Δεν έχω όρεξη να γράφω πολύ τελευταία. Δεν έχω όρεξη γενικά. Η πραγματικότητα με ξεπερνάει ακόμα και στις σκέψεις μου. Μέχρι να προλάβω να κατανοήσω κάποιο γεγονός, στο καπάκι έχουν συμβεί άλλα δέκα που χρήζουν μεγαλύτερης ανάλυσης, αφού πρώτα αναγκαστώ να ξεπεράσω το αρχικό σοκ του καθεαυτού γεγονότος.
Έχω σταματήσει να ασχολούμαι με την ρηχή, απογοητευτική και εξοργιστική καθημερινότητα και προσπαθώ να δω πίσω από τα εκατοντάδες διαφορετικά επίπεδα σκέψης που προβάλλει η σημερινή ελληνική κοινωνία. Μέσα σε αυτή την προσπάθεια, γεμίζω ασυνάρτητες σκέψεις που πλέον μόνο σε άτακτη σειρά μπορώ να εκφέρω και να αποτυπώσω. Κάπως έτσι γράφεται και αυτό που γράφεται αυτή τη στιγμή.
Προσπαθώ, για παράδειγμα να κατανοήσω πότε το ρολόι της ελληνικής αντίληψης σταμάτησε και άρχισε να μετράει προς τα πίσω. Πότε δηλαδή, η ρητορική που χρησιμοποιεί η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών υποψήφιων Πρωθυπουργών και ο περίγυρός τους, άρχισε να γίνεται αποδεκτή από το εκλογικό σώμα. Αυτός ο ξύλινος πολιτικός λόγος της δεκαετίας του ’80 που σιχάθηκε η δική μου γενιά, πότε έγινε ξανά αξιόπιστος και δημοφιλής στις νεώτερες γενιές; Πότε καταδέχτηκε η κοινωνία μας, σε κρίσιμες περιόδους, η επιχειρηματολογία να γίνεται σε επίπεδο τάξεων του Γυμνασίου, και να μην τρέχει τίποτα; Πότε καταδέχτηκε να βλέπει πολιτικάντηδες να ελίσσονται τόσο άγαρμπα σε σαφείς ερωτήσεις, δίνοντας εξοργιστικά άκυρες απαντήσεις;
Προσπαθώ να μετρήσω το επίπεδο αυτοκριτικής και αυτοσεβασμού που μας έχει απομείνει. Παρακολουθώντας το πρόσφατο σκηνικό με τις δηλώσεις Λαγκάρντ, και το περιεχόμενο των αντιδράσεων, έχω την αίσθηση ότι πλέον ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας πάσχει από «άρνηση». Όχι με την καθημερινή σημασία της λέξης, αλλά με αυτή του ψυχολογικού αμυντικού μηχανισμού που ενεργοποιείται σε ανθρώπους όταν έχουν βιώσει κάποιο σοκ ή μία σημαντική απώλεια. Και αν η άρνηση δρα ως παρωπίδα στην πραγματικότητα, τότε απομακρυνόμαστε περισσότερο από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με αμιγώς ελληνικά πλήγματα, όπως η φοροδιαφυγή που επισήμανε η Λαγκάρντ και έθιξε τόσο πολύ την υπερπατριωτική μας υπόληψη.
Προσπαθώ να αντιληφθώ πόσο ακόμα μπορούν να ξεπέσουν άνθρωποι που μέχρι πρόσφατα θεωρούσα αξιόλογους, προκειμένου να υπερασπιστούν με πάθος το δόγμα Τσίπρα. Στην πρόσφατη ευρωπαϊκή περιοδεία του τελευταίου και προσπαθώντας να κατανοήσω αν τα πλάνα και οι δηλώσεις που μετέφεραν τα κανάλια ήταν πραγματικές, είδα έναν τσαρλατάνο που επέδειξε την ανικανότητά του για στοιχειώδες διπλωματικό επίπεδο, ασχέτως του τι εκπροσωπούσε. Μου θύμισε τον Σαμαρά του περασμένου Φθινοπώρου. Μου θύμισε αυτό το είδος κομπλεξικού Ελληναρά που ανέκαθεν ήθελα να πιστεύω ότι σταδιακά εκλείπει από τη χώρα. Ο νταής του σχολείου. Ο άξεστος φωνακλάς και χαβαλές που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να αντιληφθεί οτιδήποτε λίγο πέρα από την αμετροέπειά του. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί τόσος κόσμος αδυνατεί να δει την επικινδυνότητα που κρύβει ένας τέτοιος άνθρωπος σε ρόλο διπλωμάτη.
Προσπαθώ να διανοηθώ πόσο έχει προσχωρήσει ο φασισμός στην ευρύτερη αντίληψή μας και εκπλήσσομαι δυσάρεστα. Δώσαμε δυο τρία βασικά χαρακτηριστικά στην έννοια του φασισμού, τον εντάξαμε και κάπου πολιτικά και θαρρούμε πως ξεμπερδέψαμε με δαύτον. Δεν είναι όμως έτσι. Ο φασισμός εκτός από ιδεολογία είναι και τρόπος σκέψης. Όταν συνδιαλέγεσαι με έναν άνθρωπο που βλέπεις ότι σε κάθε σου πρόταση, αντί να την αναλύσει και να απαντήσει, ψάχνει πρωτίστως τρόπους για να την ανατρέψει και να την εξουδετερώσει με διάφορα λογικά άλματα, ύβρεις ή άκαιρο χαβαλέ, τότε έχεις να κάνεις με φασίζουσα συμπεριφορά, η οποία βέβαια δεν απειλεί την σωματική σου ακεραιότητα, αλλά αυτόματα σε ακυρώνει ως ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο και ως συνειδησιακή οντότητα.
Προσπαθώ, εν τέλει, να συνειδητοποιήσω και να αποδεχτώ ότι η κοινωνία μας είναι βαθιά συντηρητική. Ότι, παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στο βολικό παρελθόν. Πότε προάγοντας την αριστερή ρητορική και πότε την δεξιά, το ζητούμενό της τελικά είναι να παραμείνουν όλα ίδια. Όπως τα βρήκαμε. Με αυτά για τα οποία γκρινιάζουμε συνεχώς, αλλά που δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να διορθώσουμε και να βελτιώσουμε.
Παλιότερα πίστευα, ίσως λόγω της βιτρίνας της διαρκούς καθημερινής πολιτικολογίας, ότι ως λαός ήμαστε βαθιά πολιτικοποιημένοι. Τελικά είμαστε απλά βαθιά συντηρητικοί. Η πολιτική ζύμωση, αργά ή γρήγορα προσφέρει διεξόδους και εξέλιξη. Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας δεν έχει να κάνει με τα δύο τελευταία στοιχεία. Η πολιτική στην Ελλάδα, είναι απλά ένα όμορφα μεταμφιεσμένο άλλοθι για να προβάλλει ο κάθε κάτοικος αυτής της χώρας τον ατομικισμό του και την υποκειμενική του αντίληψη. Αυτό που τον βολεύει στην τελική, βρε αδερφέ! Έτσι κάπως λύθηκε και η απορία μου όταν προσπαθούσα να καταλάβω τελικά σε τι διέφερε η ελληνική δεξιά ρητορική από την αριστερή. Και η απάντηση είναι σε τίποτα.