Σύμφωνα με το μοντέλο Kübler-Ross, που συχνά αναφέρεται και
ως «Τα πέντε στάδια του πένθους», βρισκόμαστε ακόμα κάπου ανάμεσα στο πρώτο και
δεύτερο στάδιο. Την άρνηση και την οργή. Δεν γνωρίζω πότε θα επακολουθήσουν τα
στάδια της διαπραγμάτευσης, της κατάθλιψης και της αποδοχής, αλλά το σίγουρο
είναι ότι αργά ή γρήγορα πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τα δύο πρώτα.
Σε μία προεκλογική
δημοσκόπηση της Metron Analysis,
το 84% των Ελλήνων πιστεύει ότι «μας δανείζουν για να μας εκμεταλλεύονται».
Προφανώς, το ίδιο 84% δεν μπήκε καν στον κόπο να αναρωτηθεί γιατί δανειζόμαστε
με το χαμηλότερο επιτόκιο που υπάρχει στην αγορά ή γιατί οι «κακοί εκμεταλλευτές»,
δεν μας άφηναν να χρεοκοπήσουμε προκειμένου να κάνουν ακόμα αποδοτικότερη και
επαχθέστερη εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα, ένα 82% επιθυμεί την παραμονή μας στο
ευρώ. Με το ίδιο σκεπτικό, αμφιβάλλω αν η πλειοψηφία αυτού του ποσοστού
γνωρίζει έστω και τα στοιχειώδη για τα υπέρ και τα κατά της συμμετοχής μας σε
ένα τόσο ισχυρό νόμισμα.
Ακόμα και μετά τις εκλογές, η οργή φαίνεται πως παραμένει
ακάθεκτη, προκειμένου να καταστρέψει και τους τελευταίους θύλακες κριτικής
σκέψης και λογικής. Το σενάριο διαχείρισης των καταθέσεων από ένα χρεοκοπημένο
κράτος, αυτό της δήμευσης καταθέσεων άνω των 20.000 ευρώ, ή η εξαγγελία ενός οικονομικού
προγράμματος που έκατσε ένα 15χρονο και συνέταξε μέσα σε 5 λεπτά, φαντάζει για
αρκετούς ως ένα υπέροχο μοντέλο ανάπτυξης. Κι όμως, δεν είναι ακριβώς η
οικονομική ανοησία και οι κωλοτούμπες του ΣΥΡΙΖΑ που τον καθιστούν δημοφιλή,
αλλά ο τσαμπουκάς. Το κοινό σκεπτικό του ψηφοφόρου που δεν έχει κάτσει καν να
σκεφτεί 1-2 πράγματα και ρίχνει την ψήφο του σε ένα κόμμα που τρέμει στην ιδέα
ανάληψης ευθυνών, είναι η εκτόνωση του τσαμπουκά. Τσαμπουκά στους Ευρωπαίους, στους
δανειστές, σε όσους προσπαθούν να «μας εκμεταλλευτούν».
Δεν μπορώ να ξέρω πότε ακριβώς έσκασε η φούσκα της κακής
παιδείας στην Ελλάδα και δημιούργησε πολίτες είτε απαθείς, είτε ακραίους, είτε
επιρρεπείς στην συνωμοσιολογία. Ξέρω όμως ότι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου σε αυτή
τη χώρα, πάντα ενοχλούμουν από πράγματα όπως οι αιώνιοι φοιτητές, οι 25άρηδες
που μένουν ακόμα με τους δικούς τους, η έννοια του βύσματος, η φτηνή
δικαιολογία, η ανάδειξη του «ιδιώτη» και όχι του πολίτη, η αποκλειστική προτεραιότητα
στο «εγώ» αδιαφορώντας για το «εμείς», και εν τέλει το όνειρο για μία θέση στο
Δημόσιο· ο εύκολος, ανέξοδος και ανεύθυνος δρόμος που θα αποφέρει τα μέγιστα
οφέλη με την μικρότερη δυνατή προσωπική προσπάθεια. Η τάση που έχουμε ως
κοινωνία να ψάχνουμε πάντα τον φταίχτη αλλού, εκτός από εμάς τους ίδιους. Να
αναγνωρίζουμε μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις. Να εκτονώνουμε την οργή μας με
πέτρες, γιαούρτια, μούντζες και όχι με διάλογο. Μια τέτοια κοινωνία, ακόμα και
αν κατάφερνε να σταθεί όρθια οικονομικά, αναπόφευκτα θα κατέρρεε κοινωνικά. Επί
της ουσίας, αυτό ακριβώς βιώνουμε αυτή την περίοδο.
Αν οι ανησυχίες μου για το ηθικό πλαίσιο και την φασίζουσα δυναμική που δημιούργησε το κίνημα των «αγανακτισμένων»
επιβεβαιώνονται σήμερα, οι ανησυχίες μου για το μετά είναι ακόμα εντονότερες.
Άνθρωποι, που πάνω στην οργή ή την απόγνωσή τους, στηρίζουν αβάσιμες και
επικίνδυνες πολιτικές υποσχέσεις τύπου Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’70,
προφανώς δεν έχουν μάθει τίποτα. Όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκαν την πρόσκαιρη
(έστω και επίπλαστη) ευημερία προκειμένου να αναπτυχθούν πολιτικά, και
πνευματικά, αλλά υπενθυμίζουν πως ακόμα και όταν κάποια στιγμή επιστρέψει η
οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, θα είναι ευκαιρία να αναθεωρήσουμε πολλά
θέματα, με πρώτο και καλύτερο αυτό της Παιδείας. Προς το παρόν, ας παρακολουθήσουμε
μουδιασμένοι την άνοδο φασιστικών, μαοϊστικών, συντηρητικών, λαϊκίστικων κομμάτων,
και τον Πάνο Καμμένο να λαμβάνει 10% και ενώ προ εκλογών έχει δηλώσει ξεκάθαρα
ότι το κόμμα του δεν το αφορά η Παιδεία και ο Πολιτισμός.