Ιστορική φωτογραφία από το αρχείο του φιλανθρωπικού έργου της εκκλησίας. Άλλοι «μελετούσαν» και άλλοι δεν μπορούσαν να κρύψουν το πάθος τους.
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjpEth8f2okWtGWGQaEVz8qYamVZvYMhwIsSk5GgOgRJ82yCFK91vHzbfmVmE9zEXyqPjlVxQFy7toAham_030nQHNks4PLpXu-Y5PZPCEqAdeuIZp8GpQ1u-7lU7s1RWrw1PAQBgVgcZuf/s400/21+apr.jpg)
ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]