Έχω άσχημα νέα. Η επανάσταση θα αργήσει. Ενδεχομένως να δούμε λίγο από χάος, ή και κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς να εκμεταλλεύεται κάποια κενά δημοκρατίας, αλλά η επανάσταση, όπως την φαντασιώνονται πολλοί και διάφοροι «αγανακτισμένοι» γραφικοί, έχει ακόμα μακρύ δρόμο.
Ο λόγος είναι απλός. Οι ιστορικές, μεγάλες, και πραγματικά ανατρεπτικές επαναστάσεις είχαν συγκεκριμένους στόχους σε πολύ βαθύτερα κοινωνικά ζητήματα, ακόμα και εν αγνοία των επαναστατών. Γιατί, όπως και να το κάνεις, άλλο πράγμα να πολεμάς για liberté, égalité, fraternité και άλλο επειδή σου μειώνουν τον μισθό και αυξάνονται οι φόροι. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση πολεμάς για την βελτίωση των θεσμών ολόκληρης της κοινωνίας, ενώ στη δεύτερη πολεμάς για την πάρτη σου.
Εάν στην Ελλάδα, η βασική λαϊκή απαίτηση ήταν η βελτίωση των θεσμών ώστε να ζούμε σε μία κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης, θα έπρεπε να είχαμε ήδη κάποιον ξεσηκωμό τα τελευταία τριάντα χρόνια. Όμως μέσα σε αυτά τα χρόνια, η διαπλοκή και η διαφθορά είχαν κατακλείσει σχεδόν ολόκληρη την κοινωνία σε τέτοιο βαθμό που η απαιτούμενη κρίσιμη μάζα απλά βολευόταν με το αυτοκινητάκι, το σπιτάκι και τον μπάρμπα βουλευτή ή τον τάδε τοπικό παράγοντα για την διεκπεραίωση «παντός είδους υποθέσεων». Τα ζητήματα που αφορούσαν τη βελτίωση της κοινωνίας και της χώρας στο σύνολο, ποσώς απασχολούσαν τον βολεμένο. Τώρα που ήρθε ο λογαριασμός, ο βολεμένος ξεσηκώθηκε.
Η μαζική αναμπουμπούλα του τελευταίου χρόνου ξεκίνησε βήμα βήμα. Για την ακρίβεια, κάθε κοινωνικός ή επαγγελματικός κλάδος που έβλεπε να θίγονται τα συμφέροντα ή οι αποδοχές του, κατέβαινε στους δρόμους. Οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες κάθονταν σπίτι τους, σφυρίζοντας αδιάφορα, περιμένοντας πότε θα έρθει η δική τους σειρά, για να κατέβουν στους δρόμους και να διεκδικήσουν τα κεκτημένα τους. Τίποτα περισσότερο και για κανέναν άλλο. Κανείς δεν διεκδίκησε ποτέ κάτι για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας, εκτός από ορισμένες έντιμες μειοψηφίες που ανέκαθεν αγωνίζονταν για ευρύτερα θέματα, αλλά χωρίς να τραβάνε το ενδιαφέρον του υπόλοιπου κόσμου. Άλλωστε, ο συλλογικός τρόπος σκέψης δεν εφάπτεται σε κανένα σημείο με τον ευρύτερο νεοελληνικό ατομικισμό. Και, δυστυχώς μαζί με τον «ξερό» βολεμένο, κάηκε και ο «χλωρός» έντιμος που επιζητούσε τη βελτίωση του συνόλου.
Παρατήρησε κανείς τι έγινε πριν λίγο καιρό όταν η Υπουργός Περιβάλλοντος επιχείρησε να περάσει νόμο για την αυτονόητη προστασία των περιοχών Natura; Ξεσηκωμός! Και μάλιστα από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο μέσος βουλευτής, εκπροσωπεί τα συμφέροντα του τόπου του, και το πραγματικό συμφέρον του τόπου του, δηλαδή η τοπική λαϊκή βούληση, θέλει ένα σπιτάκι στο κτηματάκι του. Ποσώς ενδιαφέρεται για τους στόχους του δικτύου Natura, δηλαδή για το περιβάλλον που ζει ο συνάνθρωπός του και μεθαύριο τα παιδιά του. Αυτός ο εσωκομματικός «ξεσηκωμός» αντικατοπτρίζει ακριβώς το σκεπτικό με το οποίο σκέφτεται η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Και με τέτοιο σκεπτικό, όχι μόνο η χώρα δεν πρόκειται να πάει μπροστά, αλλά δεν υπάρχει και η παραμικρή αξίωση για το οποιοδήποτε θετικό βήμα.
Στην τελική, όλες οι σοβαρές επαναστάσεις είχαν και το τίμημά τους. Το να ασκείς συνεχώς κριτική είναι το πιο εύκολο. Η αυτοκριτική είναι το δύσκολο, και στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, η αυτοκριτική είναι τόσο σπάνια και επίπονη που αποτελεί τίμημα από μόνη της. Εάν ποτέ έρθει κάποια ουσιαστική και δυναμική ρήξη στην κοινωνική συνοχή, προκειμένου να αναδυθεί μία μαζική απαίτηση για ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία και αδελφοσύνη, δεν θα γίνει εναντίον κομμάτων, πολιτικών ή επιχειρηματιών, αλλά εναντίον του ίδιου μας του εαυτού.