ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]
Το ελληνάκι, πιστό στις αρχές της ανεξιθρησκείας, και με σεβασμό στην επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδας, εύχεται σε όλους του Χριστιανούς Ορθόδοξους καλό Pasah.