Σήμερα που ξεκινάει η φθινοπωρινή σαιζόν επανάστασης, θα ήθελα με τη σειρά μου να ευχηθώ καλό «καυτό» Φθινόπωρο στους απανταχού αγωνιστές, που αν και ενάμιση μήνα τώρα μας είχαν αφήσει στο έλεος της εθνοπροδοτικής χούντας, αυτή τη φορά επανέρχονται αποφασισμένοι για ανατροπή του συστήματος και του καθεστώτος, πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων.
ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]