Ξεδιπλώνοντας ιστορικά το πολιτισμικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας, υπάρχουν δύο βασικές περίοδοι όπου το ανθρώπινο πνεύμα εμφανίστηκε ιδιαίτερα δραστήριο και παρήγαγε θετικό έργο στις τέχνες, τα γράμματα, τις επιστήμες και φυσικά τις αντίστοιχες κοινωνίες σε μαζικά μεγέθη. Η πρώτη περίοδος αφορά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό όπου μπήκαν γερά θεμέλια προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, και η δεύτερη τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό που «αφύπνισε» λαούς ολόκληρους από τον λήθαργο πολλών αιώνων.
Και οι δύο περίοδοι χαρακτηρίζονται από διαφορετικές θετικές ιδέες που επικράτησαν, από τις οποίες προέκυψαν αλματώδη βήματα στις επιστήμες, τη φιλοσοφία και εν ακολουθία τις δομές των επηρεαζόμενων κοινωνιών. Ο κοινός παράγοντας, όμως, όλων αυτών των ιδεών υπήρξε και παραμένει ένας: ο ορθολογισμός. Η αναφορά δεν γίνεται στον στεγνό, απρόσωπο και ασυναίσθητο ορθολογισμό, αλλά στον καθολικό, που προκύπτει από την ακατάπαυστη επιθυμία του ανθρώπου να αντιμετωπίζει καταστάσεις και προβλήματα με συστηματικό τρόπο, με συνεργασία και χρησιμοποιώντας τη συλλογική ανθρώπινη γνώση που συνεχώς εμπλουτίζεται με νέα δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι ο διαφωτισμός σηματοδότησε το τέλος του σκοταδισμού, και η άνθιση της επιστήμης, το τέλος της θρησκοληψίας.
Ο ορθολογισμός, που ταυτίστηκε και με την έννοια της λογικής, έχει το εξής απλό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικό χαρακτηριστικό : αναλύει μία κατάσταση ή ένα πρόβλημα βήμα – βήμα. Τροφοδοτείται με δεδομένα που γνωρίζει ότι λειτουργούν, ερευνά, επαναξιολογεί και καταλήγει σε ασφαλέστερα συμπεράσματα. Στις επιστήμες, το εργαλείο εξορθολογισμού της λειτουργίας του σύμπαντος, είναι τα μαθηματικά. Στις κοινωνίες, τα εργαλεία εξορθολογισμού είναι ακόμα σε πρώιμα στάδια, αλλά ταυτόχρονα σε ικανοποιητικά επίπεδα ώστε να μιλάμε για τη Δικαιοσύνη και τους Νόμους που συνεχώς προσαρμόζονται σε νέα δεδομένα βάσει των αντίστοιχων κοινωνικών αναγκών. Η Διεθνής Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για παράδειγμα (απόρροια τόσο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, μεταγενέστερων κοινωνικών αιτημάτων και δύο παγκοσμίων πολέμων), αποτελεί ένα στοιχειώδες εργαλείο εξορθολογισμού μίας κοινωνίας και οιονεί, ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα με τα αντίστοιχα νομικά πλαίσια, κατέχουν υψηλότερη θέση σε κάποιες χώρες από ότι σε κάποιες άλλες, δεν σημαίνει ότι αμφισβητούνται ως εργαλεία εξορθολογισμού, αλλά ότι οι αντίστοιχες κοινωνίες δεν έχουν καταφέρει να συνειδητοποιήσουν τη χρησιμότητα ενός τέτοιου εργαλείου. Αντιθέτως, τέτοιες κοινωνίες επιτρέπουν σε έννοιες όπως ο παραλογισμός να διεισδύουν στη λειτουργία και τους θεσμούς των κρατών τους, καταπολεμώντας ευθέως οποιαδήποτε προσπάθεια εύρεσης ορθολογικών λύσεων και προτάσεων. Παρόμοιες καταστάσεις παρατηρούνται και με τη θέσπιση ισχυρής Δικαιοσύνης που τηρεί το Νόμο κατά γράμμα, αποδίδει ευθύνες βάσει της αρχής της ισονομίας, και συνεχώς εξελίσσεται βάσει ορθολογικής ανάλυσης των νομικών κενών ή αδικιών.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα άκρου παραλογισμού. Και ως τέτοια, δημιουργεί συνεχώς αντιφάσεις, κυρίως στην εσωτερική λειτουργία της κοινωνίας της. Ο καλλιεργημένος, συνειδητοποιημένος και ενεργός Έλληνας πολίτης που θέλει να συνεισφέρει στην ανάπτυξη της χώρας του και τη βελτίωση της κοινωνίας του, δεν νοιώθει απόγνωση, εκνευρισμό και αηδία επειδή περιτριγυρίζεται από Ελληναράδες, αλλά επειδή περιτριγυρίζεται από παραλογισμό. Παράλογους συμπολίτες, παράλογες διαδικασίες, παράλογους ηγέτες, παράλογους θεσμούς, παράλογα κατεστημένα, παράλογα συμφέροντα και παράλογο τρόπο επίλυσης προβλημάτων. Και η χειρότερη κίνηση που μπορεί να κάνει κάποιος όταν είναι αντιμέτωπος με τον παραλογισμό, είναι να αντιπαρέλθει με λογική˙ ένα άτοπο εγχείρημα με προγεγραμμένο νικητή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην Ελλάδα έχει πολλή πέραση η έννοια της «κοινής λογικής», δεδομένου ότι είναι ανύπαρκτη και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει σχεδόν 250 χρόνια από τότε που ο Βολταίρος έγραφε: «Η κοινή λογική δεν είναι πολύ κοινή».
Αυτό όμως που σίγουρα δεν είναι τυχαίο, είναι ο λόγος ύπαρξης αυτού του συνεχιζόμενου παραλογισμού στη χώρα μας. Ο ατομικισμός είναι ένας βασικός παράγοντας που μπορεί να αυξήσει τον γενικότερο παραλογισμό, δεδομένου ότι ενθαρρύνει την ατομικιστική σκέψη έναντι ασφαλέστερων, κεκτημένων, συλλογικών συμπερασμάτων. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος αστυνομικός να σαπίζει στο ξύλο ένα συλληφθέντα για τους δικούς του ιδεολογικούς ή ψυχολογικούς λόγους, αλλά σε μία κοινωνία που έχει ξεκαθαρίσει ότι ο ρόλος της αστυνομίας είναι η προστασία και όχι η ασυδοσία, ο οποιοσδήποτε υπερασπιστικός ισχυρισμός του εν λόγω αστυνομικού σε κοινωνικό επίπεδο, είναι άσκοπος και άτοπος. Σε μία κοινωνία όμως, όπου ο ισχυρισμός του καθενός, όσο παράλογος και αν είναι, ακόμα και αν δεν ακολουθεί στοιχειώδεις κανόνες λογικής, μπορεί να γίνει μέχρι και Νόμος ή «κοινή λογική», τότε υπάρχει θέμα στις ανοχές αυτής της κοινωνίας απέναντι στον ατομικό παραλογισμό του καθενός.
Όσο συνεχίζουμε ως κοινωνία να προάγουμε τον ατομικιστικό τρόπο σκέψης, μέσω της ανομίας, της κακής παιδείας, της αποποίησης ευθυνών, της ατιμωρησίας και των κακών παραδειγμάτων προς μίμηση, τόσο ο παραλογισμός θα αυξάνεται, και η εύρεση λογικών, δίκαιων και έξυπνων λύσεων θα γίνεται δυσκολότερη. Όσο θυσιάζονται συλλογικά κεκτημένα και μαθήματα του παρελθόντος, όπως τα κοινωνικά δικαιώματα, η ισονομία, η αξιοκρατία, η επιστημονική γνώση, η δικαιοσύνη κλπ, στο όνομα της μονοδιάστατης, κλειστοφοβικής, ατομικιστικής μιζέριας, τόσο ο παραλογισμός θα καταπνίγει κάθε προσπάθεια θετικής, ορθολογικής πορείας.
Η ιστορία έχει διδάξει πολλές φορές ότι κανένα θετικό κεκτημένο της ανθρώπινης γνώσης δεν ακολούθησε αναγκαστικά και εξ’ ορισμού τις επερχόμενες γενιές. Είναι ευθύνη των αντίστοιχων γενεών να διαφυλάττουν τα συγκεκριμένα κεκτημένα. Διαφορετικά, αυτά παραμένουν εύθραυστά και ευάλωτα στις ορέξεις παράλογων ανθρώπων ή παράλογων κοινωνιών.
Και οι δύο περίοδοι χαρακτηρίζονται από διαφορετικές θετικές ιδέες που επικράτησαν, από τις οποίες προέκυψαν αλματώδη βήματα στις επιστήμες, τη φιλοσοφία και εν ακολουθία τις δομές των επηρεαζόμενων κοινωνιών. Ο κοινός παράγοντας, όμως, όλων αυτών των ιδεών υπήρξε και παραμένει ένας: ο ορθολογισμός. Η αναφορά δεν γίνεται στον στεγνό, απρόσωπο και ασυναίσθητο ορθολογισμό, αλλά στον καθολικό, που προκύπτει από την ακατάπαυστη επιθυμία του ανθρώπου να αντιμετωπίζει καταστάσεις και προβλήματα με συστηματικό τρόπο, με συνεργασία και χρησιμοποιώντας τη συλλογική ανθρώπινη γνώση που συνεχώς εμπλουτίζεται με νέα δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι ο διαφωτισμός σηματοδότησε το τέλος του σκοταδισμού, και η άνθιση της επιστήμης, το τέλος της θρησκοληψίας.
Ο ορθολογισμός, που ταυτίστηκε και με την έννοια της λογικής, έχει το εξής απλό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικό χαρακτηριστικό : αναλύει μία κατάσταση ή ένα πρόβλημα βήμα – βήμα. Τροφοδοτείται με δεδομένα που γνωρίζει ότι λειτουργούν, ερευνά, επαναξιολογεί και καταλήγει σε ασφαλέστερα συμπεράσματα. Στις επιστήμες, το εργαλείο εξορθολογισμού της λειτουργίας του σύμπαντος, είναι τα μαθηματικά. Στις κοινωνίες, τα εργαλεία εξορθολογισμού είναι ακόμα σε πρώιμα στάδια, αλλά ταυτόχρονα σε ικανοποιητικά επίπεδα ώστε να μιλάμε για τη Δικαιοσύνη και τους Νόμους που συνεχώς προσαρμόζονται σε νέα δεδομένα βάσει των αντίστοιχων κοινωνικών αναγκών. Η Διεθνής Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για παράδειγμα (απόρροια τόσο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, μεταγενέστερων κοινωνικών αιτημάτων και δύο παγκοσμίων πολέμων), αποτελεί ένα στοιχειώδες εργαλείο εξορθολογισμού μίας κοινωνίας και οιονεί, ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα με τα αντίστοιχα νομικά πλαίσια, κατέχουν υψηλότερη θέση σε κάποιες χώρες από ότι σε κάποιες άλλες, δεν σημαίνει ότι αμφισβητούνται ως εργαλεία εξορθολογισμού, αλλά ότι οι αντίστοιχες κοινωνίες δεν έχουν καταφέρει να συνειδητοποιήσουν τη χρησιμότητα ενός τέτοιου εργαλείου. Αντιθέτως, τέτοιες κοινωνίες επιτρέπουν σε έννοιες όπως ο παραλογισμός να διεισδύουν στη λειτουργία και τους θεσμούς των κρατών τους, καταπολεμώντας ευθέως οποιαδήποτε προσπάθεια εύρεσης ορθολογικών λύσεων και προτάσεων. Παρόμοιες καταστάσεις παρατηρούνται και με τη θέσπιση ισχυρής Δικαιοσύνης που τηρεί το Νόμο κατά γράμμα, αποδίδει ευθύνες βάσει της αρχής της ισονομίας, και συνεχώς εξελίσσεται βάσει ορθολογικής ανάλυσης των νομικών κενών ή αδικιών.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα άκρου παραλογισμού. Και ως τέτοια, δημιουργεί συνεχώς αντιφάσεις, κυρίως στην εσωτερική λειτουργία της κοινωνίας της. Ο καλλιεργημένος, συνειδητοποιημένος και ενεργός Έλληνας πολίτης που θέλει να συνεισφέρει στην ανάπτυξη της χώρας του και τη βελτίωση της κοινωνίας του, δεν νοιώθει απόγνωση, εκνευρισμό και αηδία επειδή περιτριγυρίζεται από Ελληναράδες, αλλά επειδή περιτριγυρίζεται από παραλογισμό. Παράλογους συμπολίτες, παράλογες διαδικασίες, παράλογους ηγέτες, παράλογους θεσμούς, παράλογα κατεστημένα, παράλογα συμφέροντα και παράλογο τρόπο επίλυσης προβλημάτων. Και η χειρότερη κίνηση που μπορεί να κάνει κάποιος όταν είναι αντιμέτωπος με τον παραλογισμό, είναι να αντιπαρέλθει με λογική˙ ένα άτοπο εγχείρημα με προγεγραμμένο νικητή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην Ελλάδα έχει πολλή πέραση η έννοια της «κοινής λογικής», δεδομένου ότι είναι ανύπαρκτη και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει σχεδόν 250 χρόνια από τότε που ο Βολταίρος έγραφε: «Η κοινή λογική δεν είναι πολύ κοινή».
Αυτό όμως που σίγουρα δεν είναι τυχαίο, είναι ο λόγος ύπαρξης αυτού του συνεχιζόμενου παραλογισμού στη χώρα μας. Ο ατομικισμός είναι ένας βασικός παράγοντας που μπορεί να αυξήσει τον γενικότερο παραλογισμό, δεδομένου ότι ενθαρρύνει την ατομικιστική σκέψη έναντι ασφαλέστερων, κεκτημένων, συλλογικών συμπερασμάτων. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος αστυνομικός να σαπίζει στο ξύλο ένα συλληφθέντα για τους δικούς του ιδεολογικούς ή ψυχολογικούς λόγους, αλλά σε μία κοινωνία που έχει ξεκαθαρίσει ότι ο ρόλος της αστυνομίας είναι η προστασία και όχι η ασυδοσία, ο οποιοσδήποτε υπερασπιστικός ισχυρισμός του εν λόγω αστυνομικού σε κοινωνικό επίπεδο, είναι άσκοπος και άτοπος. Σε μία κοινωνία όμως, όπου ο ισχυρισμός του καθενός, όσο παράλογος και αν είναι, ακόμα και αν δεν ακολουθεί στοιχειώδεις κανόνες λογικής, μπορεί να γίνει μέχρι και Νόμος ή «κοινή λογική», τότε υπάρχει θέμα στις ανοχές αυτής της κοινωνίας απέναντι στον ατομικό παραλογισμό του καθενός.
Όσο συνεχίζουμε ως κοινωνία να προάγουμε τον ατομικιστικό τρόπο σκέψης, μέσω της ανομίας, της κακής παιδείας, της αποποίησης ευθυνών, της ατιμωρησίας και των κακών παραδειγμάτων προς μίμηση, τόσο ο παραλογισμός θα αυξάνεται, και η εύρεση λογικών, δίκαιων και έξυπνων λύσεων θα γίνεται δυσκολότερη. Όσο θυσιάζονται συλλογικά κεκτημένα και μαθήματα του παρελθόντος, όπως τα κοινωνικά δικαιώματα, η ισονομία, η αξιοκρατία, η επιστημονική γνώση, η δικαιοσύνη κλπ, στο όνομα της μονοδιάστατης, κλειστοφοβικής, ατομικιστικής μιζέριας, τόσο ο παραλογισμός θα καταπνίγει κάθε προσπάθεια θετικής, ορθολογικής πορείας.
Η ιστορία έχει διδάξει πολλές φορές ότι κανένα θετικό κεκτημένο της ανθρώπινης γνώσης δεν ακολούθησε αναγκαστικά και εξ’ ορισμού τις επερχόμενες γενιές. Είναι ευθύνη των αντίστοιχων γενεών να διαφυλάττουν τα συγκεκριμένα κεκτημένα. Διαφορετικά, αυτά παραμένουν εύθραυστά και ευάλωτα στις ορέξεις παράλογων ανθρώπων ή παράλογων κοινωνιών.