπους μας, αλλά να γίνονται και κοινωνικοί «αγώνες» εκτός νομικών πλαισίων. Δηλαδή θεωρούμε ότι ο νόμος πρέπει να ισχύει, ώστε να εξασφαλίζεται η αρμονική συνοχή του κοινωνικού ιστού, αλλά για ορισμένα θέματα που μας θίγουν εμάς προσωπικά δεν έγινε και τίποτα αν παρανομήσουμε. Θεωρούμε φυσιολογικό ένας δημοσιογράφος να παραπληροφορεί, να εκφράζει προσωπικές απόψεις και να βγάζει ετυμηγορίες πάνω σε θέματα που δεν έχει καμία σχέση. Θεωρούμε φυσιολογικό, παρά την ασχήμια των σημερινών ελληνικών πόλεων, να συνεχίζουμε να τις επεκτείνουμε με την ίδια αταξία και ασέβεια προς το περιβάλλον και την αρμονική αρχιτεκτονική.
Οι ακραίες απόψεις, δεν εκφράζονται μόνο στην πολιτική, αλλά και μέσα στην ίδια την ελληνική κοινωνία για διάφορα θέματα, μικρά και μεγάλα. Αυτή η απερίσκεπτη και κοινά αποδεκτή έκφραση των άκρων, ίσως και να είναι τελικά υπαίτια για την απομάκρυνσή μας από το μέτρο. Τόσο στις νοοτροπίες μας, όσο και στις πράξεις μας. Ακόμα και αυτή την περίοδο που η χώρα χρεοκοπεί, αδυνατούμε να αφήσουμε τα άκρα στην άκρη και να λειτουργήσουμε πιο συλλογικά και πιο συγκαταβατικά˙ μία αντίληψη που ήδη πληρώνουμε και ενδεχομένως να πληρώσουμε ακόμα πιο ακριβά στο εγγύς μέλλον.
Ακραίες συμπεριφορές, ακραίες απόψεις, ακραία κατανάλωση και υπερβολικό πάθος σχεδόν για όλα, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν τα σημερινά ελληνικά μυαλά. Ακόμα, ακραία αρχιτεκτονική και ακραία αισθητική έχουν κατακλύσει ολόκληρη τη χώρα, ενώ ακραίοι οπαδοί στιγματίζουν αθλητικά γεγονότα. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή μεγαλώνοντας, με κάποιον τρόπο ενισχύουμε την ισχυρογνωμοσύνη μας. Για κάποιο λόγο, μαθαίνουμε πως το βασικό είναι να τη βγάζει καθαρή ο εαυτούλης μας με οποιοδήποτε κόστος. Ακόμα και αν αυτό το κόστος είναι τα κλειστά μυαλά και η υπεράσπιση των θέσεών μας μέχρι τελικής πτώσης.
Η αλήθεια είναι, ότι ο τόπος έχει γεμίσει με «τελικές πτώσεις». Άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης, ή άνθρωποι που επηρεάζουν διάφορες καταστάσεις, ακόμα και άνθρωποι που απλά ακούγονται δεξιά και αριστερά χωρίς να έχουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, εμμένουν σε θέσεις και απόψεις χωρίς να συγκλίνουν προς κοινές αποφάσεις. Ο διάλογος χρησιμοποιείται πιο πολύ ως βιτρίνα για την δημοκρατία που θέλουμε να λέμε πως έχουμε, παρά ως μία παραγωγική και εποικοδομητική διαδικασία. Κατά κανόνα, όταν μιλάμε για διάλογο, αναφερόμαστε σε έναν παθιασμένο αντίλογο.
Σε τέτοιες καταστάσεις, φυσικά διαφεύγει και το βασικό νόημα. Αν για παράδειγμα πιάσεις έναν μέσο πιτσιρικά που υποστηρίζει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα δικαιώματα των μεταναστών δεύτερης γενιάς και του εξηγήσεις ότι το συγκεκριμένο θέμα είναι καθαρά θεσμικό και όχι φυλετικό ή εθνικό, ενδεχομένως να σε κοιτάξει σαν χάνος. Όχι επειδή του λες κάτι καινούργιο, αλλά επειδή θα θεωρήσει ότι είναι καθήκον του να αντιπαρέλθει μαζί σου για κάτι που υποστηρίζει αυτό τον καιρό τόσο παθιασμένα, χάνοντας φυσικά το όλο νόημα. Πιο πιθανό είναι να παραλογιστεί προκειμένου να προβάλλει κάποιο αντεπιχείρημα, παρά να επιχειρήσει να μάθει κάτι καινούργιο υποδηλώνοντας κάποιου είδους υποχώρηση.
Ο μέσος Έλληνας έχει μία στρεβλή αντίληψη για την υποχώρηση. Για την ακρίβεια, θεωρεί ότι εάν υπάρξει επιχείρημα που ανατρέπει τις στιβαρές απόψεις του, τότε αυτό μεταφράζεται αυτόματα σε αδυναμία εκ μέρους του, οπότε θα προτιμήσει να παραλογιστεί ή να αποδράσει από την κουβέντα, παρά να «υποχωρήσει». Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι μικρές υποχωρήσεις είναι που βγάζουν πιο εποικοδομητικά αποτελέσματα. Διότι μέσα από έναν πραγματικό διάλογο που περιέχει επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα και υποχωρήσεις, γίνονται εκείνες οι ζυμώσεις που γεννάν νέες και θετικές ιδέες. Γι’ αυτό το λόγο τα άκρα, είτε αναφερόμαστε στην πολιτική, είτε στις αντιλήψεις, έχουν καταστροφικό χαρακτήρα. Διότι καθυστερούν μία κοινωνία από τον εποικοδομητικό διάλογο προς κάποια θετική κατεύθυνση.
Έχοντας συνηθίσει την «αρμονική» συνύπαρξή μας με τα άκρα, κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες τόσο παράδοξων και ακραίων καταστάσεων που δεν ασχολούμαστε και ιδιαίτερα μαζί τους, ενώ αυτές συνεχίζουν την αποδόμηση της κοινωνικής συνοχής. Για παράδειγμα, θεωρούμε φυσιολογικό, και κυρίως δημοκρατικό, να υπάρχουν μέσα στο κοινοβούλιο δύο κόμματα που ιδεολογικά αλλά και πρακτικά τάσσονται επίσημα κατά του κοινοβουλίου και των δημοκρατικών θεσμών. Θεωρούμε φυσιολογικό ένας κλάδος με παράλογα αιτήματα να κλείνει τους δρόμους όποτε του γουστάρει. Θεωρούμε φυσιολογικό οι πανεπιστημιακοί χώροι να «αστυνομεύονται» από τον αντιεξουσιαστικό χώρο και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Θεωρούμε φυσιολογικό να ακούγονται άκρως ρατσιστικοί χαρακτηρισμοί δημοσίως προς συνανθρώπους μας, αλλά να γίνονται και κοινωνικοί «αγώνες» εκτός νομικών πλαισίων. Δηλαδή θεωρούμε ότι ο νόμος πρέπει να ισχύει, ώστε να εξασφαλίζεται η αρμονική συνοχή του κοινωνικού ιστού, αλλά για ορισμένα θέματα που μας θίγουν εμάς προσωπικά δεν έγινε και τίποτα αν παρανομήσουμε. Θεωρούμε φυσιολογικό ένας δημοσιογράφος να παραπληροφορεί, να εκφράζει προσωπικές απόψεις και να βγάζει ετυμηγορίες πάνω σε θέματα που δεν έχει καμία σχέση. Θεωρούμε φυσιολογικό, παρά την ασχήμια των σημερινών ελληνικών πόλεων, να συνεχίζουμε να τις επεκτείνουμε με την ίδια αταξία και ασέβεια προς το περιβάλλον και την αρμονική αρχιτεκτονική.
Οι ακραίες απόψεις, δεν εκφράζονται μόνο στην πολιτική, αλλά και μέσα στην ίδια την ελληνική κοινωνία για διάφορα θέματα, μικρά και μεγάλα. Αυτή η απερίσκεπτη και κοινά αποδεκτή έκφραση των άκρων, ίσως και να είναι τελικά υπαίτια για την απομάκρυνσή μας από το μέτρο. Τόσο στις νοοτροπίες μας, όσο και στις πράξεις μας. Ακόμα και αυτή την περίοδο που η χώρα χρεοκοπεί, αδυνατούμε να αφήσουμε τα άκρα στην άκρη και να λειτουργήσουμε πιο συλλογικά και πιο συγκαταβατικά˙ μία αντίληψη που ήδη πληρώνουμε και ενδεχομένως να πληρώσουμε ακόμα πιο ακριβά στο εγγύς μέλλον.