Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά σεντόνια για τον εθνικισμό και τον εθνικιστή άνθρωπο. Κυρίως γιατί η έννοια του «εθνικισμού» σηκώνει πολλές ερμηνείες, οι οποίες με τη σειρά τους σηκώνουν πολλές αναλύσεις, κλπ. Στην ουσία, βέβαια, αυτοί που επιδιώκουν τις πολλές ερμηνείες είναι κατά κανόνα οι ίδιοι οι εθνικιστές που προσπαθούν να προβάλλουν τις θετικές πτυχές αυτής της υπέρτατης μορφής ανασφάλειας και ανοησίας, οπότε προσπαθώντας να παραπλανήσουν το συνομιλητή ή το κοινό τους, καταφεύγουν σε ανούσιες αναλύσεις.
Στην πιο ήπια και αθώα πλευρά του, ο εθνικισμός είναι απλά η έκφραση σεβασμού προς μία ενιαία εθνική ταυτότητα που χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων. Στην πιο σκληρή, μπορεί να εκφραστεί με ακραία μισανθρωπία, ρατσισμό και βία. Το φάσμα μεταξύ των δύο άκρων είναι πολύ μεγάλο, όπως και η ανοησία άλλωστε που χαρακτηρίζει την κάθε βαθμίδα χωριστά.
Όπως η ιστορία του κάθε έθνους περιλαμβάνει μία σειρά από ηρωισμούς, νίκες και διαφόρων ειδών κατακτήσεις, έτσι και κάθε χώρα περιλαμβάνει τους εθνικιστές της, οι οποίοι ασχολούνται μόνο με αυτές τις «ένδοξες» στιγμές της ιστορίας του έθνους τους. Οι πιο ακραίοι, το πάνε και ένα βήμα πιο πέρα και ασχολούνται με την «ανωτερότητα» του συγκεκριμένου έθνους.
Οι Έλληνες εθνικιστές είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση σε σχέση με τους κουφιοκέφαλους ομοϊδεάτες τους, άλλων εθνικοτήτων. Τα δικά μας βλαστάρια, έχουν την ιδιαιτερότητα ότι προσπαθούν να βρουν μία ιστορική συνέχεια στο ελληνικό έθνος μέσα σε μία περίοδο περίπου 2500 χιλιάδων χρόνων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να πείσουν ότι το σύγχρονο συνοθύλευμα κουτοπονηριάς, αμορφωσιάς, αγένειας, βλακείας, ατομικισμού, ασέβειας, παρανομίας, ψευτομαγκιάς, γυφτιάς και κακομαθημένης ανευθυνότητας, αποτελεί την ύψιστη και σπουδαιότερη αρετή ενός εκ σπουδαιότερων εθνών του πλανήτη.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η ιστορική πραγματικότητα παρουσιάζει διαφορετικά γεγονότα. Η ένδοξη παρουσία της Ελλάδας στον πλανήτη έλαβε τέλος πριν περίπου 2000 χρόνια. Από τότε επήλθε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο χριστιανισμός, το Βυζάντιο, ένας αχταρμάς από διάφορες φυλές, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, περαιτέρω αχταρμάδες από διάφορα φύλα κλπ, μέχρι που ορισμένοι άνθρωποι αποφάσισαν να επαναστατήσουν κατά του Οθωμανικού ζυγού κατά τα πρότυπα των κοινωνικών επαναστάσεων της Ευρώπης του Διαφωτισμού. Κατά τη σύσταση του νεοελληνικού Κράτους, υπήρξαν προσπάθειες από λαμπρούς πολιτικούς όπως ο Καποδίστριας, ο Βενιζέλος και ο Τρικούπης, προκειμένου η Ελλάδα να εκσυγχρονιστεί και να αποτελέσει ισχυρό Κράτος της Ευρώπης, οι οποίες όμως απέτυχαν παταγωδώς, χάρη σε ανθρώπους, όπως ο Κουντουριώτης, ο Γούναρης, ο Δεληγιάννης και μια στρατιά από οπισθοδρομικούς, ατομικιστές, εθνικιστές, κουφιοκέφαλους όπου σε κρίσιμες περιόδους επηρέαζαν αρνητικά το πραγματικό συμφέρον της Ελλάδας.
Φυσικά για να συσταθεί ένα ομοιογενές κράτος δεν είναι απαραίτητη ούτε η ενιαία θρησκεία, ούτε η ενιαία φυλή. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το νεοσύστατο κράτος της Ελλάδας μετά την επανάσταση του ’21, όπου οι τοπικοί λαοί αισθάνονταν κυρίως «ραγιάδες» (δηλαδή σκλαβωμένοι), παρά Έλληνες, Αρβανίτες, Σλάβοι, Βλάχοι, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Ευβοείς, Θεσσαλοί, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι. Κι όμως, χάρη σε αμόρφωτους στρατιωτικούς, αδέξιους πολιτικούς και αφελείς κουτοπόνηρους, το νεοσύστατο «έθνος» (και καλά) έπρεπε να στηθεί κάτω από μία ενιαία θρησκεία και ένα ενιαίο φύλο. Ποιο από όλον αυτό τον αχταρμά φύλων ήταν πιο κοντά στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού; Ποια θρησκεία από τις δύο επικρατέστερες, έβαζε το νεοσύστατο Κράτος υπό τις προστατευτικές φτερούγες της Δύσης, διατηρώντας ταυτόχρονα τα προνόμια του ιερατείου; Οι ερωτήσεις είναι ρητορικές...
Εάν κάποιος έχει ενστάσεις σχετικά με τη σύντομη ιστορική αναδρομή των δύο προηγούμενων παραγράφων, δεν έχει παρά να ανοίξει ένα οποιοδήποτε σοβαρό ιστορικό βιβλίο και να εξάγει τα ανάλογα συμπεράσματα. Σκοπός του παρόντος, άλλωστε δεν είναι η καθεαυτό ιστορία, αλλά η ανάδειξη της ανουσιότητας του εθνικισμού. Διότι η ουσία του εθνικισμού έγκειται μόνο σε ανασφαλείς και αμόρφωτους ανθρώπους που ψάχνουν κάτι στιβαρό και κοινωνικά αποδεκτό για να κρεμαστούν. Και τί ποιο στιβαρό και δυνατό από το ίδιο το έθνος;
Η ανουσιότητα του εθνικισμού, φαίνεται μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ακόμα και όταν το περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού (δηλαδή το βιβλίο που διαβάζουν 11χρονα παιδάκια) πήγε να εκσυγχρονιστεί μετά από σύσταση επιστημονικής επιτροπής, όλοι οι εθνικιστές σύσσωμοι φώναζαν. Τί φώναζαν; Ότι ένας μαθητής της ΣΤ’ Δημοτικού (δηλαδή ένα 11χρονο παιδάκι), οφείλει να διαβάζει για τους βιασμούς, τις φωτιές, τις σφαγές και τις βαρβαρότητες που έπραξαν οι Τούρκοι κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. (Ως γνωστόν, το παγκόσμιο ρεζιλίκι λόγω ελληνικής πολιτικής χαζομάρας, στρατιωτικής καύλας και οικονομικής κακοδιαχείρισης, στα μέρη μας ονομάζεται «Μικρασιατική Καταστροφή»). Γιατί; Για να μην ξεχνούν! Η νέα γενιά δηλαδή, οφείλει να ανανεώνει το μίσος ή έστω την καχυποψία απέναντι στον πιο κοντινό και γειτονικό λαό της, χωρίς φυσικά να μαθαίνει από τα ηθικά διδάγματα της Ιστορίας. (Επίσης, ως γνωστόν, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν φαίνεται να νοιάζεται ιδιαίτερα για τα ιστορικά διδάγματα του Ηρόδοτου).
Η ανουσιότητα του εθνικισμού φαίνεται σε πολλά θέματα, αλλά κυρίως σε αυτά που υποτίθεται ότι προασπίζεται. Εάν ορίσουμε «καλό πατριώτη» αυτόν που αγαπά την πατρίδα του (δηλαδή τον γείτονά του, την κοινωνία στην οποία ζει, το περιβάλλον του, τους νόμους και τους θεσμούς του Κράτους του), τότε ο εθνικιστής σίγουρα είναι ένας από τους μεγαλύτερους αντι-πατριώτες.
Ο εθνικιστής, όσο καψουρεμένος είναι με την πατρίδα του στη θεωρία, τόσο κακό της κάνει στην πράξη. Διότι ο εθνικιστής έχει συνεχώς το μυαλό του στην ανάδειξη της σπουδαιότητας του έθνους προς τα έξω. Στην πολεμική υπεροχή που εξασφαλίζει τρόμο και δέος προς τα έξω. Σε μία ένδοξη ιστορία που προκαλεί τον σεβασμό προς τα έξω. Στο τί αντιπροσωπεύει η σημαία του όταν ανεμίζει δίπλα σε άλλες σημαίες και τί συναισθήματα προκαλεί αυτή η σημαία όταν ανεμίζει προς τα έξω. Ο εθνικιστής κοιτάει μόνο έξω. Στέκεται με το «ανασφαλές» ανάστημά του δίπλα τους άλλους και απλά συγκρίνει και κακολογεί.
Δεν βλέπει, δεν ακούει, και γενικώς δεν αισθάνεται τί γίνεται μέσα. Δεν ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια του εαυτού του. Δεν τον ενδιαφέρει να βελτιωθεί η παιδεία, η υγεία, η κοινωνία, η νομιμότητα, η καθημερινότητα και το περιβάλλον. Δεν τον ενδιαφέρει ο διπλανός του. Δεν τον ενδιαφέρει η ευημερία της ίδιας του της χώρας. Μάλιστα νοιώθει περισσότερο ντροπιασμένος παρά περήφανος. Και λόγω αυτής της ντροπής, σκαρφίζεται παραμύθια, θρύλους, και θεωρίες συνομωσίας. Αναπολεί το ένδοξο παρελθόν, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με το σάπιο παρόν, και προσπαθεί να πιαστεί από αυτό. Ο εθνικιστής είναι ένας ανόητος πολυλογάς, που δεν δίνει δεκάρα ούτε για τα παιδιά του. Αναμασά ρητορικές αιώνων που πάντα αποδεικνύονταν εσφαλμένες, και πάντα οδηγούσαν στην ίδια καταστροφή της δικής του κοινωνίας.
Ο εθνικιστής είναι ένας υποκριτής. Κάθεται στην πολυθρόνα του, γεύεται τα αγαθά του εκσυγχρονισμού, της ισότητας, της ειρήνης, της συνεργασίας των λαών και των εμπορικών δεσμών με άλλα έθνη, και πετάει κορώνες περί ανωτερότητας ή σπουδαιότητας του δικού του έθνους.
Στην τελική, ο εθνικιστής είναι κατά βάθος ο πιο ανασφαλής πολίτης μίας χώρας. Σκέφτεται συντηρητικά, οπισθοδρομικά, καχύποπτα και κλειστοφοβικά. Αρνείται να δεχτεί ότι η σπουδαιότητα ενός έθνους δεν βρίσκεται σε μία σημαία αλλά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις πραγματικές πολιτισμικές κατακτήσεις αυτού του έθνους. Και μιλώντας για την Ελλάδα, όσο δεν υπάρχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά και πολιτισμικές κατακτήσεις, τόσο οι εθνικιστές θα πληθαίνουν και άλλο τόσο η ανοησία και η αμορφωσιά θα θριαμβεύουν.
Στην πιο ήπια και αθώα πλευρά του, ο εθνικισμός είναι απλά η έκφραση σεβασμού προς μία ενιαία εθνική ταυτότητα που χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων. Στην πιο σκληρή, μπορεί να εκφραστεί με ακραία μισανθρωπία, ρατσισμό και βία. Το φάσμα μεταξύ των δύο άκρων είναι πολύ μεγάλο, όπως και η ανοησία άλλωστε που χαρακτηρίζει την κάθε βαθμίδα χωριστά.
Όπως η ιστορία του κάθε έθνους περιλαμβάνει μία σειρά από ηρωισμούς, νίκες και διαφόρων ειδών κατακτήσεις, έτσι και κάθε χώρα περιλαμβάνει τους εθνικιστές της, οι οποίοι ασχολούνται μόνο με αυτές τις «ένδοξες» στιγμές της ιστορίας του έθνους τους. Οι πιο ακραίοι, το πάνε και ένα βήμα πιο πέρα και ασχολούνται με την «ανωτερότητα» του συγκεκριμένου έθνους.
Οι Έλληνες εθνικιστές είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση σε σχέση με τους κουφιοκέφαλους ομοϊδεάτες τους, άλλων εθνικοτήτων. Τα δικά μας βλαστάρια, έχουν την ιδιαιτερότητα ότι προσπαθούν να βρουν μία ιστορική συνέχεια στο ελληνικό έθνος μέσα σε μία περίοδο περίπου 2500 χιλιάδων χρόνων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να πείσουν ότι το σύγχρονο συνοθύλευμα κουτοπονηριάς, αμορφωσιάς, αγένειας, βλακείας, ατομικισμού, ασέβειας, παρανομίας, ψευτομαγκιάς, γυφτιάς και κακομαθημένης ανευθυνότητας, αποτελεί την ύψιστη και σπουδαιότερη αρετή ενός εκ σπουδαιότερων εθνών του πλανήτη.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η ιστορική πραγματικότητα παρουσιάζει διαφορετικά γεγονότα. Η ένδοξη παρουσία της Ελλάδας στον πλανήτη έλαβε τέλος πριν περίπου 2000 χρόνια. Από τότε επήλθε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο χριστιανισμός, το Βυζάντιο, ένας αχταρμάς από διάφορες φυλές, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, περαιτέρω αχταρμάδες από διάφορα φύλα κλπ, μέχρι που ορισμένοι άνθρωποι αποφάσισαν να επαναστατήσουν κατά του Οθωμανικού ζυγού κατά τα πρότυπα των κοινωνικών επαναστάσεων της Ευρώπης του Διαφωτισμού. Κατά τη σύσταση του νεοελληνικού Κράτους, υπήρξαν προσπάθειες από λαμπρούς πολιτικούς όπως ο Καποδίστριας, ο Βενιζέλος και ο Τρικούπης, προκειμένου η Ελλάδα να εκσυγχρονιστεί και να αποτελέσει ισχυρό Κράτος της Ευρώπης, οι οποίες όμως απέτυχαν παταγωδώς, χάρη σε ανθρώπους, όπως ο Κουντουριώτης, ο Γούναρης, ο Δεληγιάννης και μια στρατιά από οπισθοδρομικούς, ατομικιστές, εθνικιστές, κουφιοκέφαλους όπου σε κρίσιμες περιόδους επηρέαζαν αρνητικά το πραγματικό συμφέρον της Ελλάδας.
Φυσικά για να συσταθεί ένα ομοιογενές κράτος δεν είναι απαραίτητη ούτε η ενιαία θρησκεία, ούτε η ενιαία φυλή. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το νεοσύστατο κράτος της Ελλάδας μετά την επανάσταση του ’21, όπου οι τοπικοί λαοί αισθάνονταν κυρίως «ραγιάδες» (δηλαδή σκλαβωμένοι), παρά Έλληνες, Αρβανίτες, Σλάβοι, Βλάχοι, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Ευβοείς, Θεσσαλοί, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι. Κι όμως, χάρη σε αμόρφωτους στρατιωτικούς, αδέξιους πολιτικούς και αφελείς κουτοπόνηρους, το νεοσύστατο «έθνος» (και καλά) έπρεπε να στηθεί κάτω από μία ενιαία θρησκεία και ένα ενιαίο φύλο. Ποιο από όλον αυτό τον αχταρμά φύλων ήταν πιο κοντά στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού; Ποια θρησκεία από τις δύο επικρατέστερες, έβαζε το νεοσύστατο Κράτος υπό τις προστατευτικές φτερούγες της Δύσης, διατηρώντας ταυτόχρονα τα προνόμια του ιερατείου; Οι ερωτήσεις είναι ρητορικές...
Εάν κάποιος έχει ενστάσεις σχετικά με τη σύντομη ιστορική αναδρομή των δύο προηγούμενων παραγράφων, δεν έχει παρά να ανοίξει ένα οποιοδήποτε σοβαρό ιστορικό βιβλίο και να εξάγει τα ανάλογα συμπεράσματα. Σκοπός του παρόντος, άλλωστε δεν είναι η καθεαυτό ιστορία, αλλά η ανάδειξη της ανουσιότητας του εθνικισμού. Διότι η ουσία του εθνικισμού έγκειται μόνο σε ανασφαλείς και αμόρφωτους ανθρώπους που ψάχνουν κάτι στιβαρό και κοινωνικά αποδεκτό για να κρεμαστούν. Και τί ποιο στιβαρό και δυνατό από το ίδιο το έθνος;
Η ανουσιότητα του εθνικισμού, φαίνεται μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ακόμα και όταν το περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού (δηλαδή το βιβλίο που διαβάζουν 11χρονα παιδάκια) πήγε να εκσυγχρονιστεί μετά από σύσταση επιστημονικής επιτροπής, όλοι οι εθνικιστές σύσσωμοι φώναζαν. Τί φώναζαν; Ότι ένας μαθητής της ΣΤ’ Δημοτικού (δηλαδή ένα 11χρονο παιδάκι), οφείλει να διαβάζει για τους βιασμούς, τις φωτιές, τις σφαγές και τις βαρβαρότητες που έπραξαν οι Τούρκοι κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. (Ως γνωστόν, το παγκόσμιο ρεζιλίκι λόγω ελληνικής πολιτικής χαζομάρας, στρατιωτικής καύλας και οικονομικής κακοδιαχείρισης, στα μέρη μας ονομάζεται «Μικρασιατική Καταστροφή»). Γιατί; Για να μην ξεχνούν! Η νέα γενιά δηλαδή, οφείλει να ανανεώνει το μίσος ή έστω την καχυποψία απέναντι στον πιο κοντινό και γειτονικό λαό της, χωρίς φυσικά να μαθαίνει από τα ηθικά διδάγματα της Ιστορίας. (Επίσης, ως γνωστόν, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν φαίνεται να νοιάζεται ιδιαίτερα για τα ιστορικά διδάγματα του Ηρόδοτου).
Η ανουσιότητα του εθνικισμού φαίνεται σε πολλά θέματα, αλλά κυρίως σε αυτά που υποτίθεται ότι προασπίζεται. Εάν ορίσουμε «καλό πατριώτη» αυτόν που αγαπά την πατρίδα του (δηλαδή τον γείτονά του, την κοινωνία στην οποία ζει, το περιβάλλον του, τους νόμους και τους θεσμούς του Κράτους του), τότε ο εθνικιστής σίγουρα είναι ένας από τους μεγαλύτερους αντι-πατριώτες.
Ο εθνικιστής, όσο καψουρεμένος είναι με την πατρίδα του στη θεωρία, τόσο κακό της κάνει στην πράξη. Διότι ο εθνικιστής έχει συνεχώς το μυαλό του στην ανάδειξη της σπουδαιότητας του έθνους προς τα έξω. Στην πολεμική υπεροχή που εξασφαλίζει τρόμο και δέος προς τα έξω. Σε μία ένδοξη ιστορία που προκαλεί τον σεβασμό προς τα έξω. Στο τί αντιπροσωπεύει η σημαία του όταν ανεμίζει δίπλα σε άλλες σημαίες και τί συναισθήματα προκαλεί αυτή η σημαία όταν ανεμίζει προς τα έξω. Ο εθνικιστής κοιτάει μόνο έξω. Στέκεται με το «ανασφαλές» ανάστημά του δίπλα τους άλλους και απλά συγκρίνει και κακολογεί.
Δεν βλέπει, δεν ακούει, και γενικώς δεν αισθάνεται τί γίνεται μέσα. Δεν ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια του εαυτού του. Δεν τον ενδιαφέρει να βελτιωθεί η παιδεία, η υγεία, η κοινωνία, η νομιμότητα, η καθημερινότητα και το περιβάλλον. Δεν τον ενδιαφέρει ο διπλανός του. Δεν τον ενδιαφέρει η ευημερία της ίδιας του της χώρας. Μάλιστα νοιώθει περισσότερο ντροπιασμένος παρά περήφανος. Και λόγω αυτής της ντροπής, σκαρφίζεται παραμύθια, θρύλους, και θεωρίες συνομωσίας. Αναπολεί το ένδοξο παρελθόν, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με το σάπιο παρόν, και προσπαθεί να πιαστεί από αυτό. Ο εθνικιστής είναι ένας ανόητος πολυλογάς, που δεν δίνει δεκάρα ούτε για τα παιδιά του. Αναμασά ρητορικές αιώνων που πάντα αποδεικνύονταν εσφαλμένες, και πάντα οδηγούσαν στην ίδια καταστροφή της δικής του κοινωνίας.
Ο εθνικιστής είναι ένας υποκριτής. Κάθεται στην πολυθρόνα του, γεύεται τα αγαθά του εκσυγχρονισμού, της ισότητας, της ειρήνης, της συνεργασίας των λαών και των εμπορικών δεσμών με άλλα έθνη, και πετάει κορώνες περί ανωτερότητας ή σπουδαιότητας του δικού του έθνους.
Στην τελική, ο εθνικιστής είναι κατά βάθος ο πιο ανασφαλής πολίτης μίας χώρας. Σκέφτεται συντηρητικά, οπισθοδρομικά, καχύποπτα και κλειστοφοβικά. Αρνείται να δεχτεί ότι η σπουδαιότητα ενός έθνους δεν βρίσκεται σε μία σημαία αλλά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις πραγματικές πολιτισμικές κατακτήσεις αυτού του έθνους. Και μιλώντας για την Ελλάδα, όσο δεν υπάρχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά και πολιτισμικές κατακτήσεις, τόσο οι εθνικιστές θα πληθαίνουν και άλλο τόσο η ανοησία και η αμορφωσιά θα θριαμβεύουν.