Φανταστείτε μια κοινωνία όπου η απάθεια, η ανοησία και η αφέλεια έχουν ξεπεράσει κατά πολύ μια κρίσιμη μάζα ατόμων, τόσο ώστε πλέον εκτός από τους νόμους, να μην τηρούνται και στοιχειώδεις κανόνες απόκρυψης μιας απάτης ή έστω μιας ένδειξης ντροπής. Στην ίδια κοινωνία φανταστείτε να βγαίνει δημόσια ένας πολιτικός, ή γενικά ένα σημαντικό άτομο της κοινωνίας και να ψεύδεται ή να υποτιμά τη νοημοσύνη των ακροατών του τόσο φανερά, αλλά ταυτόχρονα κανείς από τους ακροατές να μην αντιδρά.
Στις 19/11, στην εκπομπή «Αποδείξεις» του Νίκου Ευαγγελάτου έσκασε η ατάκα που προσωπικά με ταρακούνησε. Με έκανε να σκεφτώ ότι ίσως και να ζούμε σε μία κοινωνία ακόμα χειρότερη. Στη συγκεκριμένη εκπομπή, ήταν προσκεκλημένη η Κα Πελέκη, γνωστή από το συμβολαιογραφικό της έργο κατά τις ανταλλαγές ακινήτων μεταξύ της Μονής Βατοπεδίου και ελληνικού Κράτους.
Η συνέντευξη ήταν μια κλασσική συνέντευξη, όπου ερωτών και ερωτούμενος είχαν μία άνετη συζήτηση, χωρίς πολλά «στριμώγματα». Από αυτές τις συνεντεύξεις που είναι εμφανές ότι όλα είναι προσυμφωνημένα, προκειμένου να μην έρθει σε δύσκολη θέση κανένα μέρος, ώστε να φανεί και το «δημοσιογραφικό δαιμόνιο» του δημοσιογράφου, αλλά και η «αθωότητα» του ερωτούμενου. Και εκεί που οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με τον κλασσικό βαρετό ρυθμό, και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σκάει η κορώνα…
Ρωτάει ο κ. Ευαγγελάτος την Κα Πελέκη εάν αισθάνθηκε ότι έκανε κάτι παράνομο ή μεμπτό όταν συνέτασσε τα συμβόλαια. Εκείνη φυσικά απαντάει αρνητικά και μετά δίνει την αιτιολογία (αυτολεξεί):
«Και επειδή εγώ προέρχομαι από μία πολύ βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, η αίσθηση που είχα, είναι ότι βοηθάω το μοναστήρι, ότι θα έχω ευλογία από την Παναγία».
Και αφού τελείωσε η συνέντευξη, η Κα Πελέκη επιβιβάστηκε στο τεθωρακισμένο της τζιπ και πήγε για ύπνο με ήσυχη τη συνείδησή της. Και οι ακροατές, έκλεισαν τις τηλεοράσεις τους και έπεσαν και αυτοί για ύπνο. Εγώ πάλι άρχισα να κάνω κάποιες συγκεχυμένες σκέψεις…
Εντάξει, προφανώς μετά την ατάκα, τα ανθρωπάκια με τη λευκή στολή και το ζουρλομανδύα, δεν ήθελαν να διακόψουν την εκπομπή, οπότε περίμεναν την Κα Πελέκη μετά το πέρας της εκπομπής. Από την άλλη πάλι, δεν ακούστηκε κάτι, άρα μάλλον η ερμηνεία της ακούστηκε λογική. Φαντάζομαι, όμως, ότι την επόμενη μέρα θα ξεσηκωνόταν ο κόσμος και κρατώντας δαδιά στα χέρια και πανό που γράφουν «Όχι άλλη υποτίμηση της νοημοσύνης μας», θα περικύκλωναν τη Βουλή απαιτώντας δικαιοσύνη. Και πάλι όμως ούτε αυτό έγινε. Και το ΕΣΡ; Η Δικαιοσύνη; Κάποια αρμόδια επιτροπή για την προστασία των εγκεφαλικών μας κυττάρων; Τίποτα.
Κανείς δεν βρήκε κάτι μεμπτό σε αυτή την ατάκα. Θεωρήθηκε καθ’ όλα σοβαρή και αξιοπρεπής. Οπότε αν εγώ, με κάποια οποιαδήποτε επαγγελματική ιδιότητα, μπορώ να λαμβάνω μέρος σε μεγάλες απάτες, χωρίς όμως να έχω νομικές κυρώσεις (λόγω της επαγγελματικής μου ιδιότητας), η απολογία μου θα μπορούσε να είναι πλήρως μεταφυσική, φαντασιόπληκτη, σχιζοφρενική ή προϊόν διαταραχής προσωπικότητας και να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ούτε ηθικής, ούτε συνείδησης, ούτε δεοντολογίας.
Αυτό σε μία σύγχρονη, «δημοκρατική» κοινωνία δημιουργεί αρκετά ζητήματα. Διότι συγχέονται οι αντικειμενικές, νομικές και ηθικές ευθύνες με τις προσωπικές αντιλήψεις του καθενός. Δηλαδή, τα συμφέροντά του. Ενδεχομένως αν η Κα Πελέκη ή η οποιαδήποτε Κα Πελέκη είχε αναφέρει ότι εξυπηρετεί μία απάτη για να λάβει την ευλογία του Μωάμεθ ή της χρυσομαλλούσας νεράιδας της Γκιόνας, θα είχε αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερο σκεπτικισμό. Επειδή όμως μιλάμε για μία «βαθειά θρησκευόμενη» οικογένεια, για «ευλογία» και για την «Παναγία», το ηθικό ζήτημα καθαρίζει αμέσως.
Η συγκεκριμένη μεσαιωνική αντίληψη των πραγμάτων, έδινε κάποτε στον Κλήρο την πλήρη δικαιοδοσία για να παρεμβαίνει σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, να κλέβει περιουσίες ανθρώπων, να συμμετέχει στην Εξουσία χωρίς πολλές εξηγήσεις και χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Οι παρεμβάσεις αυτές, δεν συναντούσαν καμία αντίσταση ούτε από τις κοινωνίες, ούτε από τις πολιτικές Αρχές, ούτε από τους εκάστοτε θεσμούς. Ευτυχώς, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί από τότε, οπότε ο Κλήρος ή οποιοσδήποτε που επικαλείται θεούς και δαίμονες, δεν έχει πλέον τόσο ελεύθερη δικαιοδοσία. Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, κατάφερε και απέβαλε τις υποκειμενικές δεισιδαιμονίες για χάρη των δημοκρατικών, δίκαιων και αντικειμενικών θεσμών.
Στις 19/11, στην εκπομπή «Αποδείξεις» του Νίκου Ευαγγελάτου έσκασε η ατάκα που προσωπικά με ταρακούνησε. Με έκανε να σκεφτώ ότι ίσως και να ζούμε σε μία κοινωνία ακόμα χειρότερη. Στη συγκεκριμένη εκπομπή, ήταν προσκεκλημένη η Κα Πελέκη, γνωστή από το συμβολαιογραφικό της έργο κατά τις ανταλλαγές ακινήτων μεταξύ της Μονής Βατοπεδίου και ελληνικού Κράτους.
Η συνέντευξη ήταν μια κλασσική συνέντευξη, όπου ερωτών και ερωτούμενος είχαν μία άνετη συζήτηση, χωρίς πολλά «στριμώγματα». Από αυτές τις συνεντεύξεις που είναι εμφανές ότι όλα είναι προσυμφωνημένα, προκειμένου να μην έρθει σε δύσκολη θέση κανένα μέρος, ώστε να φανεί και το «δημοσιογραφικό δαιμόνιο» του δημοσιογράφου, αλλά και η «αθωότητα» του ερωτούμενου. Και εκεί που οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με τον κλασσικό βαρετό ρυθμό, και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σκάει η κορώνα…
Ρωτάει ο κ. Ευαγγελάτος την Κα Πελέκη εάν αισθάνθηκε ότι έκανε κάτι παράνομο ή μεμπτό όταν συνέτασσε τα συμβόλαια. Εκείνη φυσικά απαντάει αρνητικά και μετά δίνει την αιτιολογία (αυτολεξεί):
«Και επειδή εγώ προέρχομαι από μία πολύ βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια, η αίσθηση που είχα, είναι ότι βοηθάω το μοναστήρι, ότι θα έχω ευλογία από την Παναγία».
Και αφού τελείωσε η συνέντευξη, η Κα Πελέκη επιβιβάστηκε στο τεθωρακισμένο της τζιπ και πήγε για ύπνο με ήσυχη τη συνείδησή της. Και οι ακροατές, έκλεισαν τις τηλεοράσεις τους και έπεσαν και αυτοί για ύπνο. Εγώ πάλι άρχισα να κάνω κάποιες συγκεχυμένες σκέψεις…
Εντάξει, προφανώς μετά την ατάκα, τα ανθρωπάκια με τη λευκή στολή και το ζουρλομανδύα, δεν ήθελαν να διακόψουν την εκπομπή, οπότε περίμεναν την Κα Πελέκη μετά το πέρας της εκπομπής. Από την άλλη πάλι, δεν ακούστηκε κάτι, άρα μάλλον η ερμηνεία της ακούστηκε λογική. Φαντάζομαι, όμως, ότι την επόμενη μέρα θα ξεσηκωνόταν ο κόσμος και κρατώντας δαδιά στα χέρια και πανό που γράφουν «Όχι άλλη υποτίμηση της νοημοσύνης μας», θα περικύκλωναν τη Βουλή απαιτώντας δικαιοσύνη. Και πάλι όμως ούτε αυτό έγινε. Και το ΕΣΡ; Η Δικαιοσύνη; Κάποια αρμόδια επιτροπή για την προστασία των εγκεφαλικών μας κυττάρων; Τίποτα.
Κανείς δεν βρήκε κάτι μεμπτό σε αυτή την ατάκα. Θεωρήθηκε καθ’ όλα σοβαρή και αξιοπρεπής. Οπότε αν εγώ, με κάποια οποιαδήποτε επαγγελματική ιδιότητα, μπορώ να λαμβάνω μέρος σε μεγάλες απάτες, χωρίς όμως να έχω νομικές κυρώσεις (λόγω της επαγγελματικής μου ιδιότητας), η απολογία μου θα μπορούσε να είναι πλήρως μεταφυσική, φαντασιόπληκτη, σχιζοφρενική ή προϊόν διαταραχής προσωπικότητας και να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ούτε ηθικής, ούτε συνείδησης, ούτε δεοντολογίας.
Αυτό σε μία σύγχρονη, «δημοκρατική» κοινωνία δημιουργεί αρκετά ζητήματα. Διότι συγχέονται οι αντικειμενικές, νομικές και ηθικές ευθύνες με τις προσωπικές αντιλήψεις του καθενός. Δηλαδή, τα συμφέροντά του. Ενδεχομένως αν η Κα Πελέκη ή η οποιαδήποτε Κα Πελέκη είχε αναφέρει ότι εξυπηρετεί μία απάτη για να λάβει την ευλογία του Μωάμεθ ή της χρυσομαλλούσας νεράιδας της Γκιόνας, θα είχε αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερο σκεπτικισμό. Επειδή όμως μιλάμε για μία «βαθειά θρησκευόμενη» οικογένεια, για «ευλογία» και για την «Παναγία», το ηθικό ζήτημα καθαρίζει αμέσως.
Η συγκεκριμένη μεσαιωνική αντίληψη των πραγμάτων, έδινε κάποτε στον Κλήρο την πλήρη δικαιοδοσία για να παρεμβαίνει σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, να κλέβει περιουσίες ανθρώπων, να συμμετέχει στην Εξουσία χωρίς πολλές εξηγήσεις και χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Οι παρεμβάσεις αυτές, δεν συναντούσαν καμία αντίσταση ούτε από τις κοινωνίες, ούτε από τις πολιτικές Αρχές, ούτε από τους εκάστοτε θεσμούς. Ευτυχώς, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί από τότε, οπότε ο Κλήρος ή οποιοσδήποτε που επικαλείται θεούς και δαίμονες, δεν έχει πλέον τόσο ελεύθερη δικαιοδοσία. Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, κατάφερε και απέβαλε τις υποκειμενικές δεισιδαιμονίες για χάρη των δημοκρατικών, δίκαιων και αντικειμενικών θεσμών.
Κι όμως, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η ίδια ασυδοσία λαμβάνει χώρα, αλλά μέσω «νόμιμων διαδικασιών». Οι εκπρόσωποι μάλιστα αυτών των διαδικασιών, δεν έχουν καμία ντροπή ή αίσθηση ανοησίας όταν κάνουν επίσημες δηλώσεις με ευλογίες και Παναγίες. Ξέρουν ότι το έδαφος είναι ακόμα τόσο πρόσφορο και γεμάτο με κουτόχορτο, ώστε η ελληνική κοινωνία θα συνεχίζει να βοσκά χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τα καμώματά τους. Δεν έχουν και άδικο...