«Υπάρχει μόνο ένα βήμα από τον φανατισμό στην βαρβαρότητα»
- Denis Diderot
Μην κοιτάς που κάθε μέρα όλοι πλακώνονται με όλους. Αν το δεις στο βάθος της υπόθεσης, όλοι βολεμένοι στις κοσμοθεωρίες τους είναι. Βρήκαν ένα πρόχειρο ιδεολογικό στρατόπεδο, απ’ αυτά τα 2-3 που κυκλοφορούν τα τελευταία 3 χρόνια και οχυρώθηκαν με περίσσια βόλεψη, πότε πετώντας βέλη και πότε ορθώνοντας ασπίδες για τα βέλη των άλλων. Σχηματίστηκαν λοιπόν οι «αριστεροί», οι «φασίστες», οι «νεοφιλελεύθεροι» και κάτι ψιλά παράγωγα και θαρρούν όλοι πως ξεμπέρδεψαν με τη συνείδησή τους.
Πριν καν κάνεις κλικ στο λινκ, θα δεις ποιος είναι ο δημιουργός ή ο συγγραφέας. Είναι ο «νεοφιλελεύθερος» Μανδραβέλης; Ο «αντί-καπιταλιστής» Χατζηστεφάνου; Ο «συριζαίος» Βαξεβάνης; Τότε αμέσως αμέσως, δεν χρειάζεται καν να μπεις στον κόπο να διαβάσεις. Πού καιρός για περιεχόμενο; Η σημαία είναι ήδη σηκωμένη στο αντίπαλο στρατόπεδο, οπότε επιβάλλεται επιθετική τοξοβολία. Κάπως έτσι λειτουργεί πλέον και το ελληνικό διαδίκτυο. Γράφει το ελληνάκι; Κάποιοι διαβάζουν τον «αναρχικό», άλλοι τον «λογικό», άλλοι τον «νεοφιλελεύθερο, άλλοι τον «ΓΑΠικό», άλλοι τον «θολοκουλτουριάρη», και πάει λέγοντας. Και το ελληνάκι παλιότερα έμπαινε στη διαδικασία να προσπαθεί να εξηγεί, να αποβάλλει αυτές τις ταμπέλες γιατί στο τέλος χανόταν η ουσία των γραφόμενών του. Αργότερα, διαφάνηκε απλά η ματαιότητα όλων αυτών των εξηγήσεων. Αν ο άλλος θέλει σώνει και καλά, ή έχει την ανάγκη να σε διαβάζει μέσα από συμβατικά φίλτρα που του έχουν πλάσει τα ΜΜΕ ή ο ιδεολογικός γκουρού του, τότε δικαίωμά του να το κάνει. Τί και αν εσύ κράζεις τις ταμπέλες, τα ιδεολογικά στρατόπεδα, τα δόγματα και τους δημαγωγούς. Τί και έχεις και disclaimer πρώτο πρώτο στο ιστολόγιό σου; Αυτά είναι ρητορικές πολυτέλειες την εποχή του συναισθηματικού παρορμητισμού και της συσσωρευμένης οργής.
Παλιότερα, σε εκείνο το άρθρο για τον «ομορφάντρα», της Χριστίνας Ταχιάου, που είχε ξεσηκώσει τα πλήθη του διαδικτύου, η εισαγωγή πήγαινε ως εξής:
«Η συνειδητοποίηση ήρθε πριν λίγα χρόνια και με βάρεσε σα χαστούκι: κατάλαβα ότι δε μ’ αρέσει η Ελλάδα. Τόσο απλά. Το χειρότερο, όμως, δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν όταν κατάλαβα ότι δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσω να αλλάξω κάποια από αυτά που θεωρούσα κακώς κείμενα: κατάλαβα ότι η Ελλάδα αρέσει στους Έλληνες. Άρα, το λάθος είμαι εγώ».
Κάπου εκεί σκάλωσα. Διάβασα και το υπόλοιπο άρθρο, κάπου συμφώνησα, κάπου διαφώνησα. Δεν έχει σημασία. Εγώ είχα κολλήσει στην πρώτη παράγραφο, και συγκεκριμένα σε εκείνο το «Άρα, το λάθος είμαι εγώ». Φαντάστηκα την αρθρογράφο, γνωρίζοντας εξ’ αρχής τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε, να ζωγραφίζει ένα στόχο στο στήθος της σα να λέει «Είπα ότι ήθελα να πω, τώρα βαράτε». Αναγνωρίζοντας εξ΄αρχής ποια «κουμπιά» του νεοέλληνα θα πάταγε και πόσο προβλέψιμη θα ήταν η αντίδρασή του.
Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ τα τελευταία δύο χρόνια, λίγο πριν πατήσω «δημοσίευση». Γνωρίζω από την αρχή ότι θα επισκεφτούν την ανάρτηση οι κακόβουλοι, θα ψάξουν στα γρήγορα μία-δυο φράσεις που θα τους τσιτώσει, και θα αρχίσουν τα βέλη. Αντίστοιχα θα έρθουν και οι καλόβουλοι, κυρίως για να φορτώσουνε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις δικές τους φαρέτρες. Και στο τέλος πάντα καταλήγω να λέω «Ξέρεις τι; Αυτά είναι απλά προσωπικές μου αντιλήψεις. Γνωρίζω την υποκειμενικότητά τους, άρα μπορεί να κάνω και λάθος. Αλλά τώρα στα 37 μου, έτσι μου τα σκάει, και επειδή θέλω να τα βγάλω προς τα έξω, τα γράφω σε ένα blog. Πέρα από αυτό, χαλάρωσε…»
Η βολεμένη κοινωνία όμως δεν έχει καιρό για τέτοιου είδους χαλάρωση. Η βολεμένη κοινωνία χρειάζεται δόγματα και ιδεολογικά στρατόπεδα, για να μη δείχνει την ανασφάλειά της. Η βολεμένη κοινωνία θα εκλέξει τους πολιτικούς που την κρατάνε σε αυτή την κατάσταση ώστε να νιώθει ότι πατάει σε κάποιο θεμέλιο. Αν αυτό το θεμέλιο είναι τα φαντάσματα από έναν Εμφύλιο που τέλειωσε πριν 60 χρόνια, ας είναι. Αν είναι ο ψευτοσοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ του ’80, ας είναι. Αν είναι η άνοδος του φασισμού, νόμιμα και με τη βούλα, ας είναι και αυτό. Δε θα τα χαλάσουμε στους ορισμούς. Το βασικό είναι να υπάρχει θεμέλιο. Να υπάρχει το δίπολο του Καλού και του Κακού. Του άσπρου και του μαύρου. Της ευκολίας να ανήκεις κάπου, αντί της συνεχούς αναζήτησης, της αοριστίας, της μη ένταξης.
Οι αναρτήσεις στο παρόν ιστολόγιο δεν αραιώνουν επειδή δεν υπάρχει κάτι για σχολιασμό από την επικαιρότητα. Ίσα ίσα. Αραιώνουν γιατί αν έπρεπε να γραφτεί κάτι, τότε θα ήταν μία ανάρτηση που μπορεί να γράφτηκε πριν 3 ή 4 χρόνια. Και η επαναληψιμότητα, για χάρη της επισκεψιμότητας δεν με αφορά ιδιαίτερα. Σε περίπου δύο μήνες, το «ελληνάκι» κλείνει πέντε χρόνια. Και αν ποτέ είχες το χρόνο και τη διάθεση να διαβάσεις κάθε μία από τις 455 αναρτήσεις του ίσως και να διαπίστωνες ότι σε γενικές γραμμές, τα ίδια πράγματα γράφονται. Με η χωρίς μνημόνιο. Με οποιαδήποτε κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Πριν και μετά την «αγανάκτηση». Πριν και μετά την είσοδο των νεοναζί στη Βουλή. Επειδή κατά κανόνα το ελληνάκι γράφει με τον ίδιο τρόπο που σκέφτεται και στην πραγματική του ζωή. Σκαλίζει σε βάθος μπας και κατανοήσει τις αιτίες. Με κυνισμό απέναντι στα συμπτώματα γιατί κατανοεί την δευτερεύουσα σημασία τους. Γιατί κατανοεί αυτές τις μπανάλ σαχλαμάρες του Σωκράτη πως όσο πιο πολύ μαθαίνει, τόσο ανακαλύπτει ότι δεν ξέρει μία.
Σε μία ανάρτηση είχα γράψει: «Ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος από το τρίγωνο Εξάρχεια – Σύνταγμα – Ομόνοια ή από το ελληνικό timeline του twitter. Τα πολιτισμικά στοιχεία, η ιστορία, οι εμπειρίες και οι ανθρώπινες πράξεις και σκέψεις, είναι χιλιάδες φορές περισσότερες από αυτές με τις οποίες «πνιγόμαστε» καθημερινά. Κάπως έτσι απαξίωσα και τις ταμπέλες, με τις οποίες σε πρήζω κάθε λίγο και λιγάκι. Πνιγόμαστε σε μία κουταλιά μπαγιάτικη σούπα και κάθε φορά που το πολιτικό θερμόμετρο παίρνει φωτιά (sic), μαρτυρούμε τις ίδιες κλειστόμυαλες, ανιστόρητες και εγωκεντρικές απόψεις, η ζύμωση των οποίων μας έχει φέρει ως εδώ. Από πολιτικούς, «ειδήμονες», «τήλε-ευαγγελιστές», και υπερήφανους Ελληναράδες, μέχρι κάτι ένθερμους πιτσιρικάδες που ανακαλύπτουν τον τροχό και θεωρούν υποχρέωσή τους να το φωνάζουν μέσα στα αφτιά μας για χιλιοστή φορά».
Και σε μία άλλη: «Σε άλλες κοινωνίες, υπάρχει ανεκτικότητα για όλη αυτή την πανανθρώπινη σύνθεση. Στη δική μας, τα περιθώρια ανοχής είναι πολύ μικρότερα. Η υποκειμενική οπτική γωνία επισκιάζει αυτό το πολύχρωμο ψηφιδωτό ανθρώπων. Η διαφορετικότητα πάντα ήταν υπό διωγμό στην Ελλάδα, γιατί η έλλειψη εμπιστοσύνης ήταν ανέκαθεν το πρώτο στοιχείο στις κοινωνικές μας επαφές. Υπάρχουν αρκετοί ιστορικοί και κοινωνικοπολιτικοί λόγοι για αυτό και που μας διαφοροποιούν από άλλες, πιο ανεκτικές κοινωνίας, αλλά δεν αφορούν το παρόν».
Κάπως έτσι κατανόησα και το «λάθος» που λέγαμε. Δεν υπάρχει κανένα λάθος με την κοινωνία μας. Αυτή λειτουργεί όπως λειτουργεί, με τους πολίτες της, τους πολιτικούς που εκλέγουν και τα σκεπτικά τους σε μία διαρκή ζύμωση. Με τους «πασόκους», τους «αριστερούς», τους «νεοφιλελεύθερους», τους «αντιεξουσιαστές» και τους «φασίστες». Σε ένα εσωστρεφές φάσμα ιδεολογιών που φτάνει κοντά στους δύο αιώνες τώρα. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο παίζεται το παιχνίδι και σε αυτό καλείται να παίξει όποιος θέλει να αναγνωρίζεται ευρέως η γνώμη του. Εγώ αδυνατώ πλέον να συνεχίσω σε αυτό το παιχνίδι. Αναγνωρίζω ότι το λάθος τελικά είμαι εγώ.