Οικογενειακό τραπέζι για το καλό της ημέρας. Ένα μίνι reunion για τα μισά αδέρφια του πατέρα μου. Οκτώ στο σύνολο, ζωή να'χουν. Χαζοκουβεντούλες και ερωτήσεις του τύπου «που βρίσκεσαι τώρα;», «είναι καλά τα λεφτά;» κλπ κλπ.
Κάποια στιγμή αρχίζουν οι αναμνήσεις. «Θυμάσαι ρε Νίκο τότε που είχαμε τη jaguar του Χάρη και κάναμε Αθήνα – Θεσσαλονίκη σε 4 ώρες σχεδόν;». Γέλια ο Νίκος. «Είμαστε που λες κάπου στη Στυλίδα και πάμε με 200. Ξαφνικά μας βλέπει μπάτσος και κάνει νόημα να σταματήσουμε. Τη jaguar ο Χάρης την είχε φέρει από Κουβέιτ με διπλωματικές πινακίδες. Και μου έρχεται τότε η φαεινή! Με το που σκύβει ο μπάτσος από το παράθυρο, του δείχνω άδεια και δίπλωμα και λέω: «φίλε μου έχεις δίκιο που μας σταμάτησες, αλλά πρέπει να είμαστε Θεσσαλονίκη μέχρι τις 9 για ένα σημαντικό ραντεβού του Πρέσβη». Και ο μπάτσος χωρίς να ρωτήσει πολλά πολλά, μας χαιρετάει και μας αφήνει!». Γέλια στο τραπέζι.
Τη σειρά παίρνει ο Δημήτρης. «Εμένα ρε παιδιά, με είχε σταματήσει ένας μπάτσος στην Κηφισίας με Κατεχάκη διασταύρωση. Ήταν ένας πούστης τότε, που δεν άφηνε αυτοκίνητο χωρίς κλήση! Όλο και κάτι έβρισκε. Τυχαίνει λοιπόν και περνάω με κίτρινο προς κόκκινο και με σταματάει. Με ρωτάει με ύφος, «γιατί πέρασες με κόκκινο;». «Πάω στη δουλειά μου και βιάζομαι», του λέω. «Δεν μπορείς να περνάς με κόκκινο όμως», λέει ο καργιόλης. Και μη σας τα πολυλογώ, αρχίζει έναν έλεγχο γύρω γύρω το αμάξι, είδε και ένα σπασμένο φανάρι, και στο τέλος μου κόβει μία κλήση με 2-3 παραβάσεις, δε θυμάμαι, γύρω στα πέντε χιλιάρικα ο κερατάς. Τότε με πέντε χιλιάρικα αγόραζες μισό οικόπεδο! Το βράδυ με είχε πιάσει μια απελπισία όταν ξαφνικά θυμήθηκα το Γιώργο της Στέλλας που ήταν μέσα στην προεδρική φρουρά. Τον πήρα τηλέφωνο και ευτυχώς καθάρισε. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι, μου είχε σβήσει διάφορες κλήσεις».
Η κουβέντα διατηρήθηκε στο ίδιο επίπεδο για κανά μισάωρο. Οι κλήσεις που σβήστηκαν, τα στημένα πλημμελειοδικεία επειδή ο τάδε κουμπάρος τύχαινε να είναι εισαγγελέας, οι κερατάδες μπάτσοι που δεν χαρίζονταν και οι ρουφιάνοι εφοριακοί που έριχναν πρόστιμα, αλλά ευτυχώς τελευταία στιγμή όλο και κάποιος βρισκόταν για τα σβήσει.
Μετά όμως γύρισε στο παρόν και τους πρώην κυβερνώντες. Πώς τα λαμόγια έβγαλαν μίζες, έκλεψαν τα ταμεία, και έχτισαν από 2-3 σπίτια εις βάρος του «κοσμάκη». «Έτσι είναι», συμφώνησαν όλοι. «Τώρα πλέον, όλοι οι πολιτικοί κλέβουν το Κράτος ξεδιάντροπα και κανείς τους δεν μπαίνει φυλακή». «Ναι τους κερατάδες. Την έχουν κάνει μπουρδέλο τη χώρα και κανείς τους δεν πληρώνει τίποτα. Καμία ντροπή πια».
«Τέλος πάντων, καλά να είμαστε εμείς, και αυτούς ας τους κρίνει ο θεός». Έκαναν ένα γεια μας, και συνέχισαν να πίνουν το ουζάκι τους.
Κάποια στιγμή αρχίζουν οι αναμνήσεις. «Θυμάσαι ρε Νίκο τότε που είχαμε τη jaguar του Χάρη και κάναμε Αθήνα – Θεσσαλονίκη σε 4 ώρες σχεδόν;». Γέλια ο Νίκος. «Είμαστε που λες κάπου στη Στυλίδα και πάμε με 200. Ξαφνικά μας βλέπει μπάτσος και κάνει νόημα να σταματήσουμε. Τη jaguar ο Χάρης την είχε φέρει από Κουβέιτ με διπλωματικές πινακίδες. Και μου έρχεται τότε η φαεινή! Με το που σκύβει ο μπάτσος από το παράθυρο, του δείχνω άδεια και δίπλωμα και λέω: «φίλε μου έχεις δίκιο που μας σταμάτησες, αλλά πρέπει να είμαστε Θεσσαλονίκη μέχρι τις 9 για ένα σημαντικό ραντεβού του Πρέσβη». Και ο μπάτσος χωρίς να ρωτήσει πολλά πολλά, μας χαιρετάει και μας αφήνει!». Γέλια στο τραπέζι.
Τη σειρά παίρνει ο Δημήτρης. «Εμένα ρε παιδιά, με είχε σταματήσει ένας μπάτσος στην Κηφισίας με Κατεχάκη διασταύρωση. Ήταν ένας πούστης τότε, που δεν άφηνε αυτοκίνητο χωρίς κλήση! Όλο και κάτι έβρισκε. Τυχαίνει λοιπόν και περνάω με κίτρινο προς κόκκινο και με σταματάει. Με ρωτάει με ύφος, «γιατί πέρασες με κόκκινο;». «Πάω στη δουλειά μου και βιάζομαι», του λέω. «Δεν μπορείς να περνάς με κόκκινο όμως», λέει ο καργιόλης. Και μη σας τα πολυλογώ, αρχίζει έναν έλεγχο γύρω γύρω το αμάξι, είδε και ένα σπασμένο φανάρι, και στο τέλος μου κόβει μία κλήση με 2-3 παραβάσεις, δε θυμάμαι, γύρω στα πέντε χιλιάρικα ο κερατάς. Τότε με πέντε χιλιάρικα αγόραζες μισό οικόπεδο! Το βράδυ με είχε πιάσει μια απελπισία όταν ξαφνικά θυμήθηκα το Γιώργο της Στέλλας που ήταν μέσα στην προεδρική φρουρά. Τον πήρα τηλέφωνο και ευτυχώς καθάρισε. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι, μου είχε σβήσει διάφορες κλήσεις».
Η κουβέντα διατηρήθηκε στο ίδιο επίπεδο για κανά μισάωρο. Οι κλήσεις που σβήστηκαν, τα στημένα πλημμελειοδικεία επειδή ο τάδε κουμπάρος τύχαινε να είναι εισαγγελέας, οι κερατάδες μπάτσοι που δεν χαρίζονταν και οι ρουφιάνοι εφοριακοί που έριχναν πρόστιμα, αλλά ευτυχώς τελευταία στιγμή όλο και κάποιος βρισκόταν για τα σβήσει.
Μετά όμως γύρισε στο παρόν και τους πρώην κυβερνώντες. Πώς τα λαμόγια έβγαλαν μίζες, έκλεψαν τα ταμεία, και έχτισαν από 2-3 σπίτια εις βάρος του «κοσμάκη». «Έτσι είναι», συμφώνησαν όλοι. «Τώρα πλέον, όλοι οι πολιτικοί κλέβουν το Κράτος ξεδιάντροπα και κανείς τους δεν μπαίνει φυλακή». «Ναι τους κερατάδες. Την έχουν κάνει μπουρδέλο τη χώρα και κανείς τους δεν πληρώνει τίποτα. Καμία ντροπή πια».
«Τέλος πάντων, καλά να είμαστε εμείς, και αυτούς ας τους κρίνει ο θεός». Έκαναν ένα γεια μας, και συνέχισαν να πίνουν το ουζάκι τους.