Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Δεν πληρώνω ισοπέδωση

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τις δράσεις, αλλά και τη σημασία του «Κινήματος κατά των διοδίων» (ΚΚΔ). Όχι για το καθεαυτό αντικείμενό του, αλλά γιατί οι επιρροές και οι δράσεις του αναδεικνύουν τον λόγο που πολλές θετικές, αυθόρμητες κινήσεις πολιτών ενώ ξεκινάνε με σωστές θέσεις και προς τη σωστή κατεύθυνση, στην πορεία αλλοιώνονται. Είτε επειδή δεν είναι σωστά οργανωμένες, είτε επειδή σε αυτές παρεισφρέουν άλλες ομάδες ή πολιτικές οργανώσεις που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις (ή συμφέροντα) για την καθεαυτό δράση, αλλοιώνοντας τον αρχικό χαρακτήρα και υποβαθμίζοντας τελικά την εν λόγω δράση.

Το σύντομο ιστορικό του ΚΚΔ ξεκινάει λίγα χρόνια πριν, κυρίως από την εθνική οδό Κορίνθου – Πατρών η οποία είχε αναδειχθεί ως ένας από τους πιο επικίνδυνους δρόμους της χώρας με δεκάδες θύματα σε ετήσια βάση. Το κυρίως σκεπτικό για την μη πληρωμή διοδίων επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δρόμος δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για τη λειτουργία διοδίων. Ήδη από το 1993, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε θέσει κάποιες γενικές προδιαγραφές για τον ορισμό του «αυτοκινητόδρομου», ενώ το 1998, με την απόφαση 1999/62/EC (DIRECTIVE 1999/62/EC OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL of 17 June 1999 on the charging of heavy goods vehicles for the use of certain infrastructure), και ειδικά στο άρθρο 7, ορίζονται κάποιες γενικές προαπαιτήσεις για την εγκατάσταση διοδίων σε δρόμους. Το ΚΚΔ ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, όταν τα ήδη υπάρχοντα διόδια μεταβιβάστηκαν από το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας στην ανάδοχο εταιρία που κατασκευάζει το νέο τμήμα Κορίνθου-Πατρών, δηλαδή την «Κ/Π Ολυμπία Οδός Α.Ε.». Το σκεπτικό ήταν ότι εφόσον τα διόδια εισπράττονται από ιδιώτη πλέον και όχι από το Δημόσιο, προκειμένου να επιβληθεί πρόστιμό θα έπρεπε ο ιδιώτης να κινηθεί δικαστικά, όπου τελικά ο «παραβάτης» θα αθωωνόταν λόγω της ευρωπαϊκής νομοθεσίας˙ μια διαδικασία δηλαδή, που στην τελική δεν θα συνέφερε την ανάδοχο εταιρία.

Το ΚΚΔ σύντομα επεκτάθηκε και στην Αθηνών – Λαμίας, έχοντας ως βάση την καρμανιόλα στο «πέταλο του Μαλιακού», αλλά και την κατασκευή υπερβολικών σταθμών διοδίων κατά μήκος ολόκληρης της διαδρομής Αθηνών – Θεσσαλονίκης. Οι νέοι παράπλευροι σταθμοί σχεδόν σε ολόκληρη την Αττική μέχρι το Σχηματάρι, αλλά και η απουσία εναλλακτικών διαδρομών για τους κατοίκους ορισμένων σημείων ανέβασαν φυσικά τις αντιδράσεις, και το ΚΚΔ ήταν πλέον ώριμο φρούτο.

Το αποκορύφωμα ήρθε πριν λίγο καιρό, όπου ο Δήμαρχος Στυλίδας κ. Απόστολος Γκλέτσος προέβη στις γνωστές ενέργειες, οι οποίες με τη σειρά τους «ενέπνευσαν» το ΠΑΜΕ να προβεί σε συμβολικές καταλήψεις όλων των σταθμών διοδίων της χώρας για κάποιες ώρες, τον κόσμο γενικότερα να ιντριγκάρεται από το «τζαμπέ» της όλης υπόθεσης και τα γνωστά παπαγαλάκια να λένε τα τετριμμένα περί μεγάλο-εργολάβων, υπόγειων συμφερόντων κλπ.

Σε όλη αυτή την σύντομη ιστορική διαδρομή, συνέβη το εξής. Μία ιδέα που στηριζόταν σε σωστές βάσεις, παραποιήθηκε κατά το δοκούν από πολίτες, ή άλλα κινήματα, ανάλογα με τις τοπικές ή πολιτικές ανάγκες, προκειμένου στο τέλος να βγει ένας αχταρμάς ιδεών που τελικά δεν έχει καμία συνοχή, εκτός από το ισοπεδωτικό «δεν πληρώνω διόδια». Γενικώς και αορίστως. Μπορεί οι οδηγοί της Κορίνθου – Πατρών να ρισκάρουν τη ζωή τους, αλλά ο λόγος που μπορούν να αρνηθούν να πληρώσουν διόδια δεν είναι ίδιος με αυτόν των κατοίκων της Στυλίδας που δεν εξυπηρετούνται από παράπλευρο οδικό δίκτυο, ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι ίδιος με αυτόν των οδηγών της Λάρισας - Θεσσαλονίκης που πληρώνουν διόδια σχεδόν κάθε 50 χιλιόμετρα, και που στην τελική όλα αυτά δεν έχουν άμεση σχέση με την ανικανότητα του Κράτους να διαχειριστεί σωστά τις ΣΔΙΤ για το εθνικό οδικό δίκτυο. Ένα καλό παράδειγμα είναι αυτό το κείμενο, το οποίο έχει σωστή νομική ανάλυση και δικαίως καλεί τους κατοίκους των περιοχών από τις Αφίδνες μέχρι τον Ωρωπό να αντιδράσουν. Ταυτόχρονα όμως, η ίδια ιστοσελίδα παρακινεί καθολική άρνηση πληρωμής διοδίων, ακόμα και σε αυτά που βρίσκονται σε αυτοκινητόδρομους που πληρούν τις προδιαγραφές της Ε.Ε., αλλά και που έχουν νομική υπόσταση να λειτουργούν κανονικά.

Είναι σωστό να υπάρχουν κινήματα αντίδρασης απέναντι σε κακοδιαχείριση ή παρανομίες του Κράτους. Τα κινήματα αυτά υποδηλώνουν μία ζωντανή κοινωνία που δεν αφήνει περιθώριο στην αυθαιρεσία της κάθε είδους εξουσίας. Είναι σημαντικό όμως η φωνή αυτών των κινημάτων να είναι ενιαία, σοβαρή, ισορροπημένη και με σαφή λόγο. Διαφορετικά, είναι καταδικασμένη να ευτελίζεται και σταδιακά να ενσωματώνεται στη γνωστή ελληνική κακοφωνία του όχλου ή οποία ούτε άξια προσοχής είναι, ούτε αφορά κανέναν στην τελική.


Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Σκίζοντας την κοινωνική συνοχή

Η έννοια της κοινωνικής συνοχής τείνει να γίνει ένα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, με τον ίδιο τρόπο που έχουν «ταμπουποιηθεί» [sic] το πανεπιστημιακό άσυλο, η εκκλησία, η επιχειρηματικότητα, κ.α. Τί κοινό έχουν όλα αυτά; Έχουν εδραιωθεί τόσο λανθασμένα στα μάτια της κοινής γνώμης που ουδείς τολμάει να μιλήσει ρεαλιστικά και να προβεί σε τομές που θα επιφέρουν θετικότερα και απτά αποτελέσματα. Κάπως έτσι και η κοινωνική συνοχή από εκεί που ήταν (όπως όφειλε) προτεραιότητα κάθε σύγχρονης αναπτυγμένης κοινωνίας, κατέληξε να βάλλεται από παντού˙ πράγμα φυσιολογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η απλότητα κάποιων εννοιών δεν χωράνε στον σύνθετο και πολύπλοκο τρόπο σκέψης του μέσου νεοέλληνα, που προτιμά να διυλίζει τον κώνωπα παρά να τον σκοτώνει μια κι έξω.

Η απλότητα της κοινωνικής συνοχής μπορεί να παρασταθεί πολύ εύκολα. Φανταστείτε ένα μεγάλο πανί, το οποίο κρατάνε από τις άκρες του όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας. Αν θέλουμε ολόκληρη η κοινωνία να πάει προς μία κατεύθυνση, τότε θα πρέπει κάποιοι να σπρώξουν, κάποιοι να τραβήξουν και κάποιοι απλά να ακολουθήσουν κρατώντας το πανί για να μην πέσει. Στην Ελλάδα, σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κατά κανόνα, ο καθένας τραβάει το πανί προς το μέρος του, με αποτέλεσμα αυτό να μένει στάσιμο στο ίδιο σημείο. Και όσο πιο πολύ τραβάει ο ένας, τόσο πιο πολύ τραβάει ο απέναντι. Η προσπάθεια εντείνεται, ο ιδρώτας ρέει, οι εντάσεις και ο εκνευρισμός αυξάνονται, αλλά το πανί παραμένει στάσιμο στην ίδια θέση. Η μόνη προοπτική που μπορεί να έχει αυτή η κατάσταση είναι είτε το πανί να σκιστεί σε πολλά κομμάτια, είτε κάποιων τα δάχτυλα να σπάσουν. Τίποτα παραπάνω.

Εγώ θα ήθελα να εστιάσω στο σκίσιμο του πανιού. Γιατί αυτό το σκίσιμο είναι που ιντριγκάρει πολύ κόσμο, και όσο περνάει ο καιρός και η κρίση βαθαίνει, φαίνεται πως ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο. Όχι, όμως, επειδή ξαφνικά ο μέσος νεοέλληνας συνειδητοποίησε την σαπίλα στην οποία ζούσε τόσα χρόνια, και αποφάσισε να αλλάξει, αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει να είμαστε καχύποπτοι. Ξέρουμε από μικροί ότι λίγο αν χαλαρώσουμε στο «τράβηγμα του πανιού», ο απέναντι θα κερδίσει έδαφος. Και επειδή ουδέποτε μάθαμε προς τα ποια κατεύθυνση τραβάει ο απέναντι (που ενδεχομένως θα συνέφερε και εμάς), ασυναίσθητα τραβάμε πάλι πιο δυνατά, αδιαφορώντας για το καθεαυτό πανί.

Ο λόγος που αρκετές – δυτικές κατά κανόνα - χώρες παρέχουν υψηλή ποιότητα ζωής, ευκαιρίες προσωπικής ανάπτυξης και πολλές ελευθερίες στους κατοίκους τους, είναι ότι έχουν καταφέρει να έχουν ξεκάθαρους θεσμούς με διακριτές εξουσίες, και κυρίως κοινωνική συνοχή απέναντι σε αυτούς τους θεσμούς. Γι’ αυτό έχει μαλλιάσει και η δική μου γλώσσα να επαναλαμβάνω συνεχώς ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι ταξικό. Είναι θεσμικό. Από τη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού Κράτους, μέχρι σήμερα, ο κοινός παρονομαστής σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ή οικονομικής ύφεσης, ήταν πάντα η κρίση των θεσμών. Είτε αυτή η κρίση προερχόταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, είτε από τα κατώτερα. Για να το πω και πιο απλοϊκά, μπορεί ο κυρ-Στάθης να έχει δίκιο όταν κατηγορεί τους πολιτικούς για ανικανότητα, διαφθορά και παρανομία, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι αν ο κυρ-Στάθης γινόταν ξαφνικά πολιτικός, κατά μία πολύ μεγάλη πιθανότητα θα έκανε ακριβώς τα ίδια. Γιατί έχει μάθει να είναι καχύποπτος και να μην σέβεται νόμους και θεσμούς. Απλά, είναι λογικό όταν βρίσκεται στην αφάνεια, η «ασέβεια» αυτή να έχει πολύ μικρότερες και πιο ασήμαντες επιπτώσεις στην υπόλοιπη κοινωνία, από αυτές που θα είχε αν ήταν στην εξουσία.

Ένα κράτος με δημοκρατικούς θεσμούς που λειτουργούν, έχει το σημαντικό πλεονέκτημα ότι αφήνει ελεύθερη την κοινωνία να αναπτυχθεί και συνεχώς να καλυτερεύει τις συνθήκες ζωής της. Δημιουργεί ένα ασφαλές, και ειρηνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο το κάθε άτομο μπορεί να έχει επιλογές και την ελευθερία να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Μπορεί ανά καιρούς να επέρχονται κρίσεις διαφόρων μορφών, αλλά οι θεσμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλια για την γρήγορη ανάρρωση από την κρίση και την επιστροφή στην ανοικοδόμηση (η «ανάσταση» της Γερμανίας από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, δεν είναι τυχαίο παράδειγμα). Στην τελική, για να δημιουργηθεί μία κοινωνία με θεσμούς που λειτουργούν, καταβάλλονται πολλές προσπάθειες από τα μέλη της και για αρκετές γενιές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή που θα επιτρέψει στις επερχόμενες γενιές να ζήσουν ειρηνικά και ελεύθερα.

Άρα, αυτός που ιντριγκάρεται με το «σκίσιμο του πανιού», δεν επιδιώκει κάτι καλύτερο, αλλά ασυναίσθητα διαβάλλει την οποιαδήποτε προσπάθεια έχει γίνει μέχρι τώρα για την βελτίωση της κοινωνίας μας ιστορικά. Γιατί η Μεταπολίτευση, όσο τραγική και βρώμικη περίοδος και αν είναι, δεν παύει να είναι κατιτίς καλύτερο από την Δικτατορία, και σίγουρα κατιτίς καλύτερο από την περίοδο των μαζικών μεταναστεύσεων παλιότερα, ακόμα πιο σίγουρα κατιτίς καλύτερο από τον εμφύλιο πόλεμο πιο παλιά ,κοκ.

Εννοείται ότι και η Μεταπολίτευση πρέπει να δώσει θέση σε κάτι καλύτερο, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να αποφασίσουμε σε κοινωνικό επίπεδο να πάμε προς κάποια κατεύθυνση. Όσο ο καθένας φωνάζει και τραβάει προς το μέρος του, οι μόνες προοπτικές που δημιουργούνται, αναφέρονται πιο πάνω.


Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων

Ας δεχτούμε ότι η σαπουνόπερα που ξεκινάει σήμερα, με τίτλο «Δίκη της Συνομωσίας των Πυρήνων της Φωτιάς» αξίζει τα φράγκα της. Έστω και ότι η αντίδραση της Δημοκρατίας απέναντι σε φαινόμενα τρομοκρατίας, οφείλει και πρέπει να είναι άμεση και εφετζίδικη, ώστε να τονίζεται η διαφορετικότητα αυτών των δύο.

Μέχρι τώρα όμως, κανείς δεν μου έχει λύσει την εξής απορία. Η αμεσότητα, η κινητοποίηση, και η οργάνωση που χαρακτηρίζει την ελληνική Δικαιοσύνη στη συγκεκριμένη δίκη, γιατί δεν συναντάται πουθενά αλλού; Διότι τα φερόμενα ως μέλη της συγκεκριμένης τρομοκρατικής οργάνωσης, με το που συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στον ανακριτή, προφυλακίστηκαν, και εντός λίγων εβδομάδων, με συνοπτικές διαδικασίες ξεκίνησε η δίκη για την άμεση απονομή δικαιοσύνης. Την άμεση απονομή δικαιοσύνης που ζητάει σχεδόν σύσσωμη η ελληνική κοινωνία για τα εγκλήματα κακοδιαχείρισης, διαφθοράς και μιας σειράς εσκεμμένων παρατυπιών σε υψηλόβαθμα στελέχη των κυβερνήσεων της τελευταίας 20ετίας, ποιος θα την εφαρμόσει;

Συνήθως το μοτίβο πάει ως εξής: Ανακοινώνονται οι «παρατυπίες» (που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και «εγκλήματα κατά του ελληνικού κράτους») κάποιων πολιτικών ή κάποιων μεγάλων φοροφυγάδων. Οι μεν πολιτικοί, με κάποιους νομικούς ελιγμούς καταφέρνουν και ταμπουρώνονται πίσω από τη βουλευτική ασυλία, οι δε φοροφυγάδες με διάφορους τρόπους αναβάλλουν δίκες, ασκούν εφέσεις, μέχρι που τελικά η υπόθεσή τους παραγράφεται. Οι δίκες των «τρομοκρατών» όμως, ούτε αναβάλλονται, ούτε είναι εφέσιμες για κάποιον λόγο. Ξεκινάνε στην ώρα τους, απασχολούν μερικές εκατοντάδες αστυνομικούς σε καθημερινή βάση και στο τέλος η δικαστική απόφαση είναι σχεδόν πάντα καταδικαστική. Ο ορισμός του fast track στην απονομή δικαιοσύνης!

Άλλωστε, όσες φορές έχει ρωτηθεί, είτε ο Πρωθυπουργός είτε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, σχετικά με την παραπομπή γνωστών πολιτικών εγκληματιών σε δίκη, οι απαντήσεις συνοψίζονται στο πόσο γραφειοκρατική είναι η δικαιοσύνη που δυστυχώς θα χρειαστεί χρόνος, παρά τις πιέσεις (και καλά) της κυβέρνησης.

Δεν ξέρω για τις πιέσεις της κυβέρνησης, αλλά οι πιέσεις των ΜΜΕ για το σόου της «Δίκης της τρομοκρατίας», φαίνεται πως πιάνουν περισσότερο, με έμπρακτα αποτελέσματα.


Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Οι λάθος ήρωες

Ως λαός φαίνεται πως έχουμε ένα έμφυτο χάρισμα να κρίνουμε, να αξιολογούμε και να βγάζουμε συμπεράσματα εκ των υστέρων. Δηλαδή, όταν βρισκόμαστε στο παρόν όπου πρέπει να λάβουμε κάποια απόφαση, αναλωνόμαστε σε αναλύσεις αναλύσεων, και όταν τελικά ο χρόνος και τα γεγονότα μας προσπερνούν, χρησιμοποιούμε αυτό το «χάρισμα» για να δούμε τι δεν κάναμε σωστά όταν έπρεπε. Αυτό βέβαια δεν έχει καμία πρακτική αξία.

Για παράδειγμα, τη σήμερον ημέρα, όλοι με κάποιο θαυμαστό τρόπο έχουν βρει τι έπρεπε να είχαμε κάνει με τα οικονομικά και τη δημόσια διοίκηση τις τελευταίες δύο δεκαετίες ώστε να μην φτάναμε εκεί που φτάσαμε. Όμως, στην ερώτηση «οκ, και τώρα τι κάνουμε;» μπορούμε μόνο να βρισκόμαστε σε συνεχή αντίλογο με διαφορετικές απόψεις.

Κάπως έτσι θα αξιολογηθεί στο μέλλον και η δράση του κ. Γκλέτσου, που δικαιώνεται στα μάτια αυτών που ψάχνουν για μπούγιο, τσαμπουκάδες, και ενίοτε χαβαλέ με την καταστρατήγηση των νόμων, στο όνομα του πάθους και της αγανάκτησης. Το ανησυχητικό δεν είναι ότι ο κ. Γκλέτσος έκανε αυτό που έκανε, αλλά ότι στο πρόσωπό του, πολλοί βρίσκουν το πρότυπο πολίτη που θα ήθελαν να είναι γεμάτη η Ελλάδα. Τσιτάτα όπως «Ήρωας ο Γκλέτσος», «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Γκλέτσος», «τελικά η Ελλάδα, Γκλέτσους χρειάζεται», κλπ κοσμούν εδώ και λίγες μέρες την δημόσια συζήτηση και το διαδίκτυο. Κοινώς, αν σε πνίγει το άδικο, δικαιούσαι να αντιδράσεις όπως θεωρείς εσύ. Αν, για παράδειγμα είσαι ΑΜΕΑ και κάποιος αναίσθητος οδηγός έχει παρκάρει σε ράμπα ΑΜΕΑ, δικαιούσαι να πάρεις έναν οδοστρωτήρα και να του κάνεις το αυτοκίνητο πλακέ. Η διεκδίκηση του δίκιου με κάθε μέσο έννομο ή άνομο.

Αν λοιπόν, ο κ. Γκλέτσος εμπνεύσει ανθρώπους, οι οποίοι θα απαιτούν στο εξής το δίκιο τους με τον τσαμπουκά, την παρανομία και την καταστροφή δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, χωρίς να χρησιμοποιούν τους θεσμούς της Δικαιοσύνης, στο μέλλον πώς θα αξιολογήσουμε την κατάντια μίας κοινωνίας που βάζει τους νόμους της ζούγκλας πάνω από αυτούς του Συντάγματος; Ποιος άραγε θα μπορεί να κατηγορήσει τον τύπο που απειλεί ότι θα κάψει ζωντανό όποιον εφοριακό τολμήσει να του κάνει έλεγχο, ή τον μπαχαλάκια που προκαλεί ζημιές αδιακρίτως στο όνομα κάποιας αόριστης ιδέας που ούτε ο ίδιος γνωρίζει καλά καλά; Κανείς. Αλλά επί του παρόντος, κανείς δεν βγήκε να πει πόσο επικίνδυνο είναι για ολόκληρη την κοινωνική νοοτροπία και αντίληψη, η ηρωοποίηση ενός νταή. Αντ’ αυτού, οι συζητήσεις αναλώνονται στα διόδια, τις ΣΔΙΤ, τη δικαιότερη φορολόγηση των οδηγών κλπ.

Οι αντιλήψεις και οι ιδεολογίες που καλλιεργούνται, όσο επικίνδυνες και αν είναι, μένουν στην αφάνεια. Κάπως έτσι, υπογείως, καλλιεργούνταν στο παρελθόν και οι φασιστικές νοοτροπίες που συνεχώς υποτιμούνταν, ώσπου ξαφνικά μέσα σε μία νύχτα βγήκαν στην επιφάνεια, κατέκλεισαν σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη και όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε πάει λάθος. Οι συνθήκες τότε δεν ήταν και πολύ διαφορετικές. Πάλι οικονομική κρίση υπήρχε, ύφεση, ανεργία, και αγανακτισμένοι πολίτες, έτοιμοι να στηρίξουν όποιον εμψύχωνε την απόγνωσή τους με οποιοδήποτε μέσο. Και τον στήριξαν…


Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Σαγιονάρα

Η σαγιονάρα φοριέται με μία ιδιαίτερη άνεση στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν λέει κάτι για μία περιοχή που στην ουσία είναι συνεχώς μέσα στο καλοκαίρι, αλλά από την άλλη συμβολίζει κάποια πράγματα. Από το πιο απομακρυσμένο χωριό της Καμπότζης που είναι βουτηγμένο στους φοίνικες, τους ορυζώνες και τις αιώρες, μέχρι τις πυκνοκατοικημένες και ζωντανές γειτονιές της Σαϊγκόν, η σαγιονάρα αποτελεί μία σταθερά χαλαρότητας που θυμίζει αυτή των καλοκαιρινών διακοπών. Φοριέται πρωί, μεσημέρι, βράδυ, είτε στη δουλειά, είτε στη βόλτα, και είναι πάντα έτοιμη να βγει για μία πρόχειρη, ξέγνοιαστη ξυπολησιά.

Η σαγιονάρα φοριέται στο πόδι, και το χαμόγελο στο πρόσωπο, σαν αναπόσπαστα μέρη ενός μέσου Ασιάτη. Χαρακτήρες ευγενικοί, χαμογελαστοί και πάντα καλοπροαίρετα πρόθυμοι, δεν θυμίζουν σε τίποτα το σκοτεινό παρελθόν των πολέμων, των ολοκληρωτικών καθεστώτων και των καταστροφών που έζησαν οι κοινωνίες τους τον τελευταίο αιώνα, αλλά ούτε και τη φτώχεια και τις δυσκολίες της σημερινής εποχής.

Αυτό είναι που με διαολίζει πιο πολύ από όλα. Θα είχαν κάθε δικαίωμα να είναι μίζεροι, γκρινιάρηδες και τσαντισμένοι με όλους και όλα όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων. Αλλά δεν είναι.

Επιστρέφοντας σπίτι, η Αθήνα είχε μία πρωτόγνωρη ησυχία. Δεν ξέρω αν έπεσα πάνω στην ώρα, ή ήταν απλά τα βουλωμένα αυτιά από την πτήση. Μέσα σε αυτή την ησυχία, μου ήρθε: Οι Έλληνες δεν έχουν τραβήξει περισσότερο κουπί από άλλους λαούς - ειδικά οι σημερινοί Έλληνες πλέουν σε θαλαμηγούς με ολόκληρο προσωπικό στην υπηρεσία τους, σε σχέση με άλλους. Απλά είναι μόνιμα στραβοξυπνημένοι.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...