Λέει η λαϊκή ρήση: «Στη χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς». Στην περίπτωση της Ελλάδας, θα μπορούσε να παραφραστεί: «Στη χώρα των εντυπώσεων, ο φανφαρολόγος είναι βασιλιάς».
Θυμάμαι, όταν τέλειωσα το σχολείο των «βατών vs. SOS θεμάτων», και πέρασα στο Πανεπιστήμιο (εκτός Ελλάδας), μου είχε κάνει εντύπωση η διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα σε Έλληνες και αλλοδαπούς φοιτητές, σχετικά με την συγγραφή εργασιών, και κυρίως την εκπόνηση της πτυχιακής και μεταπτυχιακής διατριβής. Σε πολύ γενικές γραμμές, οι αλλοδαποί έδιναν περισσότερη έμφαση στο περιεχόμενο της εργασίας, και λιγότερο στην εμφάνισή της, ενώ οι Έλληνες το αντίθετο. Οι τελευταίοι, κατά κανόνα, έψαχναν παλιότερες εργασίες, κείμενα, ή βιβλιογραφία σχετική με την εργασία, και με περίτεχνο τρόπο έκαναν μία συρραφή διαφόρων αποσπασμάτων, προκειμένου να παρουσιάσουν την τελική εργασία ως δική τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καθηγητές το αντιλαμβάνονταν και θεωρούσαν πρέπον να «μηδενίσουν» την εργασία, ως έσχατη τιμωρία για την τακτική της κουτοπόνηρης αντιγραφής, ενώ σε αρκετές άλλες, το «κόλπο» έπιανε και οι εν λόγω φοιτητές επικαρπώνονταν τη δουλειά άλλων.
Μεγαλύτερη εντύπωση μου είχε κάνει, όταν επέστρεφα Ελλάδα και συζητώντας με διάφορους φίλους μου, που σπούδαζαν σε ελληνικό Πανεπιστήμιο, μου εξηγούσαν πόσο συνηθισμένη τακτική είναι η συστηματική αντιγραφή παλαιότερων εργασιών, αλλά και η πώληση ή προσφορά ολόκληρων πτυχιακών ή μεταπτυχιακών εργασιών από ιδιώτες ή ακόμα χειρότερα από φοιτητικές πολιτικές παρατάξεις. (Προφανώς, οι τελευταίες «εκπαιδεύουν» τα μελλοντικά στελέχη των πολιτικών παρατάξεών τους με τις αξίες που τους εκφράζουν)
Αργότερα, στις αρχές της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας, το όλο φαινόμενο γινόταν ακόμα πιο ξεκάθαρο και ήταν πλέον σαφές: Η Ελλάδα είναι μονάχα μία χώρα εντυπώσεων. (Ή όπως είχε γράψει και στους g700 κάποιος παλιότερα, η Ελλάδα δεν είναι χώρα για σπουδές και δουλειά. Είναι για χαβαλέ, διακοπές και αραλίκι).
Η ευρύτερη κοινωνία δεν αξιολογεί τόσο το περιεχόμενο, όσο τον τρόπο που διακοσμείται το περίβλημα μίας ιδέας ή μίας κατάστασης. Εδώ και δύο γενιές σχεδόν, είναι ξεκάθαρο πως ο κ. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει ο κ. Κάποιος, όχι λόγω της αξίας του, αλλά λόγω της γλοιώδους ικανότητάς του να γλύφει κατουρημένες ποδιές και να παρουσιάζει την φούσκα των ανύπαρκτων ικανοτήτων του ως κάτι άξιο και σημαντικό. Η τέχνη της αντιγραφής, μεταλλάσσεται στην τέχνη της επιφανειακής αναγνώρισης, που με τη σειρά της εξελίσσει ανίκανους και ανήθικους ανθρώπους σε ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, ενώ αγνοεί πλήρως τους πραγματικά ικανούς και ηθικούς. Και επειδή στην επιφάνεια όλα τα σκατά επιπλέουν μαζί, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι παρασύρουν και άλλα «μηδενικά» για να συμπλεύσουν στο ίδιο ποτάμι της επιφανειακής αναγνώρισης, ώστε να κατακλύσουν και την τελευταία γωνία αυτής της χώρας.
Δεν είναι, λοιπόν, άξιο απορίας που η αξιοκρατία κοντεύει να αφανιστεί ολοκληρωτικά, ούτε ότι οι δημόσιες σχέσεις κυριαρχούν έναντι των αξιόλογων πράξεων. Δεν είναι τυχαία η προσφιλής λαϊκή φράση «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;», ούτε είναι τυχαία τα εκλογικά αποτελέσματα. Επίσης, δεν είναι άξιο απορίας που ο Μπουμπούκος και η Μπουμπούκα μονοπωλούν πλέον τα ενδιαφέροντα της ευρύτερης κοινωνίας, αφού εκπροσωπούν δύο από τις μεγαλύτερες σημερινές ελληνικές αξίες: Την ανοησία του πρωινάδικου σε συνδυασμό με την πολιτική προχειρότητα και φανφαρολογία που απευθύνεται σε άνευ περιεχομένου, άβουλα, «επιπλέοντα» πρόβατα.
Ένα κακόγουστο θέαμα δεν είναι κακόγουστο, εφόσον οι θεατές του το εγκρίνουν. Αντικειμενικά όμως, ή για κάποιους που το έχουν απορρίψει, μπορεί να είναι κακόγουστο και άξιο χλευασμού. Είναι θέμα σχετικότητας.
Θυμάμαι, όταν τέλειωσα το σχολείο των «βατών vs. SOS θεμάτων», και πέρασα στο Πανεπιστήμιο (εκτός Ελλάδας), μου είχε κάνει εντύπωση η διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα σε Έλληνες και αλλοδαπούς φοιτητές, σχετικά με την συγγραφή εργασιών, και κυρίως την εκπόνηση της πτυχιακής και μεταπτυχιακής διατριβής. Σε πολύ γενικές γραμμές, οι αλλοδαποί έδιναν περισσότερη έμφαση στο περιεχόμενο της εργασίας, και λιγότερο στην εμφάνισή της, ενώ οι Έλληνες το αντίθετο. Οι τελευταίοι, κατά κανόνα, έψαχναν παλιότερες εργασίες, κείμενα, ή βιβλιογραφία σχετική με την εργασία, και με περίτεχνο τρόπο έκαναν μία συρραφή διαφόρων αποσπασμάτων, προκειμένου να παρουσιάσουν την τελική εργασία ως δική τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καθηγητές το αντιλαμβάνονταν και θεωρούσαν πρέπον να «μηδενίσουν» την εργασία, ως έσχατη τιμωρία για την τακτική της κουτοπόνηρης αντιγραφής, ενώ σε αρκετές άλλες, το «κόλπο» έπιανε και οι εν λόγω φοιτητές επικαρπώνονταν τη δουλειά άλλων.
Μεγαλύτερη εντύπωση μου είχε κάνει, όταν επέστρεφα Ελλάδα και συζητώντας με διάφορους φίλους μου, που σπούδαζαν σε ελληνικό Πανεπιστήμιο, μου εξηγούσαν πόσο συνηθισμένη τακτική είναι η συστηματική αντιγραφή παλαιότερων εργασιών, αλλά και η πώληση ή προσφορά ολόκληρων πτυχιακών ή μεταπτυχιακών εργασιών από ιδιώτες ή ακόμα χειρότερα από φοιτητικές πολιτικές παρατάξεις. (Προφανώς, οι τελευταίες «εκπαιδεύουν» τα μελλοντικά στελέχη των πολιτικών παρατάξεών τους με τις αξίες που τους εκφράζουν)
Αργότερα, στις αρχές της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας, το όλο φαινόμενο γινόταν ακόμα πιο ξεκάθαρο και ήταν πλέον σαφές: Η Ελλάδα είναι μονάχα μία χώρα εντυπώσεων. (Ή όπως είχε γράψει και στους g700 κάποιος παλιότερα, η Ελλάδα δεν είναι χώρα για σπουδές και δουλειά. Είναι για χαβαλέ, διακοπές και αραλίκι).
Η ευρύτερη κοινωνία δεν αξιολογεί τόσο το περιεχόμενο, όσο τον τρόπο που διακοσμείται το περίβλημα μίας ιδέας ή μίας κατάστασης. Εδώ και δύο γενιές σχεδόν, είναι ξεκάθαρο πως ο κ. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει ο κ. Κάποιος, όχι λόγω της αξίας του, αλλά λόγω της γλοιώδους ικανότητάς του να γλύφει κατουρημένες ποδιές και να παρουσιάζει την φούσκα των ανύπαρκτων ικανοτήτων του ως κάτι άξιο και σημαντικό. Η τέχνη της αντιγραφής, μεταλλάσσεται στην τέχνη της επιφανειακής αναγνώρισης, που με τη σειρά της εξελίσσει ανίκανους και ανήθικους ανθρώπους σε ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, ενώ αγνοεί πλήρως τους πραγματικά ικανούς και ηθικούς. Και επειδή στην επιφάνεια όλα τα σκατά επιπλέουν μαζί, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι παρασύρουν και άλλα «μηδενικά» για να συμπλεύσουν στο ίδιο ποτάμι της επιφανειακής αναγνώρισης, ώστε να κατακλύσουν και την τελευταία γωνία αυτής της χώρας.
Δεν είναι, λοιπόν, άξιο απορίας που η αξιοκρατία κοντεύει να αφανιστεί ολοκληρωτικά, ούτε ότι οι δημόσιες σχέσεις κυριαρχούν έναντι των αξιόλογων πράξεων. Δεν είναι τυχαία η προσφιλής λαϊκή φράση «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;», ούτε είναι τυχαία τα εκλογικά αποτελέσματα. Επίσης, δεν είναι άξιο απορίας που ο Μπουμπούκος και η Μπουμπούκα μονοπωλούν πλέον τα ενδιαφέροντα της ευρύτερης κοινωνίας, αφού εκπροσωπούν δύο από τις μεγαλύτερες σημερινές ελληνικές αξίες: Την ανοησία του πρωινάδικου σε συνδυασμό με την πολιτική προχειρότητα και φανφαρολογία που απευθύνεται σε άνευ περιεχομένου, άβουλα, «επιπλέοντα» πρόβατα.
Ένα κακόγουστο θέαμα δεν είναι κακόγουστο, εφόσον οι θεατές του το εγκρίνουν. Αντικειμενικά όμως, ή για κάποιους που το έχουν απορρίψει, μπορεί να είναι κακόγουστο και άξιο χλευασμού. Είναι θέμα σχετικότητας.