Σκηνή 1 - Η αναχώρηση
Το λιμάνι του Πειραιά αναδύει μία ευχάριστη μπόχα. Όσο θολά και αν είναι τα νερά, όσο κι αν βρωμάει το μαζούτ, ξέρεις ότι σε λίγες ώρες θα βρίσκεσαι πολύ μακριά από τη χαβούζα. Αφήνεις την αθηναϊκή ανοησία για να πας σε αυτή της επαρχίας.
Σκηνή 2 - Η άφιξη στο χωριό
Μια γεύση την παίρνεις από το λεωφορείο. Ή θα είναι κάποιο τσόκαρο που μιλάει δυνατά με τις ώρες στο κινητό για ότι πιο άκυρο μπορεί να κατεβάσει ανθρώπινος εγκέφαλος, ή θα είναι μία παρέα από 20χρονα μπακούρια που μετά τα δέκατα γενέθλιά τους, ξέχασαν να κλείσουν τα έντεκα, τα δώδεκα, κ.ο.κ. Οι ατάκες πέφτουν βροχή η μία μετά την άλλη και κάθε φορά γίνονται όλο και χειρότερες. Μετά από κανά μισάωρο καταλαβαίνεις γιατί το ενδεχόμενο να μετακομίσεις σε χωριό και να μεγαλώσεις παιδί, θα ήταν ξεκάθαρη κακοποίηση της προσωπικότητάς του.
Το λεωφορείο φτάνει επιτέλους στο χωριό και φυσικά σε αφήνει στην κεντρική πλατεία. Αυτόματα, κάθε βλέμμα πέφτει πάνω σου και κολλάει. Σε κοιτάνε από το καφενείο, από το περίπτερο, από το δίπλα μαγαζί, από τα μπαλκόνια. Μέχρι και οι περαστικοί κοντοστέκονται για να κοτσάρουν από πάνω μέχρι κάτω.
Σκηνή 3 - Η ζωή στο χωριό
Ησυχία, ηρεμία, φύση και φυσικοί ήχοι. Όμορφα πράγματα. Εκεί που χαλάει η συνταγή είναι, πού αλλού, στους ανθρώπους. Πέρα από τις διάφορες, διάσπαρτες αξιόλογες εξαιρέσεις, ένα πέπλο συντηρητισμού, αμορφωσιάς, καχυποψίας και ψευτομαγκιάς καλύπτει την τοπική κοινωνία. Ως εξωτερικός παρατηρητής όμως μπορείς και γελάς. Πώς να κρατηθείς, για παράδειγμα, όταν σου μιλάει μία χαμογελαστή γιαγιά από το μπαλκόνι της, και ταυτόχρονα σου μιλάει και η χαμογελαστή γειτόνισσά της, που μένει χρόνια από κάτω, ξέροντας ότι οι δύο γιαγιάδες μεταξύ τους δεν μιλιούνται λόγω κάποιας παλιάς, ξεχασμένης παρεξήγησης; Κοιτάς τη μία, κοιτάς και την άλλη, απαντάς και στις δύο, τους χαμογελάς, σου χαμογελούν και αυτές, αλλά μεταξύ τους τίποτα. Παγωμάρα. Άντε μετά να πάει μπροστά ο τόπος.
Σκηνή 4 - Η Κυριακή του Πάσχα
Το σκηνικό: Ένας ελαιώνας σε ύψωμα με θέα το Λιβυκό Πέλαγος και διάφορα ψηλά βουνά τριγύρω. Μυρωδιές από χορτάρια, και ήχοι μόνο από πουλάκια. Ψυχή τριγύρω.
Η ψησταριά έχει πάρει φωτιά για τα καλά και η σκιά κάτω από μία μεγάλη ελιά έχει γεμίσει τα απαραίτητα «διαιτητικά» σεμνά και ταπεινά φαγώσιμα, κατά τις επιταγές του πασχαλινού σαβουάρ βιβρ. Τα ψητά πάνε και έρχονται, υπό τους ήχους δεκάδων διαφορετικών τιτιβισμάτων και κάτι απόμακρων βελασμάτων. Το βλέμμα χάνεται πότε στο Λιβυκό, πότε στα τριγύρω βουνά και πότε στο τοπίο που είναι γεμάτο ελαιώνες.
Η ομορφιά, η ησυχία και τα εδέσματα, επιτάσσουν μία χαλαρότητα που αρχίζει να αφυπνίζει καλοκαιρινές αισθήσεις. Ανοιξιάτικες μυρωδιές, ήλιος, ζέστη και μία θάλασσα που μαγνητίζει. Ξαφνικά ακούγονται κορναρίσματα. Όλα τα κεφάλια γυρνούν προς την κατεύθυνση του αγροτικού που έρχεται γκαζωμένο προς το κτήμα. Τα κορναρίσματα συνοδεύουν κάτι ακατάληπτες αγριοφωνάρες που είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθούν. Είναι φιλικές; Είναι εχθρικές; Ουδείς καταλαβαίνει. «Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Απλά όταν πίνει ξεφεύγει λίγο», μας καθησυχάζει ένας γνωστός του.
Το αγροτικό σταματάει σχεδόν πάνω μας. Η πόρτα ανοίγει, και νευρωτικός τύπος με πλαστική σαγιονάρα και σορτσάκι πετάγεται γεμάτος ενθουσιασμό. «ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ! ΘΑ ΣΑΣ ΦΙΛΗΣΩ ΟΛΟΥΣ ΡΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ», αλαλάζει.
Πρώτος τυχερός εγώ. Όλοι οι υπόλοιποι στη σειρά. Δεν γλύτωσε κανείς. Στο καπάκι, βγαίνουν από το αγροτικό ένας πιτσιρικάς γύρω στα 19 (ο υιός), μία γυναικούλα (η σύζυγος), μία έγκυος κοπελίτσα, κρατώντας ένα υπερφυσικό μωρό με το ένα χέρι στην αγκαλιά της, και ένα κοριτσάκι με το άλλο (δικά της και τα δύο, ζωή να’ χουν), ενώ κάνα δυο άτομα μένουν μέσα στο αγροτικό σα να υποδηλώνουν μία κάποιου είδους βαρεμάρα.
«ΡΕ! ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΡΕ;», φωνάζει ο τύπος. Ρίχνει ένα σφύριγμα, και ο υιός τρέχει, ανοίγει καπό, βγάζει από το αγροτικό δύο καλώδια, τρία καφάσια, έναν ενισχυτή και δύο ηχεία. Σε χρόνο dt, το ηχοσύστημα έχει συνδεθεί στη μπαταρία του αγροτικού και να σου κάτι Περπινιάδηδες και κάτι Καζατζίδηδες στη διαπασών.
Η πιτσιρίκα με το υπερφυσικό μωρό, φωνάζει στο κοριτσάκι να μην τρέχει. Η γυναικούλα χαμογελαστή, κοιτάει το υπερπέραν. Ο υιός τρέχει να δυναμώσει τον ήχο. Ο τύπος γκαρίζει: «ΤΟ ΕΦΤΑ! ΒΑΛΕ ΤΟ ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΡΙΑ». Και δώστου πάλι τα «γεια μας», και ξανά τα «ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΡΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ!»
Τα τιτιβίσματα εξαφανίζονται, προφανώς μαζί με τα πουλάκια, τα προβατάκια χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου, και ο κάμπος πλημμυρίζει με στίχους, υπό τις μελωδίες του ξεκούρδιστου αρμονίου, του σκυλολαϊκού μπουζουκιού, και του ρελαντί της μηχανής:
«Αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάνδρας,
που σου ‘λεγε δεν ξέρει τι θα πει άντρας»
Με κάθε παραγγελιά του κυρ-σαγιονάρα, ο υιός πετάγεται για να βάλει το κατάλληλο κομμάτι.
Η αρχική φυγή προς την ψησταριά, που ήταν 10 μέτρα πιο πέρα δεν επαρκούσε, οπότε μετά από λίγη ώρα, κάποιοι πήραμε τα βουνά. Κυριολεκτικά. Οι άτυχοι εναπομείναντες προσποιούνταν ότι όλα είναι καλά, ενδεχομένως ψάχνοντας απελπισμένα για μία βιντεοκάμερα για να αποτυπώσουν το σκηνικό.
Δυστυχώς κάμερα δεν βρέθηκε, αλλά ευτυχώς η επίσκεψη δεν κράτησε πολύ. Μετά από λίγη ώρα, το αγροτικό φορτώθηκε πάλι με καφάσια, ενισχυτή, ηχεία, καλώδια, πιτσιρίκια, και λοιπή κομπανία και αποχώρησε για άλλα παϊδάκια, αλλού.
Η ηρεμία και η χαλάρωση, επανήλθαν μετά από περίπου δύο ώρες και αφού χρειάστηκε να κάνουμε ένα μικρό μουσικό διάλειμμα με live ούτι. Ταυτόχρονα, έπρεπε να περάσει και η ώρα για να επιστρέψουν τα πουλάκια, να αλλάξουν χρώματα η κοιλάδα και η θάλασσα και να επιστρέψουμε πάλι σε εκείνη την καλοκαιρινή αύρα.
Σκηνή 5 - Οι βόλτες στο χωριό
Λένε ότι η Αθήνα στην ουσία δεν είναι μία μεγάλη πόλη, αλλά πάρα πολλά χωριά μαζί. Δεν έχουν και άδικο. Αν μπορούσε ο κάθε σύγχρονος Έλληνας, Αθηναίος ή μη, να έχει αρκετά λεφτά ώστε να φτιάξει σπίτι, θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να χτίσει το πιο κιτς, άσχημο και βλαχοκυριλάτο σπίτι, της ευρύτερης περιοχής. Λες και μετά την ανέγερση θα μπορεί να κομπάζει: «Κοίτα πόσο πιο χειρότερη αισθητική μπορώ να έχω από αυτή του γείτονα! Κοίτα με πόση σοφία και μεθοδικότητα γαμάω το τοπίο!».
Κάπως έτσι και το συγκεκριμένο χωριό έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ομορφιάς του, με διάφορα σωμών / ροζουλί, διώροφα, τσιμεντόκουτα να αντικαθιστούν σιγά σιγά τα παραδοσιακά πετρόχτιστα. Με τον μεγαλογιατρό του χωριού να υποδηλώνει τη «μεγαλοσύνη» του χτίζοντας ένα κηφισιώτικο wannabe αίσχος στη μέση του χωριού, και με τον ανώνυμο καραγκιόζη να κόβει έναν τεράστιο πλάτανο και να πετάει τον κορμό απέναντι από το νεόδμητο εξάβλωμά του, σαν τρόπαιο προς δημόσια θέα. Για να υποδηλώσει την υποταγή της φύσης από την αρχοντιά του; Για να μοστράρει την πρόσοψη του εξαβλώματος στους περαστικούς; Μήπως επειδή έχει ξεχάσει τη δροσιά και ομορφιά που προσφέρουν τα πλατάνια; Ποιος ξέρει...
Και αν στην Αθήνα, οι γάιδαροι παρκάρουν πάνω στα πεζοδρόμια επειδή και καλά δεν βρίσκουν εύκολα θέσεις, εκεί παρκάρουν ακριβώς πάνω στην κεντρική πλατεία, παρά τον απεριόριστο χώρο. Εκεί που παίζουν τα παιδιά και κάνουν ποδήλατο. Για να τη σπάσουν στα παιδιά; Για να επιδείξουν το όχημα; Μήπως επειδή έχουν ξεχάσει σε τι χρησιμεύουν οι πλατείες; Ποιος ξέρει…
Αντιγράφοντας την προσπάθεια των Αθηναίων να βρωμίζουν την πόλη τους με διαφόρων ειδών σκουπιδάκια, έτσι και οι χωριανοί έχουν μετατρέψει ρεματιές ή μικρά πλατώματα σε μίνι χωματερές. Επειδή απλά δεν κοπιάζουν να πάνε 100 - 200 μέτρα πιο κάτω. Έχοντας πάρει το κολάι, διακοσμώντας τους επαρχιακούς δρόμους με άδεια πλαστικά ποτήρια από φραπέ, μπουκαλάκια νερού ή ότι άλλο «περισσεύει» μέσα στο αυτοκίνητο, ρίχνουν και τα μεγαλύτερα σκουπίδια όπου τους βολεύει. Για να προκαλέσουν; Επειδή απλά βαριούνται; Μήπως επειδή δεν σέβονται τον ίδιο τους το χώρο; Πάλι ποιος ξέρει…
Σκηνή 6 - Η ατάκα των ημερών
Σκάει στο σπίτι τύπος γύρω στα 40-50 που κάποτε έμενε Εξάρχεια και ήταν του χώρου, μέχρι που κάποια στιγμή τα παράτησε και κατέβηκε Κρήτη για να βρει την ηρεμία του. «Εμείς ήμασταν οι ωραίοι, οι φιλόσοφοι, και περνάγαμε καλύτερα. Όμως το δίκιο το είχαν οι άλλοι».
Σκηνή 7 - Η επιστροφή
Το λιμάνι του Πειραιά αναδύει μία απαίσια μπόχα. Τα νερά είναι τόσο θολά και το μαζούτ βρωμάει τόσο πολύ, που δε βλέπεις την ώρα να επιστρέψεις γρήγορα σπίτι σου και να χαθείς μέσα στη χαβούζα. Αφήνεις την ανοησία της επαρχίας για να επιστρέψεις σε αυτή της Αθήνας.
Το λιμάνι του Πειραιά αναδύει μία ευχάριστη μπόχα. Όσο θολά και αν είναι τα νερά, όσο κι αν βρωμάει το μαζούτ, ξέρεις ότι σε λίγες ώρες θα βρίσκεσαι πολύ μακριά από τη χαβούζα. Αφήνεις την αθηναϊκή ανοησία για να πας σε αυτή της επαρχίας.
Σκηνή 2 - Η άφιξη στο χωριό
Μια γεύση την παίρνεις από το λεωφορείο. Ή θα είναι κάποιο τσόκαρο που μιλάει δυνατά με τις ώρες στο κινητό για ότι πιο άκυρο μπορεί να κατεβάσει ανθρώπινος εγκέφαλος, ή θα είναι μία παρέα από 20χρονα μπακούρια που μετά τα δέκατα γενέθλιά τους, ξέχασαν να κλείσουν τα έντεκα, τα δώδεκα, κ.ο.κ. Οι ατάκες πέφτουν βροχή η μία μετά την άλλη και κάθε φορά γίνονται όλο και χειρότερες. Μετά από κανά μισάωρο καταλαβαίνεις γιατί το ενδεχόμενο να μετακομίσεις σε χωριό και να μεγαλώσεις παιδί, θα ήταν ξεκάθαρη κακοποίηση της προσωπικότητάς του.
Το λεωφορείο φτάνει επιτέλους στο χωριό και φυσικά σε αφήνει στην κεντρική πλατεία. Αυτόματα, κάθε βλέμμα πέφτει πάνω σου και κολλάει. Σε κοιτάνε από το καφενείο, από το περίπτερο, από το δίπλα μαγαζί, από τα μπαλκόνια. Μέχρι και οι περαστικοί κοντοστέκονται για να κοτσάρουν από πάνω μέχρι κάτω.
Σκηνή 3 - Η ζωή στο χωριό
Ησυχία, ηρεμία, φύση και φυσικοί ήχοι. Όμορφα πράγματα. Εκεί που χαλάει η συνταγή είναι, πού αλλού, στους ανθρώπους. Πέρα από τις διάφορες, διάσπαρτες αξιόλογες εξαιρέσεις, ένα πέπλο συντηρητισμού, αμορφωσιάς, καχυποψίας και ψευτομαγκιάς καλύπτει την τοπική κοινωνία. Ως εξωτερικός παρατηρητής όμως μπορείς και γελάς. Πώς να κρατηθείς, για παράδειγμα, όταν σου μιλάει μία χαμογελαστή γιαγιά από το μπαλκόνι της, και ταυτόχρονα σου μιλάει και η χαμογελαστή γειτόνισσά της, που μένει χρόνια από κάτω, ξέροντας ότι οι δύο γιαγιάδες μεταξύ τους δεν μιλιούνται λόγω κάποιας παλιάς, ξεχασμένης παρεξήγησης; Κοιτάς τη μία, κοιτάς και την άλλη, απαντάς και στις δύο, τους χαμογελάς, σου χαμογελούν και αυτές, αλλά μεταξύ τους τίποτα. Παγωμάρα. Άντε μετά να πάει μπροστά ο τόπος.
Σκηνή 4 - Η Κυριακή του Πάσχα
Το σκηνικό: Ένας ελαιώνας σε ύψωμα με θέα το Λιβυκό Πέλαγος και διάφορα ψηλά βουνά τριγύρω. Μυρωδιές από χορτάρια, και ήχοι μόνο από πουλάκια. Ψυχή τριγύρω.
Η ψησταριά έχει πάρει φωτιά για τα καλά και η σκιά κάτω από μία μεγάλη ελιά έχει γεμίσει τα απαραίτητα «διαιτητικά» σεμνά και ταπεινά φαγώσιμα, κατά τις επιταγές του πασχαλινού σαβουάρ βιβρ. Τα ψητά πάνε και έρχονται, υπό τους ήχους δεκάδων διαφορετικών τιτιβισμάτων και κάτι απόμακρων βελασμάτων. Το βλέμμα χάνεται πότε στο Λιβυκό, πότε στα τριγύρω βουνά και πότε στο τοπίο που είναι γεμάτο ελαιώνες.
Η ομορφιά, η ησυχία και τα εδέσματα, επιτάσσουν μία χαλαρότητα που αρχίζει να αφυπνίζει καλοκαιρινές αισθήσεις. Ανοιξιάτικες μυρωδιές, ήλιος, ζέστη και μία θάλασσα που μαγνητίζει. Ξαφνικά ακούγονται κορναρίσματα. Όλα τα κεφάλια γυρνούν προς την κατεύθυνση του αγροτικού που έρχεται γκαζωμένο προς το κτήμα. Τα κορναρίσματα συνοδεύουν κάτι ακατάληπτες αγριοφωνάρες που είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθούν. Είναι φιλικές; Είναι εχθρικές; Ουδείς καταλαβαίνει. «Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Απλά όταν πίνει ξεφεύγει λίγο», μας καθησυχάζει ένας γνωστός του.
Το αγροτικό σταματάει σχεδόν πάνω μας. Η πόρτα ανοίγει, και νευρωτικός τύπος με πλαστική σαγιονάρα και σορτσάκι πετάγεται γεμάτος ενθουσιασμό. «ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ! ΘΑ ΣΑΣ ΦΙΛΗΣΩ ΟΛΟΥΣ ΡΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ», αλαλάζει.
Πρώτος τυχερός εγώ. Όλοι οι υπόλοιποι στη σειρά. Δεν γλύτωσε κανείς. Στο καπάκι, βγαίνουν από το αγροτικό ένας πιτσιρικάς γύρω στα 19 (ο υιός), μία γυναικούλα (η σύζυγος), μία έγκυος κοπελίτσα, κρατώντας ένα υπερφυσικό μωρό με το ένα χέρι στην αγκαλιά της, και ένα κοριτσάκι με το άλλο (δικά της και τα δύο, ζωή να’ χουν), ενώ κάνα δυο άτομα μένουν μέσα στο αγροτικό σα να υποδηλώνουν μία κάποιου είδους βαρεμάρα.
«ΡΕ! ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΡΕ;», φωνάζει ο τύπος. Ρίχνει ένα σφύριγμα, και ο υιός τρέχει, ανοίγει καπό, βγάζει από το αγροτικό δύο καλώδια, τρία καφάσια, έναν ενισχυτή και δύο ηχεία. Σε χρόνο dt, το ηχοσύστημα έχει συνδεθεί στη μπαταρία του αγροτικού και να σου κάτι Περπινιάδηδες και κάτι Καζατζίδηδες στη διαπασών.
Η πιτσιρίκα με το υπερφυσικό μωρό, φωνάζει στο κοριτσάκι να μην τρέχει. Η γυναικούλα χαμογελαστή, κοιτάει το υπερπέραν. Ο υιός τρέχει να δυναμώσει τον ήχο. Ο τύπος γκαρίζει: «ΤΟ ΕΦΤΑ! ΒΑΛΕ ΤΟ ΕΦΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΡΙΑ». Και δώστου πάλι τα «γεια μας», και ξανά τα «ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΡΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΑΣ!»
Τα τιτιβίσματα εξαφανίζονται, προφανώς μαζί με τα πουλάκια, τα προβατάκια χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου, και ο κάμπος πλημμυρίζει με στίχους, υπό τις μελωδίες του ξεκούρδιστου αρμονίου, του σκυλολαϊκού μπουζουκιού, και του ρελαντί της μηχανής:
«Αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάνδρας,
που σου ‘λεγε δεν ξέρει τι θα πει άντρας»
Με κάθε παραγγελιά του κυρ-σαγιονάρα, ο υιός πετάγεται για να βάλει το κατάλληλο κομμάτι.
Η αρχική φυγή προς την ψησταριά, που ήταν 10 μέτρα πιο πέρα δεν επαρκούσε, οπότε μετά από λίγη ώρα, κάποιοι πήραμε τα βουνά. Κυριολεκτικά. Οι άτυχοι εναπομείναντες προσποιούνταν ότι όλα είναι καλά, ενδεχομένως ψάχνοντας απελπισμένα για μία βιντεοκάμερα για να αποτυπώσουν το σκηνικό.
Δυστυχώς κάμερα δεν βρέθηκε, αλλά ευτυχώς η επίσκεψη δεν κράτησε πολύ. Μετά από λίγη ώρα, το αγροτικό φορτώθηκε πάλι με καφάσια, ενισχυτή, ηχεία, καλώδια, πιτσιρίκια, και λοιπή κομπανία και αποχώρησε για άλλα παϊδάκια, αλλού.
Η ηρεμία και η χαλάρωση, επανήλθαν μετά από περίπου δύο ώρες και αφού χρειάστηκε να κάνουμε ένα μικρό μουσικό διάλειμμα με live ούτι. Ταυτόχρονα, έπρεπε να περάσει και η ώρα για να επιστρέψουν τα πουλάκια, να αλλάξουν χρώματα η κοιλάδα και η θάλασσα και να επιστρέψουμε πάλι σε εκείνη την καλοκαιρινή αύρα.
Σκηνή 5 - Οι βόλτες στο χωριό
Λένε ότι η Αθήνα στην ουσία δεν είναι μία μεγάλη πόλη, αλλά πάρα πολλά χωριά μαζί. Δεν έχουν και άδικο. Αν μπορούσε ο κάθε σύγχρονος Έλληνας, Αθηναίος ή μη, να έχει αρκετά λεφτά ώστε να φτιάξει σπίτι, θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να χτίσει το πιο κιτς, άσχημο και βλαχοκυριλάτο σπίτι, της ευρύτερης περιοχής. Λες και μετά την ανέγερση θα μπορεί να κομπάζει: «Κοίτα πόσο πιο χειρότερη αισθητική μπορώ να έχω από αυτή του γείτονα! Κοίτα με πόση σοφία και μεθοδικότητα γαμάω το τοπίο!».
Κάπως έτσι και το συγκεκριμένο χωριό έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ομορφιάς του, με διάφορα σωμών / ροζουλί, διώροφα, τσιμεντόκουτα να αντικαθιστούν σιγά σιγά τα παραδοσιακά πετρόχτιστα. Με τον μεγαλογιατρό του χωριού να υποδηλώνει τη «μεγαλοσύνη» του χτίζοντας ένα κηφισιώτικο wannabe αίσχος στη μέση του χωριού, και με τον ανώνυμο καραγκιόζη να κόβει έναν τεράστιο πλάτανο και να πετάει τον κορμό απέναντι από το νεόδμητο εξάβλωμά του, σαν τρόπαιο προς δημόσια θέα. Για να υποδηλώσει την υποταγή της φύσης από την αρχοντιά του; Για να μοστράρει την πρόσοψη του εξαβλώματος στους περαστικούς; Μήπως επειδή έχει ξεχάσει τη δροσιά και ομορφιά που προσφέρουν τα πλατάνια; Ποιος ξέρει...
Και αν στην Αθήνα, οι γάιδαροι παρκάρουν πάνω στα πεζοδρόμια επειδή και καλά δεν βρίσκουν εύκολα θέσεις, εκεί παρκάρουν ακριβώς πάνω στην κεντρική πλατεία, παρά τον απεριόριστο χώρο. Εκεί που παίζουν τα παιδιά και κάνουν ποδήλατο. Για να τη σπάσουν στα παιδιά; Για να επιδείξουν το όχημα; Μήπως επειδή έχουν ξεχάσει σε τι χρησιμεύουν οι πλατείες; Ποιος ξέρει…
Αντιγράφοντας την προσπάθεια των Αθηναίων να βρωμίζουν την πόλη τους με διαφόρων ειδών σκουπιδάκια, έτσι και οι χωριανοί έχουν μετατρέψει ρεματιές ή μικρά πλατώματα σε μίνι χωματερές. Επειδή απλά δεν κοπιάζουν να πάνε 100 - 200 μέτρα πιο κάτω. Έχοντας πάρει το κολάι, διακοσμώντας τους επαρχιακούς δρόμους με άδεια πλαστικά ποτήρια από φραπέ, μπουκαλάκια νερού ή ότι άλλο «περισσεύει» μέσα στο αυτοκίνητο, ρίχνουν και τα μεγαλύτερα σκουπίδια όπου τους βολεύει. Για να προκαλέσουν; Επειδή απλά βαριούνται; Μήπως επειδή δεν σέβονται τον ίδιο τους το χώρο; Πάλι ποιος ξέρει…
Σκηνή 6 - Η ατάκα των ημερών
Σκάει στο σπίτι τύπος γύρω στα 40-50 που κάποτε έμενε Εξάρχεια και ήταν του χώρου, μέχρι που κάποια στιγμή τα παράτησε και κατέβηκε Κρήτη για να βρει την ηρεμία του. «Εμείς ήμασταν οι ωραίοι, οι φιλόσοφοι, και περνάγαμε καλύτερα. Όμως το δίκιο το είχαν οι άλλοι».
Σκηνή 7 - Η επιστροφή
Το λιμάνι του Πειραιά αναδύει μία απαίσια μπόχα. Τα νερά είναι τόσο θολά και το μαζούτ βρωμάει τόσο πολύ, που δε βλέπεις την ώρα να επιστρέψεις γρήγορα σπίτι σου και να χαθείς μέσα στη χαβούζα. Αφήνεις την ανοησία της επαρχίας για να επιστρέψεις σε αυτή της Αθήνας.