Όλη αυτή η αναμπουμπούλα που δημιουργήθηκε «ξαφνικά» με τα stage (ή σταζ δημοσιογραφιστί), εμένα προσωπικά με χαροποιεί για τρεις λόγους:
α) Η απόφαση διακοπής του προγράμματος στο δημόσιο τομέα είναι σαφώς κοινωνικά, οικονομικά και ηθικά σωστή.
β) Δίνει θετικό πόντο στην κυβερνητική πολιτική επί του θέματος, καθώς είναι μία σοβαρή απόφαση λογικής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το περίφημο πολιτικό κόστος.
γ) Βγάζει στην επιφάνεια μία κλασσική δυναμική της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αυτής όπου ο κάθε κακομαθημένος πολίτης βλέπει μία κατάσταση από την οπτική γωνιά που τον βολεύει και όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως θα ήλπιζε, συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των συμπολιτών του.
Φυσικά μία κατάσταση έχει συγκεκριμένη υπόσταση, ανεξάρτητα από τις οπτικές γωνίες του καθενός. Και στην περίπτωση των stage, υπάρχει το θεωρητικό πλαίσιο (που χρησιμοποιούν οι κακομαθημένοι), και οι πρακτικές προεκτάσεις (που χρησιμοποιεί κάθε λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος και κάθε ρεαλιστής πολιτικός).
Θεωρητικά μιλώντας, λοιπόν, τα stage είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό πρόγραμμα, καθώς δίνει την ευκαιρία σε χιλιάδες νέους να βρουν προσωρινή εργασία, μέσα από την οποία θα εκπαιδευτούν και θα λάβουν τα εφόδια για να βρουν μία σοβαρότερη ή ας πούμε πιο μόνιμη δουλειά. Χάρη στα χαρακτηριστικά του προγράμματος (χαμηλός μισθός και έλλειψη ασφάλισης), δίνονται κίνητρα και σε δημόσιους φορείς ή λοιπούς εργοδότες να μετέχουν στο πρόγραμμα.
Η πρακτική προέκταση, όμως στέκεται στις λεπτομέρειες. Και η σημαντικότερη λεπτομέρεια είναι το προσωρινό της υπόθεσης. Είναι λοιπόν λογικό για κάποιον που προσλαμβάνεται ως εργαζόμενος stage, να γνωρίζει ότι ούτε καριέρα θα κάνει σε αυτή τη θέση, ούτε θα είναι μία δουλειά στην οποία συνεχώς θα εκπαιδεύεται. Άρα, γιατί ξαφνικά γεμίσαμε με απηυδισμένους 35άρηδες που ωρύονται που θα χάσουν τη δουλειά τους; Τι σκοπό μπορεί να έχει κάποιος που δέχεται επί 5 χρόνια να δουλεύει με μισθό 400-500 ευρώ χωρίς ασφάλιση; Η απάντηση είναι απλή. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών προσέβλεπε σε μία πιθανή μονιμοποίησή τους, φυσικά εις βάρος άλλων συνανθρώπων τους που ενδεχομένως να έχουν καλύτερα προσόντα και μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Είναι γνωστό άλλωστε στους κύκλους των δημοσίων φορέων ότι τα stage ήταν κατά κανόνα τα βύσματα που έσκαγαν ανά δέκα από πολιτικά γραφεία και που κάθε μέρα πήγαιναν στο γραφείο τους, άπλωναν τις αρίδες τους, και μίλαγαν για τον καιρό, έχοντας το κουρασμένο και καταπονημένο ύφος της αναμονής της μονιμοποίησής τους.
Όταν λήφθηκε η ορθή απόφαση, αυτή η κατάντια να λάβει τέλος, υπήρξε φυσικά αντίδραση. Και που βασιζόταν η αντίδραση; Στο θεωρητικό πλαίσιο που περιγράφτηκε πιο πάνω. Δηλαδή, κάνουμε στην άκρη την υπαρκτή και ρεαλιστική σαπίλα, και κοσμούμε τα αιτήματά μας με τη θεωρία που μας βολεύει.
Αυτή η «θεωρία που μας βολεύει», είναι και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ευρύτερης ελληνικής νοοτροπίας. Διότι είναι ένα χαρακτηριστικό που ξεκινάει από την παιδεία, όπου στα πρώτα βήματα της ενηλικίωσής του, ο Έλληνας πολίτης μαθαίνει ότι με συναισθηματικούς όρους, μπορεί να υπερβεί την λογική και τον ρεαλισμό, άρα και το ίδιο το Κράτος. Μαθαίνει για παράδειγμα, ότι αν μαζευτούν 5-10 άτομα, και κάνουν κατάληψη στο σχολείο, με αίτημα την αντικατάσταση της τυρόπιτας με σπανακόπιτα, στερώντας την πρόσβαση στο σχολείο σε άλλους 500 συμμαθητές τους, δεν έγινε και τίποτα. Διότι, κατά την ώρα της επίπληξης, θα φτάσει ο γονιός ή ο φουριόζος δημοσιογράφος της «αντιπολίτευσης» για να προστατέψουν τους ιθύνοντες με τη φράση: «παιδιά είναι» ή «απλά μάχονται για ένα καλύτερο μέλλον», ισοπεδώνοντας τόσο την αξία της κατάληψης, όσο και τα δικαιώματα των άλλων 500 μαθητών.
Στην τελική μαθαίνεις ότι σε αυτή τη χώρα μπορείς να ελίσσεσαι συνεχώς, και όταν στη διχάλα «κοινωνική ευθύνη – ατομικό βόλεμα», επιλέγεις πάντα το δεύτερο, πάντα θα υπάρχουν νομικά ή συναισθηματικά παραθυράκια για να τη βγάζεις καθαρή. Μαθαίνεις ότι το βάρος της ατομικής σου ευθύνης, θα το επωμιστεί είτε ο συνάδελφος συνδικαλιστής σου, είτε το πολιτικό ρουσφέτι σου.
Όταν λαμβάνεις αυτή την παιδεία, είναι λογικό να πορεύεσαι με καθαρά ατομικιστικούς όρους, έχοντας στο τσεπάκι σου τον άσσο της θεωρητικής δικαιολογίας. Ο εργαζόμενος stage γνωρίζει πολύ καλά ότι μπαίνει από την πίσω πόρτα, με αναξιοκρατικές διαδικασίες, και γνωρίζει πολύ καλά τους όρους του παιχνιδιού. Γι’ αυτό δεν διεκδικεί ούτε υψηλότερο μισθό, ούτε στοιχειώδη ασφάλιση, γιατί αν κάνει αρκετή υπομονή θα μονιμοποιηθεί και θα πάρει τη θέση μέσα από τα χέρια κάποιου πιο αντάξιου. Όταν η φούσκα όμως σκάει, αντί να έχει την αξιοπρέπεια και να πει «έπαιξα και έχασα, πάμε παρακάτω», οχυρώνεται πίσω από την πολιτική της αντιπολίτευσης, τον συναισθηματισμό της θεωρίας, και αντιδρά απέναντι στη λογική.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι σαν κοινωνία λειτουργούμε άψογα στη θεωρία. Αρκεί μία ώρα στο καφενείο, για να δεις τι ωραία που τα λένε όλοι. Διότι στο μυαλό του καθενός, η προσωπική του θεωρία εφαρμόζει τέλεια με το βόλεμά του μέσα στην κοινωνία. Στην πράξη όμως, δεν έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε ούτε τις στοιχειώδεις προτεραιότητές μας, διότι η πράξη λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι το ατομικό βόλεμα του καθενός.
α) Η απόφαση διακοπής του προγράμματος στο δημόσιο τομέα είναι σαφώς κοινωνικά, οικονομικά και ηθικά σωστή.
β) Δίνει θετικό πόντο στην κυβερνητική πολιτική επί του θέματος, καθώς είναι μία σοβαρή απόφαση λογικής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το περίφημο πολιτικό κόστος.
γ) Βγάζει στην επιφάνεια μία κλασσική δυναμική της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αυτής όπου ο κάθε κακομαθημένος πολίτης βλέπει μία κατάσταση από την οπτική γωνιά που τον βολεύει και όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως θα ήλπιζε, συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των συμπολιτών του.
Φυσικά μία κατάσταση έχει συγκεκριμένη υπόσταση, ανεξάρτητα από τις οπτικές γωνίες του καθενός. Και στην περίπτωση των stage, υπάρχει το θεωρητικό πλαίσιο (που χρησιμοποιούν οι κακομαθημένοι), και οι πρακτικές προεκτάσεις (που χρησιμοποιεί κάθε λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος και κάθε ρεαλιστής πολιτικός).
Θεωρητικά μιλώντας, λοιπόν, τα stage είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό πρόγραμμα, καθώς δίνει την ευκαιρία σε χιλιάδες νέους να βρουν προσωρινή εργασία, μέσα από την οποία θα εκπαιδευτούν και θα λάβουν τα εφόδια για να βρουν μία σοβαρότερη ή ας πούμε πιο μόνιμη δουλειά. Χάρη στα χαρακτηριστικά του προγράμματος (χαμηλός μισθός και έλλειψη ασφάλισης), δίνονται κίνητρα και σε δημόσιους φορείς ή λοιπούς εργοδότες να μετέχουν στο πρόγραμμα.
Η πρακτική προέκταση, όμως στέκεται στις λεπτομέρειες. Και η σημαντικότερη λεπτομέρεια είναι το προσωρινό της υπόθεσης. Είναι λοιπόν λογικό για κάποιον που προσλαμβάνεται ως εργαζόμενος stage, να γνωρίζει ότι ούτε καριέρα θα κάνει σε αυτή τη θέση, ούτε θα είναι μία δουλειά στην οποία συνεχώς θα εκπαιδεύεται. Άρα, γιατί ξαφνικά γεμίσαμε με απηυδισμένους 35άρηδες που ωρύονται που θα χάσουν τη δουλειά τους; Τι σκοπό μπορεί να έχει κάποιος που δέχεται επί 5 χρόνια να δουλεύει με μισθό 400-500 ευρώ χωρίς ασφάλιση; Η απάντηση είναι απλή. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών προσέβλεπε σε μία πιθανή μονιμοποίησή τους, φυσικά εις βάρος άλλων συνανθρώπων τους που ενδεχομένως να έχουν καλύτερα προσόντα και μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Είναι γνωστό άλλωστε στους κύκλους των δημοσίων φορέων ότι τα stage ήταν κατά κανόνα τα βύσματα που έσκαγαν ανά δέκα από πολιτικά γραφεία και που κάθε μέρα πήγαιναν στο γραφείο τους, άπλωναν τις αρίδες τους, και μίλαγαν για τον καιρό, έχοντας το κουρασμένο και καταπονημένο ύφος της αναμονής της μονιμοποίησής τους.
Όταν λήφθηκε η ορθή απόφαση, αυτή η κατάντια να λάβει τέλος, υπήρξε φυσικά αντίδραση. Και που βασιζόταν η αντίδραση; Στο θεωρητικό πλαίσιο που περιγράφτηκε πιο πάνω. Δηλαδή, κάνουμε στην άκρη την υπαρκτή και ρεαλιστική σαπίλα, και κοσμούμε τα αιτήματά μας με τη θεωρία που μας βολεύει.
Αυτή η «θεωρία που μας βολεύει», είναι και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ευρύτερης ελληνικής νοοτροπίας. Διότι είναι ένα χαρακτηριστικό που ξεκινάει από την παιδεία, όπου στα πρώτα βήματα της ενηλικίωσής του, ο Έλληνας πολίτης μαθαίνει ότι με συναισθηματικούς όρους, μπορεί να υπερβεί την λογική και τον ρεαλισμό, άρα και το ίδιο το Κράτος. Μαθαίνει για παράδειγμα, ότι αν μαζευτούν 5-10 άτομα, και κάνουν κατάληψη στο σχολείο, με αίτημα την αντικατάσταση της τυρόπιτας με σπανακόπιτα, στερώντας την πρόσβαση στο σχολείο σε άλλους 500 συμμαθητές τους, δεν έγινε και τίποτα. Διότι, κατά την ώρα της επίπληξης, θα φτάσει ο γονιός ή ο φουριόζος δημοσιογράφος της «αντιπολίτευσης» για να προστατέψουν τους ιθύνοντες με τη φράση: «παιδιά είναι» ή «απλά μάχονται για ένα καλύτερο μέλλον», ισοπεδώνοντας τόσο την αξία της κατάληψης, όσο και τα δικαιώματα των άλλων 500 μαθητών.
Στην τελική μαθαίνεις ότι σε αυτή τη χώρα μπορείς να ελίσσεσαι συνεχώς, και όταν στη διχάλα «κοινωνική ευθύνη – ατομικό βόλεμα», επιλέγεις πάντα το δεύτερο, πάντα θα υπάρχουν νομικά ή συναισθηματικά παραθυράκια για να τη βγάζεις καθαρή. Μαθαίνεις ότι το βάρος της ατομικής σου ευθύνης, θα το επωμιστεί είτε ο συνάδελφος συνδικαλιστής σου, είτε το πολιτικό ρουσφέτι σου.
Όταν λαμβάνεις αυτή την παιδεία, είναι λογικό να πορεύεσαι με καθαρά ατομικιστικούς όρους, έχοντας στο τσεπάκι σου τον άσσο της θεωρητικής δικαιολογίας. Ο εργαζόμενος stage γνωρίζει πολύ καλά ότι μπαίνει από την πίσω πόρτα, με αναξιοκρατικές διαδικασίες, και γνωρίζει πολύ καλά τους όρους του παιχνιδιού. Γι’ αυτό δεν διεκδικεί ούτε υψηλότερο μισθό, ούτε στοιχειώδη ασφάλιση, γιατί αν κάνει αρκετή υπομονή θα μονιμοποιηθεί και θα πάρει τη θέση μέσα από τα χέρια κάποιου πιο αντάξιου. Όταν η φούσκα όμως σκάει, αντί να έχει την αξιοπρέπεια και να πει «έπαιξα και έχασα, πάμε παρακάτω», οχυρώνεται πίσω από την πολιτική της αντιπολίτευσης, τον συναισθηματισμό της θεωρίας, και αντιδρά απέναντι στη λογική.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι σαν κοινωνία λειτουργούμε άψογα στη θεωρία. Αρκεί μία ώρα στο καφενείο, για να δεις τι ωραία που τα λένε όλοι. Διότι στο μυαλό του καθενός, η προσωπική του θεωρία εφαρμόζει τέλεια με το βόλεμά του μέσα στην κοινωνία. Στην πράξη όμως, δεν έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε ούτε τις στοιχειώδεις προτεραιότητές μας, διότι η πράξη λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι το ατομικό βόλεμα του καθενός.