Η είδηση έσκασε σαν βόμβα στον μεταρρυθμιστικό χώρο. Ο
Τζήμερός ΜΑΣ, «πρόδωσε» τον χώρο ΜΑΣ και έκανε το ένα και μοναδικό πράγμα για
το οποίο τον γουστάραμε. Συνεργάστηκε με άλλο κόμμα. Άκουσον! Άκουσον! Και να σου
τα μηνύματα εξαγριωμένων ΔΗΞΑνάδων, και να σου οι θιγμένες συνειδήσεις των
απανταχού «Μανιατών».
Ευτυχώς, στην Ευρώπη, η νοοτροπία του «μανιάτικου» και οι
θιγμένες Αντουανέτες έχουν τελειώσει προ πολλού. Ευρωπαϊστής γίνεσαι, δεν γεννιέσαι,
και όσο και να χτυπιούνται οι απανταχού ευάλωτες υπολήψεις, των απανταχού
υπερήφανων «Μανιατών», η πορεία μπροστά, αυτό που λέμε «πρόοδος», μπορεί να
γίνει μόνο με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Ειδικά σε περιόδους που η ενότητα και η
συσπείρωση είναι το ζητούμενο και όταν η πόλωση προς τα άκρα γίνεται
συνεχώς μεγαλύτερη.
Σε αντίθεση με τους ευσεβείς πόθους αρκετών κατοίκων αυτής της
χώρας, η Δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ θεσμικό στοιχείο στην επικοινωνία μεταξύ μας.
Αν έχουν απομείνει άνθρωποι που θέλουν να ονομάζονται προοδευτικοί και
δημοκράτες, ας ξεκινήσουν να αναζητήσουν τα οράματά τους στους ίδιους τους εαυτούς
τους. Εάν ένας πολιτικός σχηματισμός δεν δείξει επί του πρακτέου τη σημασία των
συμβιβασμών για το κοινό καλό, ποιος ακριβώς θα το κάνει σε κεντρικό επίπεδο;
Εάν δεν δημιουργηθεί ένας μεταρρυθμιστικός χώρος από ανθρώπους που προτάσσουν τις
ιδέες και την δημιουργία τους πάνω από τις μουχλιασμένες ιδεοληψίες που μας έχουν
πλημμυρίσει, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Και
στην τελική, πόσο ειρωνικό είναι κάποιος να θέλει να ονομάζεται μεταρρυθμιστής,
αλλά να μην σηκώνει μύγα στο σπαθί του;
Δεν μπορώ να γνωρίζω τις εμπειρίες του κάθε «Μανιάτη» σε
αυτή τη χώρα. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι ως λαός μία ψωροπερηφάνια την έχουμε
σε ατομικό επίπεδο. Το ευρύτερο πρόβλημα συνεννόησης και ενδεχόμενης συμφωνίας που έχουμε σε καθημερινό επίπεδο, αποτυπώνεται και στο πολιτικό. Σε γενικές
γραμμές, αδυνατούμε να συμπορευτούμε με κάποιον αν από τα δέκα πράγματα που
ορίζουμε ως πεδίο διαλόγου, συμφωνούμε στα εννιά, αλλά διαφωνούμε ακόμα και στο
ένα. Αυτού του είδους ο συντηρητισμός, που φυσικά έχει και ιστορικά αίτια,
παραμένει ο βασικός λόγος για μία άτυπη διαφωνία που έχουμε ως κοινωνία.
Οι ζυμώσεις ιδεών και η πραγματική πρόοδος, επιτυγχάνονται
μόνο από συνεχείς συμβιβασμούς και ανατροφοδότηση προτάσεων που αργά αλλά
σταθερά, δημιουργούν θετικά βήματα. Το «εμείς πάνω από το εγώ» που αραιά πυκνά
αναφέρει και ο Στέλιος Ράμφος, ακριβώς αυτό πραγματεύεται.
Δεν μπορώ να γνωρίζω ούτε τις προθέσεις του κ. Τζήμερου, ή του κ.
Μάνου και των πολιτικών σχηματισμών τους. Δε νομίζω καν ότι σε ένα τέτοιο
ασταθές πολιτικό σκηνικό, γνωρίζουν και οι ίδιοι ποιες είναι οι πραγματικές
επιλογές τους. Γνωρίζω όμως ότι η κατάσταση στη χώρα έχει ξεφύγει, με το όλο
παιχνίδι να παίζεται ανάμεσα σε έναν υπερεθνικιστή εκπρόσωπο της λαϊκής Δεξιάς που
επαναφέρει στις τάξεις του αποτυχημένα πρόσωπα για να μαζέψει «κουκιά», και ένα
συνονθύλευμα αριστερών ιδεολόγων που χωρίς σαφές οικονομικό πρόγραμμα, κάθε
μέρα κάνουν δηλώσεις χωρίς συνοχή και εκτός οικονομικής πραγματικότητας. Εάν
ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα είναι τόσο δύσκολο να συσπειρωθεί ένας πολιτικός χώρος,
που παρά τις διαφορές του, μπορεί να αρθρώσει και 2-3 σαφείς, κοινές προτάσεις,
εάν είναι αδύνατο να αναγνωρίσουμε ότι ο αντίπαλος είναι κοινός και εύκολα
αναγνωρίσιμος, τότε ειλικρινά δεν μπορώ να βρω την παραμικρή πιθανότητα
διεξόδου από το σημερινό κοινωνικοπολιτικό τέλμα. Για τους «Μανιάτες» και τις «θιγμένες
υπολήψεις», υπάρχει πάντα χώρος και στα προαναφερθέντα άκρα, που ούτως ή άλλως
κάπως έτσι λειτουργούν. Με όρους «θιγμένων πατριωτών» και «οργισμένων
επαναστατών».