Σε μία από τις εκπομπές του ΣΚΑΙ που ακολουθούσαν τα επεισόδια της σειράς «1821», στο πάνελ συζήτησης είχαν παρευρεθεί ο ιστορικός Θάνος Βερέμης και ο καθηγητής Φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς. Κάποια στιγμή μέσα στη συζήτηση, ο κ. Γιανναράς εξέφρασε την απορία: «Ωραία όλα αυτά τα περί Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και φιλελευθερισμού, των κοινωνικών επαναστάσεων της εποχής, του φιλελληνικού ρεύματος, της φιλικής εταιρίας, της αναγέννησης του αρχαιοελληνικού ιδεώδους κλπ. Ο ελληνικός λαός ρωτήθηκε ποτέ αν ήθελε να αλλάξει προς αυτή την κατεύθυνση;». Μέσα στη σύγχυση που ενδεχομένως να δημιούργησε η ερώτηση, ο κ. Βερέμης απόρησε πώς θα ήταν δυνατόν ένα τόσο ισχυρό ρεύμα όπως αυτό του Διαφωτισμού και των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης να μην συμπαρασύρει έναν φτωχό και καταπιεσμένο λαό που μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να διακηρύξει εθνική ανεξαρτησία; Το φαινομενικά αυτονόητο της απάντησης όμως, δεν αναιρεί την ορθότητα της ερώτησης.
Η αλήθεια είναι ότι οι λαοί που κατοικούσαν στην Ελλάδα το 1821, όχι μόνο δεν ρωτήθηκαν για την ιδεολογική, πολιτισμική, εθνική και στρατηγική κατεύθυνση που θα ήθελαν να πάρουν, αλλά δεν ρωτήθηκαν ούτε καν αν ήθελαν να ενοποιηθούν υπό ένα ενιαίο Κράτος. Μπορεί φυσικά οι διανοούμενοι της εποχής, οι Έλληνες και ξένοι Διαφωτιστές να είχαν ένα όμορφο και ιδανικό όραμα για το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος αλλά η καθεαυτό γνώμη της πλειοψηφικής μάζας της ελληνικής κοινωνίας δεν ρωτήθηκε ποτέ πραγματικά και ευθέως. Και αυτή η «ανειλικρίνεια» τόσο από τους διανοούμενους και διαφωτιστές της εποχής, όσο και από την λαϊκή θέληση, διαιωνίστηκε στα επόμενα χρόνια και έγινε σχεδόν μόνιμη κατάσταση διαμάχης και σύγχυσης μέχρι και σήμερα που συνεχίζεται υπό τη μορφή διαφορετικών συγκρούσεων και κοινωνικοπολιτικών διαχωρισμών.
Η έννοια του πολιτικού ως κάποιου υπεύθυνου για τη ζωή και τη μοίρα των πολιτών είναι μία νοοτροπία που δεν συναντάται ευρέως σε Δυτικά Κράτη, δεδομένου ότι η εύρυθμη λειτουργία του Κράτους είναι αυτονόητη ανεξαρτήτως των πολιτικών προσώπων. Στην Ελλάδα, παρόλο που ο πολιτικός ως οντότητα, στην ουσία διαμορφώνεται και αναδεικνύεται από τον λαό, ο διαχωρισμός μεταξύ «πολιτικών και λαού» που χρησιμοποιείται συχνά πυκνά στην καθομιλουμένη και αποτελεί πεδίο σύγκρουσης για οποιαδήποτε πολιτική ή λαϊκή εκτόνωση, πηγάζει από εκείνη την εποχή, και συνεχίζει να διαιωνίζει αυτή τη σχέση δυσπιστίας.
Αυτός ο διαχωρισμός, με τις συνέπειές του στην σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και τη λειτουργία του Κράτους, είναι μία φυσιολογική κατάσταση για το νεοελληνικό Κράτος, δεδομένου ότι η αστική δημοκρατία ουδέποτε εδραιώθηκε πραγματικά στη χώρα και φυσικά ποτέ δεν δημιούργησε ανάλογες συνειδήσεις, τόσο στους πολίτες όσο και στους ανερχόμενους πολιτικούς. Οι τρεις εξουσίες δεν εφαρμόστηκαν ποτέ σε διακριτούς ρόλους, ασκώντας τον προβλεπόμενο αλληλοέλεγχο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η αρχική συνθήκη δυσπιστίας προς το ελληνικό Κράτος.*
Η έννοια του «Κράτους» δεν ήταν κάτι το αυτονόητο για μία κοινωνία που συνέχιζε να ζει υπό την παρουσία των Κοτζαμπάσηδων οι οποίοι κοίταζαν λάγνα κάθε νέο ξένο δάνειο που εισέρρεε στα δημόσια ταμεία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ακόμα και σήμερα, όταν αναφερόμαστε στο «Κράτος» συνήθως εννοούμε έναν υψηλό και ανυπέρβλητο θεσμό που ελέγχεται από τους πολιτικούς και τον περίγυρό τους και εξουσιάζει όλη την υπόλοιπη κοινωνία. Στην ουσία όμως, η νομική, αλλά και θεσμική υπόσταση του Κράτους περιλαμβάνει ολόκληρη την κοινωνία με τους διακριτούς ρόλους του κάθε ατόμου και των εξουσιών που απορρέουν από τα άρθρα του Συντάγματος.
Επίσης δεν είναι τυχαία η ξενοφοβία και η ευρύτερη καχυποψία απέναντι σε ξένα συμφέροντα, που ενώ υπάγονται σε παραδοσιακά συμμαχικές χώρες, και έχουν ευεργετικά αποτελέσματα, συνεχίζουν να δημιουργούν μία αίσθηση δυσπιστίας από την ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Παλιότερα ήταν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, μετά οι Αμερικάνοι και μόλις πρόσφατα οι Γερμανοί. Ενδεχομένως και αυτή η δυσπιστία να πηγάζει από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του ελληνικού Κράτους, όπου οι κάθε είδους εμπλοκές των ξένων, γίνονταν ύστερα από συμφωνίες με πολιτικούς ή τοπικούς άρχοντες της ελληνικής υπαίθρου στο όνομα του ελληνικού Κράτους, χωρίς τα οφέλη να είναι ευνόητα και άμεσα για ολόκληρη την κοινωνία.
Όσο διαιωνίζεται αυτή η σύγχυση ταυτότητας και πολιτισμικής πορείας, τόσο θα εντείνονται οι εσωτερικοί διαχωρισμοί μεταξύ διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων. Ειδικά στην παρούσα οικονομική κρίση, οι διαχωρισμοί αυτοί φαίνονται πιο έντονοι και ξεκάθαροι. Ενδεχομένως, θα πρέπει σύντομα να θέσουμε βασικά, και σημαντικά ερωτήματα, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι επιθυμίες της κοινωνίας (ίσως με τη μορφή δημοψηφίσματος), και το ελληνικό Κράτος να πορευτεί προς αυτές τις επιθυμίες. Διότι, μπορεί για αρκετούς Έλληνες, η Ευρώπη και η αστική δημοκρατία να είναι ο αυτονόητος και θεμιτός πόλος έλξης, αλλά ενδεχομένως αυτό να μην ισχύει για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Μπορεί οι πυλώνες των σύγχρονων δυτικών Δημοκρατιών να είναι η ισότητα, η ελευθερία και η δικαιοσύνη, αλλά αυτοί δεν είναι απαραίτητο ότι είναι θεμιτοί για την ελληνική κοινωνική πλειοψηφία με τον αυτονόητο τρόπο που θεωρούμε οι περισσότεροι. Το πλέον σίγουρο πάντως, είναι ότι πλειοψηφικά, ως κοινωνία, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύσταση μίας τέτοιου είδους Δημοκρατίας˙ στοιχεία που θα πρέπει να αποσαφηνιστούν εάν και εφόσον λάβει χώρα ένα τέτοιο δημοψήφισμα.
* Μία άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση στην σύσταση του ελληνικού Κράτους ήταν η σύνταξη του Συντάγματος της Ελλάδας, κατά την οποία απλά μεταφέρθηκαν αυτούσια άρθρα από το Γαλλικό Σύνταγμα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής. Οι μοναδικές αλλαγές που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η συμμετοχή της Εκκλησίας στην εξουσία, η οποία φυσικά αποτέλεσε και μία σειρά από παράδοξα στοιχεία, τα οποία είναι ενσωματωμένα στο ελληνικό Σύνταγμα και γενικότερα τη λειτουργία του Κράτους ακόμα και σήμερα.