Η έννοια της κοινωνικής συνοχής τείνει να γίνει ένα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, με τον ίδιο τρόπο που έχουν «ταμπουποιηθεί» [sic] το πανεπιστημιακό άσυλο, η εκκλησία, η επιχειρηματικότητα, κ.α. Τί κοινό έχουν όλα αυτά; Έχουν εδραιωθεί τόσο λανθασμένα στα μάτια της κοινής γνώμης που ουδείς τολμάει να μιλήσει ρεαλιστικά και να προβεί σε τομές που θα επιφέρουν θετικότερα και απτά αποτελέσματα. Κάπως έτσι και η κοινωνική συνοχή από εκεί που ήταν (όπως όφειλε) προτεραιότητα κάθε σύγχρονης αναπτυγμένης κοινωνίας, κατέληξε να βάλλεται από παντού˙ πράγμα φυσιολογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η απλότητα κάποιων εννοιών δεν χωράνε στον σύνθετο και πολύπλοκο τρόπο σκέψης του μέσου νεοέλληνα, που προτιμά να διυλίζει τον κώνωπα παρά να τον σκοτώνει μια κι έξω.
Η απλότητα της κοινωνικής συνοχής μπορεί να παρασταθεί πολύ εύκολα. Φανταστείτε ένα μεγάλο πανί, το οποίο κρατάνε από τις άκρες του όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας. Αν θέλουμε ολόκληρη η κοινωνία να πάει προς μία κατεύθυνση, τότε θα πρέπει κάποιοι να σπρώξουν, κάποιοι να τραβήξουν και κάποιοι απλά να ακολουθήσουν κρατώντας το πανί για να μην πέσει. Στην Ελλάδα, σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κατά κανόνα, ο καθένας τραβάει το πανί προς το μέρος του, με αποτέλεσμα αυτό να μένει στάσιμο στο ίδιο σημείο. Και όσο πιο πολύ τραβάει ο ένας, τόσο πιο πολύ τραβάει ο απέναντι. Η προσπάθεια εντείνεται, ο ιδρώτας ρέει, οι εντάσεις και ο εκνευρισμός αυξάνονται, αλλά το πανί παραμένει στάσιμο στην ίδια θέση. Η μόνη προοπτική που μπορεί να έχει αυτή η κατάσταση είναι είτε το πανί να σκιστεί σε πολλά κομμάτια, είτε κάποιων τα δάχτυλα να σπάσουν. Τίποτα παραπάνω.
Εγώ θα ήθελα να εστιάσω στο σκίσιμο του πανιού. Γιατί αυτό το σκίσιμο είναι που ιντριγκάρει πολύ κόσμο, και όσο περνάει ο καιρός και η κρίση βαθαίνει, φαίνεται πως ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο. Όχι, όμως, επειδή ξαφνικά ο μέσος νεοέλληνας συνειδητοποίησε την σαπίλα στην οποία ζούσε τόσα χρόνια, και αποφάσισε να αλλάξει, αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει να είμαστε καχύποπτοι. Ξέρουμε από μικροί ότι λίγο αν χαλαρώσουμε στο «τράβηγμα του πανιού», ο απέναντι θα κερδίσει έδαφος. Και επειδή ουδέποτε μάθαμε προς τα ποια κατεύθυνση τραβάει ο απέναντι (που ενδεχομένως θα συνέφερε και εμάς), ασυναίσθητα τραβάμε πάλι πιο δυνατά, αδιαφορώντας για το καθεαυτό πανί.
Ο λόγος που αρκετές – δυτικές κατά κανόνα - χώρες παρέχουν υψηλή ποιότητα ζωής, ευκαιρίες προσωπικής ανάπτυξης και πολλές ελευθερίες στους κατοίκους τους, είναι ότι έχουν καταφέρει να έχουν ξεκάθαρους θεσμούς με διακριτές εξουσίες, και κυρίως κοινωνική συνοχή απέναντι σε αυτούς τους θεσμούς. Γι’ αυτό έχει μαλλιάσει και η δική μου γλώσσα να επαναλαμβάνω συνεχώς ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι ταξικό. Είναι θεσμικό. Από τη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού Κράτους, μέχρι σήμερα, ο κοινός παρονομαστής σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ή οικονομικής ύφεσης, ήταν πάντα η κρίση των θεσμών. Είτε αυτή η κρίση προερχόταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, είτε από τα κατώτερα. Για να το πω και πιο απλοϊκά, μπορεί ο
κυρ-Στάθης να έχει δίκιο όταν κατηγορεί τους πολιτικούς για ανικανότητα, διαφθορά και παρανομία, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι αν ο κυρ-Στάθης γινόταν ξαφνικά πολιτικός, κατά μία πολύ μεγάλη πιθανότητα θα έκανε ακριβώς τα ίδια. Γιατί έχει μάθει να είναι καχύποπτος και να μην σέβεται νόμους και θεσμούς. Απλά, είναι λογικό όταν βρίσκεται στην αφάνεια, η «ασέβεια» αυτή να έχει πολύ μικρότερες και πιο ασήμαντες επιπτώσεις στην υπόλοιπη κοινωνία, από αυτές που θα είχε αν ήταν στην εξουσία.
Ένα κράτος με δημοκρατικούς θεσμούς που λειτουργούν, έχει το σημαντικό πλεονέκτημα ότι αφήνει ελεύθερη την κοινωνία να αναπτυχθεί και συνεχώς να καλυτερεύει τις συνθήκες ζωής της. Δημιουργεί ένα ασφαλές, και ειρηνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο το κάθε άτομο μπορεί να έχει επιλογές και την ελευθερία να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Μπορεί ανά καιρούς να επέρχονται κρίσεις διαφόρων μορφών, αλλά οι θεσμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλια για την γρήγορη ανάρρωση από την κρίση και την επιστροφή στην ανοικοδόμηση (η «ανάσταση» της Γερμανίας από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, δεν είναι τυχαίο παράδειγμα). Στην τελική, για να δημιουργηθεί μία κοινωνία με θεσμούς που λειτουργούν, καταβάλλονται πολλές προσπάθειες από τα μέλη της και για αρκετές γενιές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή που θα επιτρέψει στις επερχόμενες γενιές να ζήσουν ειρηνικά και ελεύθερα.
Άρα, αυτός που ιντριγκάρεται με το «σκίσιμο του πανιού», δεν επιδιώκει κάτι καλύτερο, αλλά ασυναίσθητα διαβάλλει την οποιαδήποτε προσπάθεια έχει γίνει μέχρι τώρα για την βελτίωση της κοινωνίας μας ιστορικά. Γιατί η Μεταπολίτευση, όσο τραγική και βρώμικη περίοδος και αν είναι, δεν παύει να είναι κατιτίς καλύτερο από την Δικτατορία, και σίγουρα κατιτίς καλύτερο από την περίοδο των μαζικών μεταναστεύσεων παλιότερα, ακόμα πιο σίγουρα κατιτίς καλύτερο από τον εμφύλιο πόλεμο πιο παλιά ,κοκ.
Εννοείται ότι και η Μεταπολίτευση πρέπει να δώσει θέση σε κάτι καλύτερο, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να αποφασίσουμε σε κοινωνικό επίπεδο να πάμε προς κάποια κατεύθυνση. Όσο ο καθένας φωνάζει και τραβάει προς το μέρος του, οι μόνες προοπτικές που δημιουργούνται, αναφέρονται πιο πάνω.