Κυριακή νωρίς το πρωί. Οι δρόμοι της Αθήνας είναι άδειοι και παντού επικρατεί μία ησυχία. Οι περισσότεροι άνθρωποι που κυκλοφορούν είναι ηλικιωμένοι, ντυμένοι στα καλά τους, που προφανώς πηγαίνουν στην εκκλησία. Οι μισές από τις γυναίκες είναι μαυροφορεμένες, με σοβαρό ύφος και ελαφρά κουμπούρα. Κάποιοι άλλοι, έχουν την έκφραση στο πρόσωπο που δείχνει ότι αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό κοινωνικό γεγονός της εβδομάδας. Άλλοι έχουν κρεμασμένους τεράστιους χρυσούς σταυρούς και παίζουν με κομποσκοίνια.
Παραμερίζοντας το εκκλησιαστικό και το μεταφυσικό της υπόθεσης, υπάρχει μία πιο διάχυτη αίσθηση. Μία παραίτηση και μία ανάγκη να παραπονεθούν. Να γκρινιάξουν κάπου. Να τονίσουν την απόγνωσή τους από τα βάρη της ζωής που φορτώνονται χρόνια τώρα.
Εάν η νεολαία δίνει τη γεύση της νοοτροπίας και της ιδεολογίας που επέρχεται, τότε η τρίτη ηλικία φαίνεται να αφήνει την αίσθηση των νοοτροπιών των γενεών που πέρασαν. Και η αλήθεια είναι πως η πλειοψηφία των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας στην Ελλάδα βγάζουν μία κούραση, μία μιζέρια και μία εξάντληση.
Δεν έχουν και τόσο άδικο. Η γενιά τους, όντως δεν έζησε και λίγα. Όμως αυτή η απόγνωση συνεχίζει ακόμα και μετά το τέλος των ευθυνών και της πολυπόθητης σύνταξης. Είναι σαν κάτι βαθιά ριζωμένο μέσα τους που αντί να καταλαγιάζει, εντείνεται.
Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα είναι αποκομμένοι από την πραγματικότητα. Έχουν «ερωτευτεί» τόσο πολύ το χαζοκούτι της τηλεόρασης λες και τους υπενθυμίζει τον ενθουσιασμό που ένοιωσαν όταν είδαν τηλεόραση για πρώτη φορά. Και μέσα από την τηλεόραση ακούγονται ιστορίες υπερβολής και τρόμου, ενώ ο έξω κόσμος περιγράφεται σαν μία αλλοπρόσαλλη κοινωνία που έχει ξεφύγει από κάθε αξία και ηθική που είχε συνηθίσει τη συγκεκριμένη γερασμένη γενιά. Ο φόβος. Τους κλείνει στα σπίτια και τους σπρώχνει στις εκκλησίες.
Η ελληνική κοινωνία που κακομαθαίνει τα παιδιά της, νταντεύοντάς τα μέχρι να κάνουν δική τους οικογένεια, συμπεριφέρεται ανάλογα και στους ηλικιωμένους της. Οι περισσότεροι νοιώθουν ένα βάρος στα παιδιά τους. Άλλοι έχουν την απαίτηση να τους νταντεύουν.
Ενδεχομένως όλα αυτά να μην φαίνονταν τραγικά για τον ελληνικό μικρόκοσμο, εάν δεν υπήρχε άλλο μέτρο σύγκρισης. Και δεν είναι ανάγκη να πάμε σε άλλες χώρες για να δούμε την ψυχική κατάσταση των εκεί ηλικιωμένων. Διότι οι ξένοι ηλικιωμένοι έρχονται εδώ. Ζευγάρια με κατάκοιτους 80άρηδες που παίρνουν ένα σακίδιο και έρχονται στην Ελλάδα για να ανεβούν στην Ακρόπολη, να γυρίσουν στα νησιά και να αράξουν στις παραλίες. Είτε με γκρουπ, είτε μόνοι τους. Δεν παραιτούνται. Συνταξιοδοτούνται και αποφασίζουν να γυρίσουν τον κόσμο, ή να γραφτούν σε λέσχες με διάφορες δραστηριότητες. Αποφεύγουν το ντάντεμα και στοχεύουν να κάνουν πράγματα που θα ήθελαν να κάνουν όλη τους τη ζωή.
Φαίνεται, για εμάς εδώ, η δεισιδαιμονία, η αμορφωσιά και ο φόβος, διαιωνίζονται μέχρι τον θάνατο. Ευτυχώς που παντού, αραιά και που, υπάρχουν οι λαμπρές εξαιρέσεις που όχι μόνο διαψεύδουν τον κανόνα, αλλά περνάνε και στο αντίθετο άκρο. Αυτό της ανθρωπιάς που έχει εκλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά από την κοινωνία μας. Μακριά από μαύρα ρούχα, σταυρούς, μιζέρια και φόβους.