Κατά την περίοδο διαμονής μου σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, είχα παρατηρήσει την εξής λεπτομέρεια στα ρεπορτάζ εγκληματικότητας σε τηλεόραση και Τύπο: οι αναφορές στους δράστες εγκληματικών πράξεων περιορίζονταν σε χαρακτηριστικά όπως η ηλικία ή/και η ιδιότητα. Ποτέ δεν γινόταν αναφορά σε εθνικότητα, θρήσκευμα ή οικογενειακή κατάσταση. Υποθέτω, ο λόγος που το είχα παρατηρήσει ήταν γιατί έβλεπα πόσο διαφορετικά ακούγεται στο αυτί ενός τηλεθεατή η φράση «Ένας Αλβανός και ένας Πακιστανός ευθύνονται για τη δολοφονία του τάδε που… », από το «Two men in their mid-twenties are responsible for the murder of…». Ακόμα και σε χώρες με έντονα πολυπολιτισμικά στοιχεία, μεγάλα κύματα εισόδου μεταναστών ή ακόμα και γκετοποιημένες περιοχές, οι αναφορές σε εγκληματικές πράξεις δεν έκαναν ποτέ διακρίσεις βάσει φυλετικών ή εθνικών χαρακτηριστικών.
Δεν ξέρω αν σε αυτές τις χώρες η δημοσιογραφία είναι πιο υπεύθυνη ή αν τελικά υπάρχουν εθνικές νομοθεσίες που με σεβασμό τα ανθρώπινα δικαιώματα απαγορεύουν ρητά την αναφορά σε χαρακτηριστικά που μπορούν να αποτελέσουν πεδίο φυλετικών η κοινωνικών διακρίσεων. Το σίγουρο όμως είναι πως, δεδομένου ότι ο φόβος γεννά τη βία και τον ρατσισμό, οι συγκεκριμένες κοινωνίες το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό και είναι προσεκτικές στον τρόπο που διαχειρίζονται καταστάσεις που αναπόφευκτα εγείρουν τον ανθρώπινο συναισθηματισμό, όπως οι εγκληματικές πράξεις.
Διότι σε μία εγκληματική πράξη ή ένα ευρύτερο πεδίο εγκληματικότητας, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παίζουν τον ρόλο τους. Ξεκινώντας από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του θύτη, και εμβαθύνοντας σε πιο σύνθετους παράγοντες όπως η παιδεία, οι συνθήκες διαβίωσης, η ευνομία και η ισονομία σε ευκαιρίες εξέλιξης, στο τέλος η εθνικότητα ή το χρώμα του δέρματος δεν φαίνεται να παίζουν και τόσο σπουδαίο ρόλο.
Το σημερινό «Κ» φαίνεται πως έχει διαφορετική άποψη και, σε μία προσπάθεια να συναγωνιστεί τα πάλαι πότε ένδοξα μινόρε βιολιά του Alter, τον λαϊκισμό ακροδεξιών οργανώσεων και γενικότερα να μπει στο βίαιο κλίμα των ημερών, κυκλοφόρησε με αυτό το εξώφυλλο:
…με ένα editorial και κύριο άρθρο, τις απόψεις ανθρώπων που έχουν ήδη αποφασίσει ότι μετανάστης (λαθραίος ή μη) σημαίνει έγκλημα αφού η αύξηση εγκληματικότητας στο κέντρο συνέπεσε χρονικά με τη διαρκώς αυξανόμενη εισροή λαθρομεταναστών στη χώρα μας. Κοινώς, το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνόμος είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι.
Υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας που ισχύει στη διαιώνιση του φόβου προς το διαφορετικό, άρα την άνοδο του ρατσισμού και τελικά την απαξίωση των μειονοτήτων από την υπόλοιπη κοινωνία (που συνήθως οδηγούν και σε πράξεις βίας): όσο συνεχίζεις να αναδεικνύεις τη διαφορετικότητα χαρακτηριστικών, όπως η εθνικότητα, η φυλή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, το θρήσκευμα και να τα ταυτίζεις με πράξεις που έχουν καθαρά κοινωνικά αίτια, τόσο διαιωνίζεις έναν ανούσιο ρατσισμό απέναντι σε αυτά τα χαρακτηριστικά από ολόκληρη την κοινωνία. Όταν, για παράδειγμα, μιλάς για Αφγανούς και όχι για εγκληματίες, για Μουσουλμάνους ή σκουρόχρωμους και όχι απλά για ανθρώπους, η προσοχή εστιάζει στην εθνικότητα, το θρήσκευμα ή το χρώμα του δέρματος, και όχι στο καθεαυτό έγκλημα. Και καταλήγουμε τελικά, αντί να συζητάμε για αντι-εγκληματικά μέτρα, να μιλάμε για αντι-μεταναστευτικά.
Το μεταναστευτικό θέμα δεν είναι φυλετικό ή εθνικό, αλλά κοινωνικό. Αν μία κοινωνία ή οικονομία δεν αντέχουν περισσότερους εξαθλιωμένους ανθρώπους, τότε εστιάζουμε είτε στο πως θα εντάξουμε αυτούς τους ανθρώπους στην οικονομία μας ώστε να την επεκτείνουν και τελικά να γίνουν ανεκτοί, είτε στο πως θα τους επαναπατρίσουμε. Αναλύουμε και εξάγουμε συμπεράσματα για το πώς διαφορετικές κουλτούρες και νοοτροπίες, μπορούν να ενσωματωθούν στην επικρατούσα αποφεύγοντας μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, χωρίς να εκμεταλλευόμαστε τις νοοτροπίες της πλειοψηφίας εις βάρος των μειονοτήτων. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα παραμένει κοινωνικό, και όχι εθνικό ή φυλετικό.
Όλα αυτά βέβαια ισχύουν εφόσον θέλουμε να λέμε ότι ζούμε σε ένα δημοκρατικό Κράτος που σέβεται το Σύνταγμά του, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά για την απαγόρευση συγκεκριμένων διακρίσεων. Εάν τελικά τα ΜΜΕ ή η γενικότερη λαϊκή νοοτροπία προστάζουν να λειτουργούμε με όρους ανούσιων διακρίσεων που επιφορτίζουν συναισθηματικά το φυλετικό και εθνικό μίσος, τότε και το Κράτος οφείλει να προστατεύσει τα δικαιώματα των μειονοτήτων και όχι να αναλώνεται σε επικοινωνιακά παιχνίδια για να κερδίσει την λαϊκή αρέσκεια. Και αν τα ΜΜΕ που θεωρούνται σοβαρά και υπεύθυνα, όπως το περιοδικό «Κ» για παράδειγμα, υποπίπτουν στη νοοτροπία των ανούσιων διακρίσεων, τότε μπορούμε να έχουμε μία πολύ καθαρή εικόνα για τη γενικότερη νοοτροπία που κουβαλάμε ως κοινωνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εικόνα είναι απογοητευτική.